Όλη η Ευρώπη περίμενε την Δευτέρα με ανυπομονησία την απόφαση το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ σχετικά με το ελληνικό πρόγραμμα, ιδιαίτερα μετά και από τις πληροφορίες πως ο Τραμπ θα θέσει βέτο δια των εκπροσώπων του ως προς την συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, πράγμα που τελικά δεν έγινε.
Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Αφού συνεδρίασε το όργανο αυτό για τρεις περίπου ώρες κατέληξε στην απόφαση ότι η χώρα μας σημείωσε σημαντική πρόοδο στη μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών της από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα. Όμως, υπογραμμίζεται, η εκτεταμένη δημοσιονομική εξυγίανση και η εσωτερική υποτίμηση έχουν οδηγήσει σε υψηλό κόστος την κοινωνία, ως αποτέλεσμα της μείωσης των εισοδημάτων και της εξαιρετικά υψηλής ανεργίας.
Πιο συγκεκριμένα, στη δήλωση σημειώνεται ότι:
«Η οικονομική κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί από τότε, καθώς οι Αρχές ξεκίνησαν ένα νέο πρόγραμμα προσαρμογής που υποστηρίζεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Το νέο πρόγραμμα αποσκοπεί στην ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών, στην αποκατάσταση της υγείας του τραπεζικού τομέα, και στην ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης. Οι αρχές έχουν νομοθετήσει μια σειρά από σημαντικές δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Το Ταμείο σημειώνει ότι η Ελλάδα, υποστηριζόμενη από τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις και τη χρηματοδότηση από τους Ευρωπαίους εταίρους της, επέστρεψε σε μέτρια ανάπτυξη το 2016.
«Η ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, κάτι που εξαρτάται από την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής των αρχών, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας εξάλειψης των κεφαλαιακών ελέγχων που εισήχθησαν στα μέσα του 2015».
Συνεχίζει λέγοντας ότι με βάση το τρέχον πρόγραμμα προσαρμογής η μακροχρόνια ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει μόλις λίγο κάτω από το 1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί μεσοπρόθεσμα σε περίπου 1,5% του ΑΕΠ. Προσθέτει ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν σημαντικοί και σχετίζονται είτε με την ελλιπή είτε με την καθυστερημένη εφαρμογή των πολιτικών. Το δημόσιο χρέος είχε φτάσει στο 179% του ΑΕΠ στο τέλος του 2015, και δεν είναι βιώσιμο, τονίζεται.
Στην ανακοίνωση αποκαλύπτεται ότι οι περισσότεροι Εκτελεστικοί Διευθυντές συμφώνησαν με την αξιολόγηση των στελεχών του Ταμείου που ασχολούνται με την Ελλάδα και σημειώνει ότι μερικά μέλη του Δ.Σ. είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη δημοσιονομική πορεία και τη βιωσιμότητα του χρέους.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, τα μέλη του Δ.Σ. επαίνεσαν τις ελληνικές Aρχές για τη σημαντική οικονομική προσαρμογή και τη διόρθωση των ανισορροπιών από το 2010 και μετά, μέσω σημαντικών μεταρρυθμίσεων. Αναγνώρισαν επίσης ότι αυτή η προσαρμογή είχε ένα βαρύ τίμημα για την κοινωνία που, σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας, συνέβαλαν στην επιβράδυνση της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων.
Τα μέλη του Δ.Σ. προέτρεψαν τις αρχές να επιταχύνουν την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων για να εξασφαλιστεί μια επιστροφή σε υψηλότερη ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, αλλά και η βιωσιμότητα του χρέους.
Στην ανακοίνωση σημειώνεται ότι δεδομένου ότι ακόμα υφίστανται σημαντικοί καθοδικοί κίνδυνοι το Διοικητικό Συμβούλιο τόνισε ότι οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, στην εξυγίανση των ισολογισμών και στην άρση των εμποδίων για την ανάπτυξη.
Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. συμφώνησαν ότι δεν απαιτείται περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση αυτή τη στιγμή από την Ελλάδα, με δεδομένη την εντυπωσιακή προσαρμογή η οποία αναμένεται να φέρει το μεσοπρόθεσμο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα στο περίπου 1,5% του ΑΕΠ, ενώ ορισμένοι διευθυντές τάχθηκαν υπέρ της καταγραφής πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση το Δ.Σ. του Ταμείου τάχθηκε υπέρ της εξισορρόπησης της δημοσιονομικής πολιτικής με διεύρυνση της φορολογική βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και τον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για στοχευμένη κοινωνική στήριξη προς ευπαθείς ομάδες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές.
Είναι σημαντικό ότι τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. ευνόησαν μια δημοσιονομικά ουδέτερη «επανεξισορρόπηση». Όμως μερικά μέλη θεώρησαν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να στηρίξουν προσωρινά υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά θα υλοποιηθούν μόλις το παραγωγικό κενό κλείσει, έτσι ώστε οι επιπτώσεις στην ανάκαμψη να ελαχιστοποιηθούν.
Τα μέλη του Δ.Σ. έκαναν έκκληση για ανανέωση των προσπαθειών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την αντιμετώπιση του μεγάλου επιπέδου των φορολογικών οφειλών. Ενθάρρυναν δε τις αρχές να ενισχύσουν τη φορολογική διοίκηση, να επικεντρωθούν στις προσπάθειες ελέγχου μεγάλων φορολογουμένων και να ενισχύσουν την εφαρμογή του πλαισίου κατά του ξεπλύματος χρήματος. Έκαναν, επίσης, έκκληση για μια συνολική αναδιάρθρωση του συστήματος ρύθμισης οφειλών με βάση την ικανότητα των οφειλετών να πληρώσουν και καλωσόρισαν τα σχέδια για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου οργανισμού εσόδων.
Ακόμα, τα μέλη του Δ.Σ. τόνισαν την ανάγκη για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων για να υποστηριχτεί η πιστωτική επέκταση. Ενθάρρυναν δε τις αρχές να ενισχύσουν το νομικό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους, συμπεριλαμβανομένων του εξωδικαστικού μηχανισμού επίλυσης διαφορών, και να αξιοποιήσουν πλήρως το εποπτικό πλαίσιο, δίδοντας κίνητρα στις τράπεζες να θέσουν φιλόδοξους στόχους μείωσης των κόκκινων δανείων.
Τα μέλη του Δ.Σ. τόνισαν ότι η εξασφάλιση επαρκών κεφαλαίων είναι ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των τραπεζών. Υποστήριξαν δε όσο ταχύτερα γίνει πως η άρση των κεφαλαιακών περιορισμών στη βάση ενός χάρτη με συγκεκριμένα ορόσημα τόσο θα διασφαλιστεί η διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας με την εξασφάλιση επαρκούς ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα.
Τα μέλη του Δ.Σ. ενθάρρυναν τις ελληνικές αρχές να επιταχύνουν την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Αν και αναγνώρισαν ότι το βάρος της προσαρμογής έχει πέσει δυσανάλογα στους μισθωτούς υπογράμμισαν την ανάγκη να διατηρηθούν και να μην αντιστραφούν οι υφιστάμενες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και να συμπληρωθούν με επιπρόσθετες προσπάθειες προς την κατεύθυνση των ομαδικών απολύσεων σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές, το άνοιγμα των υπολοίπων κλειστών επαγγελμάτων, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και τη διευκόλυνση των επενδύσεων και των αποκρατικοποιήσεων.
Ακόμα, υπογράμμισαν την ανάγκη να διατηρηθεί και να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των στατιστικών πληροφοριών και των στατιστικών συστημάτων. Σε ότι αφορά το πρόγραμμα του 2012, τα μέλη του Δ.Σ. επικρότησαν την εκ των υστέρων αξιολόγηση του δανειακού προγράμματος του ΔΝΤ με την Ελλάδα της περιόδου 2012-16. Σε γενικές γραμμές συμφώνησαν ότι η αξιολόγηση παρείχε μια χρήσιμη βάση για τη συζήτηση των διδαγμάτων από το εν λόγω πρόγραμμα. Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι η επόμενη έκθεση του άρθρου 4 για την ελληνική οικονομία αναμένεται σε 12 μήνες.
Κλείνοντας, η απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ ναι μεν αναγνωρίζει και ότι χρέος δεν είναι βιώσιμο, αλλά και ότι η χώρα έχει βελτιωθεί επαρκώς αυτά τα δύσκολα χρόνια της κρίσης, αλλά παρόλα αυτά προτείνει νέα φορολογικά μέτρα προκειμένου να μεταβεί η οικονομία από την μέτρια ανάπτυξη στην υψηλή ανάπτυξη, χωρίς βέβαια κανείς να έχει υπολογίσει τον αστάθμητο παράγοντα, δηλαδή την αντοχή των πολιτών.