Γράφει η Έφη Αλικάκου
Σε φυλάκιση 6 μηνών με τριετή αναστολή καταδικάστηκε από το αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης ο 60χρονος καστανάς, που συνελήφθη με επεισοδιακό τρόπο την περασμένη Παρασκευή από άνδρες της Ομάδας ΔΙΑΣ στην πλατεία Αριστοτέλους, προκαλώντας τις αντιδράσεις των πολιτών, αλλά και την παρέμβαση του ίδιου του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Ο 60χρονος εξέδωσε πενταετούς διάρκειας άδεια άσκησης υπαίθριου εμπορίου το 2002. Το 2007, όταν αυτή έληξε, δεν την ανανέωσε λόγω οικονομικής αδυναμίας ενώ χρωστά περίπου 130.000 σε ασφαλιστικά ταμεία. Τελικώς άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος.
Η είδηση η οποία έγινε viral στα social media ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων και περισσή οργή από χρήστες που αναρωτήθηκαν γιατί να προσπαθεί η διοίκηση να τιμωρήσει τα «μικρά ψάρια» και όχι τα μεγάλα. Γιατί λοιπόν να ξεκινήσεις τη καταστολή της παρανομίας από έναν φουκαριάρη με εννιά αδέλφια που αν και χρωστά συνεχίζει να παλεύει για τον επιούσιον άρτον και να μην κάνεις μία οργανωμένη επιχείρηση εξιχνίασης οικονομικού εγκλήματος που τελείται από τα μεγάλα ψάρια; Το ότι πήγαν τόσοι αστυνομικοί να πιάσουν έναν καστανά λες και επρόκειτο για επικίνδυνο εγκληματία ήταν σαφώς κωμικό και είναι λογικό να προκαλεί χλεύη και θυμό στους τρίτους η εικόνα ενός ανήμπορου ηλικιωμένου δίπλα στα όργανα της τάξης ντυμένα αστακούς. Για τα υπέρμετρα χρέη του αναντίρρητα ευθύνεται μερικώς έστω η επαχθής φορολογία του κράτους με τις συνεχείς προσαυξήσεις και πιθανά με το ύψος των προστίμων που θα του έχουν επιβληθεί από το 2007. Εν ολίγοις υπάρχουν πολλά ερείσματα υπεράσπισης του 60χρονου και το πρωταρχικό είναι ότι μία τέτοια σύλληψη τη στιγμή που υπουργοί και επιχειρηματίες καταχράζονται δημόσιο χρήμα δεν λύνει το πρόβλημα ούτε φυσικά ευνοεί την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης. Ο Έλληνας είναι ευαίσθητος με τη τρίτη ηλικία αν και για μία ακόμη φορά η είδηση διαδόθηκε στα κοινωνικά δίκτυα λειψή.
Η αλήθεια όμως όσο κυνική και αν ακούγεται είναι μία: καστανάς ή όχι, ηλικιωμένος ή όχι, μεγάλο ψάρι ή μη, όλοι οι πολίτες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και διώκονται αναλόγως για τις παράνομες πράξεις τους. Το βασικό αντεπιχείρημα είναι συνήθως το λεγόμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα, κοινώς «άστον μωρέ τον ανθρωπάκο, κάστανα πουλάει». Μα δεν τίθεται θέμα προκατάληψης περί το περιεχόμενο της εμπορικής του πράξης, ούτε έχουν οι άντρες της αστυνομίας κάποια αλλεργία στα κάστανα, είναι εντολοδόχοι των προϊσταμένων της διοίκησης και αν και πολλοί, εικάζω, ότι ένιωσαν άβολα τη στιγμή της σύλληψης, εντούτοις ήταν υποχρεωμένοι να τη πραγματοποιήσουν. Αν η διοίκηση-αστυνομία αγνοούσε το περιεχόμενο των τυπικών νόμων και προέβαινε σε αξιολόγηση της βαρύτητας της εκάστοτε παράνομης πράξης προκειμένου να διώξει τον τελούντα αυτήν ή όχι τότε η κοινωνία θα εκμεταλλευόταν αυτή την ανοχή και θα κυριαρχούσε σταδιακά ένα είδος αναρχίας (που εν πολλοίς βιώνουμε στην καθημερινότητα μας).
Κατανοητό λοιπόν το αίσθημα δικαίου αλλά εφόσον αποφασίσαμε να διαβιούμε σε μία επικράτεια που διέπεται από τη σοφία του νόμου οφείλουμε υπακοή αποκλειστικά και μόνο σε αυτόν: Dura lex sed lex, σκληρός νόμος αλλά νόμος.