Σενάρια για επιτάχυνση των χρόνου διεξαγωγής των ψηφοφοριών για την εκλογή του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας ενεργοποιεί το αδιέξοδο που διαπιστώθηκε στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα στο Παρίσι.
Στο κυβερνητικό επιτελείο επικρατεί έντονος προβληματισμός για την αβεβαιότητα που προστίθεται από τις τελευταίες εξελίξεις και την επιμονή των δανειστών και εταίρων για τη λήψη μέτρων που στο σύνολό τους τουλάχιστον θεωρείται αδύνατο να περάσουν από τη Βουλή.
Έτσι, ένα από τα σενάρια που, κατά πληροφορίες, θα τεθούν σήμερα στο τραπέζι της συνάντησης που έχουν στο Μέγαρο Μαξίμου ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος είναι να επανακαθοριστεί ο χρόνος της προεδρικής εκλογής και να συνοδευτεί με την όποια κατάληξη θα έχουν οι διαπραγματεύσεις το αμέσως προσεχές διάστημα.
Δεν αποκλείεται, μάλιστα, σύμφωνα με κάποιους κυβερνητικούς παράγοντες, να ξεκινήσει η διαδικασία εκλογής Προέδρου και μέσα στον Δεκέμβριο, ούτως ώστε να μην παρατείνεται για δύο και πλέον μήνες, δηλαδή ως τις αρχές Φεβρουαρίου, η επικίνδυνη πολιτική αβεβαιότητα. Και, σε κάθε περίπτωση, να υπάρξει το δυνατόν συντομότερο «λύση του δράματος» που επιχειρείται να δημιουργηθεί από τις «παράλογες», όπως χαρακτηρίζονται, απαιτήσεις των δανειστών και εταίρων της χώρας.
Διαφορετικές πιέσεις και από τις τρεις πλευρές
Η κυβέρνηση διατηρεί κάποιες αμυδρές ελπίδες για αίσια εξέλιξη που μπορεί να επέλθει μέσω της λεγόμενης «πολιτικής διαπραγμάτευσης», δηλαδή με την παρέμβαση των ισχυρών ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ και του προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, οι οποίοι, ωστόσο, μέχρι τώρα δεν έχουν επιδείξει ιδιαίτερη θέρμη για άσκηση επιρροής, σε αντίθεση, όπως λέγεται, με τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που εμφανίζεται άκαμπτος και σε πλήρη σύμπνοια με τους εκπροσώπους του ΔΝΤ.
Στο παιχνίδι των πιέσεων προς την Ελλάδα, πάντως, δεν είναι μόνο το ΔΝΤ που βάζει με τρόπο σκληρό και αδιαπραγμάτευτο, όπως λένε γνώστες των όσων διημείφθησαν στο Παρίσι, ζήτημα λήψης δημοσιονομικών μέτρων που θα είναι σταθερά και επαναλαμβανόμενα είτε στον τομέα των εσόδων, όπως αύξηση συντελεστών ΦΠΑ, εκεί που υπάρχουν ειδικά καθεστώτα (όπως π.χ. στα νησιά), είτε στον τομέα των δαπανών (περικοπές στις συντάξεις). Είναι και οι εκπρόσωποι της Κομισιόν που επιμένουν να εξαιρεθούν οι επιχειρήσεις από τη ρύθμιση των χρεών τους σε 100 δόσεις με τον ισχυρισμό ότι αυτό συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό και έμμεση κρατική ενίσχυση. Ενώ από την πλευρά της η ΕΚΤ δεν θέλει παράταση στην απαγόρευση των πλειστηριασμών.
Η αίσθηση που επικρατεί σε ορισμένους κύκλους της κυβέρνησης είναι ότι οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ, οι οποίοι δείχνουν να αδιαφορούν για την επιχειρηματολογία της Αθήνας ότι σε προηγούμενες προβλέψεις τους για τα δημοσιονομικά «έπεσαν έξω», τηρούν αυτή τη στάση επειδή ενδεχομένως –και με τη συνηγορία του κ. Σόιμπλε- δεν θέλουν να αποχωρήσουν από την Ελλάδα.
Θέλει παράταση παραμονής το ΔΝΤ;
Αν και δε βάζουν ευθέως ζήτημα παράτασης του Μνημονίου, κυβερνητικοί παράγοντες δεν αποκλείουν πίσω από την άκαμπτη στάση τους να βρίσκεται η διεκδίκηση ρόλου στην «επόμενη ημέρα» που ούτως ή άλλως έρχεται με το τέλος του τρέχοντος προγράμματος από την αρχή του νέου χρόνου.
Γι΄ αυτό και ορισμένοι από τους ελάχιστους αισιόδοξους που υπάρχουν πλέον στο ευρύτερο κυβερνητικό επιτελείο ευελπιστούν ότι, αν η ελληνική πλευρά αποδεχθεί την παράταση της παρουσίας του Ταμείου για ένα διάστημα, μαζί ίσως με κάποια μέτρα, μπορεί να αποτελέσει το «κλειδί» για να αρθεί το αδιέξοδο που διαπιστώθηκε στο Παρίσι.
Αν επιβεβαιωθεί αυτή η μάλλον αισιόδοξη προοπτική και, σε συνδυασμό με την παρέμβαση της ευρωπαϊκής ηγεσίας, ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, η επικρατούσα σκέψη στην κυβέρνηση είναι να προχωρήσει άμεσα στις ψηφοφορίες για την εκλογή Προέδρου και αν αυτές δεν καρποφορήσουν τότε να οδηγηθεί η χώρα ομαλά σε εκλογές και ο ελληνικός λαός να κληθεί να αποφασίσει στις κάλπες και για τη συμφωνία που θα έχει συνομολογηθεί και μάλλον δεν θα έχει κυρωθεί από τη Βουλή.