Χωρίς αμφιβολία αν κάποιος προέβλεπε την εκδήλωση των αλλεπάλληλων κρίσεων που ταλανίζουν την παγκόσμια κοινότητα την τελευταία διετία, το εύρος της αντιμετώπισης του θα κυμαίνονταν από αποδοκιμασία έως αδιαφορία. Πανδημία, κλιματική αλλαγή, προσφυγικό, γεωπολιτικές αναταράξεις/πόλεμος, ασφάλεια, οικονομικές επιπτώσεις – διόγκωση χρεών, ενεργειακή κρίση, κίνδυνος επισιτιστικής επάρκειας. Σήμερα αποτελούν μια πραγματικότητα, με τις πολλαπλές και πολυεπίπεδες επιπτώσεις τους να μην έχουν αναλυθεί και αποτυπωθεί πλήρως. Η απαίτηση εύρεσης και υλοποίησης εφαρμόσιμων λύσεων ενδεχομένως να αποτελεί δύσκολο εγχείρημα. Αλλά πρέπει να αναζητηθούν, να συμφωνηθούν και στο τέλος να εφαρμοστούν.
Άρθρο του Δημήτρη Λιάκου στο ειδικό ένθετο για το “Βήμα της Κυριακής” (26.06.2022) για την ελληνική οικονομία
Η υποτίμηση των προβλημάτων, η κατάθεση υπεραπλουστευμένων προτάσεων, η δυστοκία στην εύρεση λύσεων, η επαναφορά αποτυχημένων πρακτικών του παρελθόντος και η ταυτόχρονη καλλιέργεια υπεραισιόδοξων προσδοκιών για το μέλλον δεν συνάδει και δεν απαντάει στη συνθετότητα των ζητημάτων. Η εντύπωση που δίνεται από μεγάλο τμήμα των mainstream media και του πολιτικού κόσμου σε Ελλάδα και Ευρώπη θυμίζει, με παραλλαγές, τους συμβολισμούς της κινηματογραφικής επιτυχίας “Don’t Look up”. Ενώ σημαντικά προβλήματα έρχονται προς τα πάνω μας, επιλέγεται η αποστροφή, ο καθησυχασμός και η ψευδαίσθηση του “όλα βαίνουν καλώς”.
Ο τερματισμός του πολέμου αποτελεί βασική παράμετρο αποφυγής δυσμενών σεναρίων για την παγκόσμια οικονομία και ισορροπία. Η σημαντική αύξηση των ενεργειακών τιμών ενδέχεται να λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις στην περίπτωση διακοπής της τροφοδοσίας. Αντίστοιχες δυσκολίες καταγράφονται και στην κάλυψη των αναγκών σε πρώτες ύλες που πυροδοτούν σενάρια επισιτιστικής κρίσης, ιδιαίτερα για χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Ο ΟΗΕ ήδη προειδοποιεί για επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στις φτωχές χώρες, γεγονός που δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις εμφάνισης νέων εστιών έντασης και ριζοσπαστικοποίησης μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίζει να προκρίνει τις “ασκήσεις επί χάρτου” και τις πολύχρωμες παρουσιάσεις αντί της εντατικοποίησης του σχεδίου της πράσινης μετάβασης, της αναβάθμισης της συνεργασίας μεταξύ των χωρών μελών και της εύρεσης κοινών λύσεων τόσο για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων όσο και για την εξασφάλιση των απαραίτητων ενεργειακών πρώτων υλών. Επίσης προβληματική είναι η στάση των εθνικών κυβερνήσεων να μην αναγνωρίζουν εμπράκτως ότι η πανδημική και η ενεργειακή κρίση αποκάλυψε σημαντικές αδυναμίες και ελλείμματα στην παραγωγική αλυσίδα και να μην προτάσσουν την ανάγκη μιας δυναμικής και αλληλοσυμπληρωματικής αναπτυξιακής στρατηγικής με άξονες, στόχους, κλαδικές πολιτικές και χρονικότητες.
Υπό αυτό το πρίσμα είναι παράδοξο να μην προχωρούν στην αναθεώρηση των εθνικών σχεδίων του ευρωπαϊκού ταμείου ανάκαμψης, τη στιγμή που από την περίοδο κατάθεσης τους (2021) έχουν διαδραματιστεί ιστορικά γεγονότα και εξελίξεις που δεν επηρεάζουν μόνο συγκεκριμένα πεδία άσκησης πολιτικής αλλά απειλούν με υπαρξιακή κρίση το κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ταυτόχρονα η Ευρώπη δεν μπορεί να παραμένει θεατής των γεωπολιτικών εξελίξεων, όταν το πεδίο της σύγκρουσης λαμβάνει χώρα εντός της επικράτειας της, αδρανώντας στην επανεμφάνιση ανάλογων καταστάσεων της ψυχροπολεμικής περιόδου.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υπό την αιγίδα της ΕΕ οφείλουν να καταρτίσουν τη δική τους ατζέντα που θα επαναφέρει την Ευρώπη στο επίκεντρο των εξελίξεων και θα την καταστήσουν βασικό εγγυητή μιας νέας παγκόσμιας ισορροπίας, με αναγνώριση και κατανομή ρόλων, διατηρώντας ως σταθερό πυλώνα το σεβασμό των αρχών του διεθνούς δικαίου, αντί της σημερινής αμήχανης στάσης παρατήρησης του φαινομένου διαχωρισμού του κόσμου σε δύο στρατόπεδα με επίκεντρο τις παρυφές της επικράτειας της. Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας στρατηγικής αποκτάει άλλες διαστάσεις εάν επαληθευθούν τα σενάρια επικράτησης των δυνάμεων που υποστηρίζονται από τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ στις εκλογές του Νοεμβρίου, ανοίγοντας το δρόμο επανάκτησης της εξουσίας μετά από δυο έτη.
Στο οικονομικό μέτωπο οι πιθανότητες ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας έχουν ενισχυθεί σημαντικά. Η νομισματική πολιτική το επόμενο διάστημα θα ομοιάζει με πορεία ανάμεσα σε συμπληγάδες. Από την μια η αναγκαστική άνοδος των επιτοκίων για τη συγκράτηση του πληθωριστικού φαινομένου και από την άλλη οι μειωμένοι ρυθμοί ανάπτυξης. Οι αγορές κεφαλαίου, ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας στη λήψη των αποφάσεων στις δυτικές οικονομίες, ήδη επηρεάζονται αρνητικά από τις διαφαινόμενες εξελίξεις, ωθώντας τις αποτιμήσεις ομολόγων και μετοχών σε χαμηλότερα επίπεδα και προκαλώντας την αναβολή των επενδυτικών σχεδιασμών. Οι δαπάνες αναχρηματοδότησης του χρέους διογκώνονται, δημιουργώντας εκ νέου προϋποθέσεις για επανάληψη μιας κρίσης δημόσιου χρέους, αυξάνοντας παράλληλα τις πιθανότητες χρεοκοπιών αδύναμων οικονομιών του τρίτου κόσμου και εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο στη Ελλάδα, αναγνωρίζοντας και τονίζοντας τα θετικά σημεία, δεν μπορούμε να συνεχίζουμε την επικοινωνιακή τακτική της “απόλυτα θωρακισμένης χώρας” λησμονώντας τις περιπέτειες του παρελθόντος. Ούτε να προτάσσουμε την ικανοποίηση διαφόρων αιτημάτων, λόγω του παρατεταμένου προεκλογικού κλίματος, ως την ιδεατή πολιτική πρακτική, παραμερίζοντας την αναγκαία προώθηση απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και την διόρθωση διαχρονικών παθογενειών της ελληνικής οικονομίας και δημόσιας διοίκησης.
Η δημοσιονομική πολιτική στην Ευρώπη οφείλει να γίνει πιο ευέλικτη έχοντας διττό στόχο. Από την μια τη συγκράτηση του δημόσιου χρέους και από την άλλη τις αυξημένες ανάγκες για τη χρηματοδότηση αναγκών για υγεία, άμυνα/ασφάλεια, κλιματική αλλαγή, ενεργειακή κρίση, κοινωνικές ανισότητες, μεταναστευτικό. Η λύση της άρσης αυτών των βαρών από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, που φαίνεται ότι προκρίνεται στα ευρωπαϊκά φόρα, δεν είναι αποτελεσματική. Η σταθερή και σημαντική μεγέθυνση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, η δημιουργία αυτόματων δημοσιονομικών σταθεροποιητών, η μονιμοποίηση του μηχανισμού του ταμείου ανάκαμψης και η περαιτέρω αμοιβαιοποίηση του χρέους είναι μερικά από τα εργαλεία που πρέπει να υιοθετηθούν προκειμένου αφενός να διευθυνθεί η επάρκεια του οπλοστασίου αντιμετώπισης των κρίσεων και αφετέρου να προχωρήσει το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Οι κυβερνήσεις της Γηραιάς Ηπείρου οφείλουν να δείξουν χαρακτηριστικά ηγεσίας, να θέσουν σε προτεραιότητα τις πολυεπίπεδες κοινωνικές ανάγκες εάν πραγματικά επιθυμούν να αποφύγουν δυσάρεστες πολιτικές εξελίξεις λόγω της διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής. Τα πρόσφατα αποτελέσματα των γαλλικών βουλευτικών εκλογών ενδεχομένως να αποτελούν προπομπό μελλοντικών εξελίξεων. Η οπτική ανάγνωσης αυτών των αποτελεσμάτων αποτελεί κρίσιμο παράγοντα στη λήψη των επικείμενων πολιτικών αποφάσεων.
Στις παραπάνω προκλήσεις θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλες, όπως το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεων του σε μια σειρά πραγμάτων, από την παραγωγική δραστηριότητα, τη βιωσιμότητα οικοσυστημάτων και την ανθρώπινη υγεία έως την δυνητική μετανάστευση εκατοντάδων εκατομμυρίων πολιτών. Το νέο σκηνικό που δημιουργείται είναι σαφώς πιο δύσκολο και πιο απαιτητικό. Απαιτούνται σημαντικές πολιτικές αποφάσεις και κυρίως ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις. Η επίδειξη πολιτικού θάρρους και ειλικρίνειας απέναντι στις επερχόμενες εξελίξεις είναι προτιμότερη, αναγνωρίζοντας το βαθμό δυσκολίας, από την παρατηρούμενη επιχείρηση ωραιοποίησης και καθησυχασμού. Η ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας έχει αποδείξει ότι είναι καλύτερο να προετοιμαζόμαστε για το αρνητικό σενάριο παρεμβαίνοντας δυναμικά και προληπτικά στην πορεία των πραγμάτων παρά να διαχειριζόμαστε εκδηλώσεις κρίσεων και τις συνέπειες τους.