Γράφει η Μαρία-Αρετή Ευαγ. Ζιαζιά
Πρωταθλήτρια στην ανεργία παραμένει σταθερά η Ελλάδα, με τους αριθμούς να εμφανίζονται αμείλικτοι, σημειώνοντας έτσι αρνητικό ρεκόρ στα ποσοστά ακούσιας αργίας της πλειοψηφίας των Ελλήνων.
Κύριο φαινόμενο των ημερών δηλαδή, λαμβάνοντας εκρηκτικές διαστάσεις, αποτελεί η αδυναμία των πολιτών να βρουν εργασία, πολλώ μάλλον αμειβόμενη και ανάλογη τόσο των προσόντων τους όσο και των σπουδών τους. Ενδεικτικά της ραγδαίας αύξησης των ποσοστών ανεργίας είναι τα στατιστικά των ανέργων πολιτών, όπως κατεγράφησαν από τον ΟΑΕΔ, συνδυαστικά και με τα ποσοστά που καταδεικνύουν τη μείωση προσλήψεων. Βέβαια, το εν λόγω πλειοψηφικό ποσοστό δε συνιστά σε ουδεμία περίπτωση συνταρακτική είδηση, αλλά αντιθέτως είναι η σκληρή πραγματικότητα. Η έλλειψη οργάνωσης, εξέλιξης και διεύρυνσης της αγοράς εργασίας από την πλευρά της Πολιτείας αποτελεί τροχοπέδη για την επαγγελματική αποκατάσταση των πολιτών, με αποτέλεσμα να διογκώνεται ένας τεράστιος αριθμός ανθρωπίνου δυναμικού, δίχως να μπορεί να αξιοποιηθεί και να προσφέρει. Απογοητευτικά μάλιστα είναι τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας που διενεργήθηκε, σύμφωνα με την οποία, το πιο παραγωγικό κομμάτι των Ελλήνων -ηλικίας 18 έως 45- σημείωσε «πρωτιά» στην αδυναμία εύρεσης εργασίας.
Αδιαμφισβήτητα, η καλπάζουσα ανεργία τόσο στη χώρα μας όσο και στις περισσότερες «ανεπτυγμένες κοινωνίες» είναι προϊόν της ολότελα ανορθολογικής επιλογής που έχει υιοθετηθεί, να εναποθέτουμε δηλαδή το μέλλον της κοινωνίας στην άναρχη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των αγορών.
Στη σημερινή πολιτική πραγματικότητα τα επενδυτικά σχέδια Ελλήνων αλλά και ξένων επενδυτών έχουν βαλτώσει μεταξύ γραφειοκρατίας, πολυνομίας και ασάφειας δραστηριοτήτων. Δεν υπάρχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο οργάνωσης και λειτουργίας προκειμένου να το ακολουθήσει μια επιχείρηση, ώστε να αξιοποιήσει το κεφάλαιο που διαθέτει και να πετύχει το επιδιωκόμενο κέρδος, εξασφαλίζοντας εν τέλει τη βιωσιμότητά της. Στο ανωτέρω σκηνικό προστίθεται και η παρούσα αδυναμία εκ μέρους των εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου να διαχειριστούν την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη με αποτέλεσμα οι επενδύσεις να συνωθούνται στους προθαλάμους υπουργικών γραφείων και δημοσίων υπηρεσιών.
Σε καμία περίπτωση, βέβαια, δεν πρέπει να λησμονείται και ένας ακόμη παράγοντας –ίσως και ο πιο βασικός- που οδηγεί σε αυτή την κατάσταση και συγκεκριμένα δεν είναι άλλος από την πολύπλοκη και ασταθή φορολογία. Όλα τα πολιτικά κόμματα εδώ και χρόνια θέτουν στις εξαγγελίες και στα προγράμματα τους, ως κύριο στόχο τους, την ανάγκη μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος. Μεταρρύθμιση, όμως, η οποία θα πρέπει να στοχεύει σε ένα δίκαιο και αναπτυξιακό καθεστώς, δίχως να υποσκάπτει τη δημοσιονομική εξυγίανση. Για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει ήδη αρκετά υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ, ενώ σε καμία περίπτωση δε τίθεται θέμα περαιτέρω αύξησής τους, καθώς μια τέτοια ενέργεια δε θα ήταν βιώσιμη.
Τα επιζητούμενα έσοδα, όμως, δύναται να εξευρεθούν μέσω της μείωσης –ή και ακόμη καλύτερα της εξάλειψης- της φοροδιαφυγής με ταυτόχρονη βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Τόσα χρόνια υποστηρίζεται από τους εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου, ότι η φοροδιαφυγή αποτελεί το μεγάλο «αγκάθι» στην ελληνική οικονομία ενώ πρωταρχικός στόχος κάθε φορά είναι ο περιορισμός της. Έχει καταστεί πλέον, όμως, επιτακτική ανάγκη να βρεθεί λύση στο εν λόγω ζήτημα προκειμένου να επιτευχθεί μέσω και της συνδρομής της, η οικονομική ανάκαμψη της αγοράς. Ως αντιστάθμισμα όλων αυτών, με τα έσοδα που θα προέκυπταν από την εν λόγω διαδικασία θα ήταν εφικτή η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ανά κατηγορίες.
Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, παρατηρείται εντόνως το φαινόμενο της αποβιομηχάνισης σε ολόκληρη σχεδόν τη Βόρεια Ελλάδα, με φυγή πολλών επιχειρήσεων στη φορολογικώς ελκτική Βουλγαρία. Μειωμένο εργατικό κόστος, χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές, μικρότερη γραφειοκρατία, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν ορισμένους από τους λόγους μετεγκατάστασης αρκετών επιχειρήσεων στη γειτονική χώρα. Η εν λόγω ενέργεια, όμως, συνιστά μια ακόμη αιτία για να εντείνεται το πρόβλημα της ανεργίας στη Ελλάδα, αποδομώντας κατά αυτό τον τρόπο το κοινωνικό ιστό της χώρας. Τι θα μπορούσε, όμως, να εφαρμοσθεί εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας προκειμένου να παραμείνουν οι επιχειρήσεις εντός των συνόρων; Ενδεχομένως ένα φορολογικό σύστημα φιλικώς διακείμενο στην ανάπτυξη με ταυτόχρονη αναζήτηση λύσεων στην πολυπλοκότητα της φορολογικής νομοθεσίας, με εξορθολογισμό των φορολογικών διατάξεων αλλά και με φορολογική συμμόρφωση της κοινωνίας μέσω της παιδείας.
Εν κατακλείδι, ο περιορισμός της ανεργίας (άρα και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας) δε φαντάζει ακατόρθωτος στόχος. Το τοπίο δύναται να αλλάξει άρδην αρκεί να πραγματοποιηθεί μια εκ βάθρου αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών δομών της χώρας. Είναι αναγκαίο να υλοποιηθούν προγράμματα και δράσεις με απώτατο στόχο την προσέλκυση επενδύσεων και κατά συνέπεια την αναζωογόνηση και ανάκαμψη της ελληνικής αγοράς.