Γράφει ο Ιπποκράτης Χατζηαγγελίδης
Μετά λύπης μου, το χθεσινό άρθρο για το ευρώ δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον άλλων κειμένων μου, ίσως επειδή αυτά τα θέματα δεν είναι και τόσο οικεία στο ευρύ κοινό. Βεβαίως, παραδόξως πως, άπαντες έχουν άποψη υπέρ ή κατά του ευρώ… Όμως, με αποζημίωσαν τα σχόλια που διάβασα στο facebook και ιδίως τα αρνητικά, τα οποία μου δίνουν ακόμη περισσότερα εναύσματα για το 2ο άρθρο με θέμα το νόμισμα και την ενδεχόμενη αλλαγή του.
Εισαγωγικώς, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ότι, οι απόψεις επί του θέματος ακόμη και αν εκφέρονται από ειδικούς -ή από κάποιους που λανθασμένως θεωρούνται ως ειδικοί…- σπανίως καταφέρνουν να προσεγγίσουν την πραγματικότητα. Πολλοί που έχουν σπουδάσει οικονομικά νομίζουν ότι γνωρίζουν το θέμα, αλλά η πραγματικότητα απέχει πολύ από τη θεωρία. Περισσότερα μπορούν να αντιληφθούν οι άνθρωποι της αγοράς, αυτοί δηλαδή που έχουν αντίληψη των καθημερινών συναλλαγών και σε πραγματικό χρόνο. Αυτοί που γνωρίζουν τη λειτουργία του εμπορικού κυκλώματος και, κυρίως, όσοι γνωρίζουν την αγορά των εισαγομένων πρώτων υλών.
Στο πλαίσιο αυτό, θα διατυπώσω κατωτέρω μερικά -απολύτως εύλογα, θεωρώ- ερωτήματα, σχετιζόμενα με το ενδεχόμενο αλλαγής νομίσματος. Προς όσους κάνουν το λάθος να μου αντιτάξουν την περίπτωση της Αργεντινής, υπενθυμίζω ότι η χώρα αυτή ουδέποτε άλλαξε το νόμισμά της, αλλά απλώς το αποσυνέδεσε από το δολλάριο, αφήνοντας την ισοτιμία του να διακυμανθεί ελευθέρως. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ραγδαία υποτίμηση, γεγονός που -σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα- είναι θετικό, αφού καθιστά πολύ ελκυστικές τις τιμές των εξαγομένων προϊόντων. Η Αργεντινή είχε τεράστιες εξαγωγικές δυνατότητες (ορυκτά, λιπάσματα, δημητριακά, βοοειδή, πολύτιμα μέταλλα) των οποίων η Ελλάδα στερείται. Επίσης, δεν γνωρίζω πόσο υψηλή η χαμηλή ήταν η προστιθεμένη αξία της οικονομίας της, όμως η ελληνική είναι εξαιρετικώς χαμηλή, λόγω της τεράστιας εξαρτήσεώς μας από τις εισαγωγές. Μακροπροθέσμως, η υποτίμηση δεν έσωσε την Αργεντινή, αφού διόγκωσε τον πληθωρισμό ενώ ουδόλως βοήθησε τις δομικές μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη η οικονομία της.
Παρεμπιπτόντως, θεωρώ σημαντικό να αναφέρω ότι, η ανασταλτική επίδραση των υποτιμήσεων επί των δομικών μεταρρυθμίσεων μιας οικονομίας και, ιδίως, της εσωτερικεύσεως του κόστους από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις (δηλαδή της μειώσεως του κόστους μέσω εκσυγχρονισμού και επενδύσεων και όχι μέσω αλλεπάλληλων υποτιμήσεων του νομίσματος), υπήρξε ένα εκ των βασικών επιχειρημάτων του Γιάννου Παπαντωνίου, στην απόφασή του για ένταξη στο ευρώ. Όμως, η έλλειψη συνολικής οπτικής της πραγματικής οικονομίας -ενδεχομένως και η εξάρτηση από τραπεζικά συμφέροντα- δεν του επέτρεψαν να προβλέψει ότι τις θετικές επιδράσεις της σκληρής νομισματικής πολιτικής θα ακύρωνε η υπερβολική -σε βαθμό παραλογισμού- επέκταση της καταναλωτικής πίστεως καθώς και η ακόμη μεγαλύτερη επέκταση των δημοσίων δαπανών μέσω φθηνού δανεισμού. Τα αποτελέσματα των λανθασμένων εκείνων εκτιμήσεων και της ακόμη χειρότερης οικονομικής πολιτικής των –μοιραίων- κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή, τα ζούμε σήμερα.
Και, μετά τη μακροσκελή εισαγωγή, έρχομαι στο κυρίως θέμα, την ενδεχόμενη επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Ασφαλώς, δεν υπάρχει δυνατότητα να προβλέψουμε τι ακριβώς θα συμβεί. Όμως, με δεδομένη την βασική (προ)υπόθεση της εισαγωγής εθνικού νομίσματος, δηλαδή την αποκοπή από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την άρνηση/αδυναμία πληρωμής του χρέους (στο οποίο θα έχουν προστεθεί τα 80 δις του ELA), δεν είναι παράλογο να προβλέψουμε ότι η διεθνής απομόνωση και έλλειψη πιστώσεων θα επιφέρει συνθήκες κατοχικής οικονομίας, με μεγάλες ελλείψεις ακόμη και βασικών αγαθών, μαύρη αγορά, μαζικές χρεωκοπίες επιχειρήσεων και υψηλότατη ανεργία. Αυτό, καλόν είναι να το αναλογισθούν όσοι, με ανεύθυνη ευκολία, μιλάνε σήμερα για κατακτητές, προδότες, γερμανοτσολιάδες και άλλες τέτοιες ανοησίες, που όμως δημιουργούν κλίμα διχασμού.
Δεν είμαι σε θέση να χτίσω σενάριο, ούτε μπορώ να προβλέψω την ακριβή χρονική ακολουθία των εξελίξεων, αλλά θα θέσω μερικά εύλογα ερωτήματα. Με δεδομένο ότι δεν θα υπάρχουν επαρκή συναλλαγματικά διαθέσιμα, διερωτώμαι:
– Με τι χρήματα θα πληρώνονται οι εισαγωγές πρώτων υλών για τη βιομηχανία;
– Με τι χρήματα θα πληρώνονται οι εισαγωγές λιπασμάτων, ζωοτροφών και λοιπών απαιτουμένων για την αγροτική παραγωγή;
– Με τι χρήματα θα πληρώνονται οι εισαγωγές πετρελαίου και αερίου για κίνηση και παραγωγή ενέργειας;
– Με τι χρήματα θα πληρώνονται οι εισαγωγές ενέργειας;
– Με τι χρήματα θα πληρώνονται οι εισαγωγές ανταλλακτικών για την βιομηχανία;
– Με τι χρήματα θα πληρώνονται οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών;
Μην ξεχνάμε ότι είμαστε μια οικονομία που βασίζεται στις εισαγωγές. Ακόμη και για να λειτουργήσει η –υποτιθέμενη- «βαριά μας βιομηχανία», ο τουρισμός, βασική προϋπόθεση είναι οι εισαγωγές, αφού πρόκειται για υπηρεσία χαμηλής εγχωρίου προστιθεμένης αξίας. Αν αναλύσουμε σε βάθος το κόστος του, εκτιμώ ότι θα μετρήσουμε την εγχώρια προστιθεμένη αξία του τουρισμού σε περίπου 30%, άρα το υπόλοιπο καλύπτεται από εισαγωγές.
Δεδομένου ότι δεν θα μπορούμε, ούτε και θα θέλουμε να πληρώσουμε το χρέος, δεν θα έχουμε συναλλαγές με το εξωτερικό, όπως είχε συμβεί με την Σοβιετική Ένωση. Αν το πληρώσουμε σε δραχμές θα αναγκασθούμε να εισπράττουμε δραχμές για τις όποιες εξαγωγές μας ενώ ουδείς ξένος εμπορικός οίκος θα δέχεται πληρωμές σε δραχμές για να πουλήσει αγαθά σε ελληνικές επιχειρήσεις. Άρα, συντόμως θα καταλήξουμε να απομονωθούμε.
Συμπέρασμα: Εθνικό νόμισμα χωρίς υψηλές μακροχρόνιες πιστώσεις σε συνάλλαγμα, δηλαδή ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλλ, μας οδηγεί στην πλήρη κατάρρευση και φτωχοποίηση, μια αποκλεισμένη οικονομία όπως ήταν κάποτε η Αλβανία. Ας υποθέσουμε ότι η Ε.Ε. θα παράσχει –ή θα αναγκασθεί να το κάνει- τέτοιες πιστώσεις από κοινού με το Δ.Ν.Τ., ενδεχομένως και τις Η.Π.Α.
Το ερώτημα είναι ΓΙΑΤΙ θα πρέπει να καταλήξουμε σε αυτό το σημείο ενώ μπορούμε να έχουμε ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια, να μην αποκοπούμε από την Ε.Ε. –με ότι αυτό σημαίνει γεωπολιτικώς- και να εκμεταλλευθούμε το πρόγραμμα Γιούνκερ και την ποσοτική χαλάρωση της Ε.Κ.Τ. με μόνο αντάλλαγμα τις μεταρρυθμίσεις, τις οποίες μόνοι μας θα έπρεπε να έχουμε κάνει καταστεί η οικονομίας μας ανταγωνιστική, να μεγαλώσει το Α.Ε.Π. και να καταστεί δικαιότερη και αποτελεσματικότερη η κατανομή του;
Αν υπάρξει αντίλογος θα χαρώ πολύ να απαντήσω και μακάρι να διαψευσθώ.