Οόρος «λόμπινγκ» προέρχεται από την αγγλική λέξη lobby που σημαίνει «αίθουσα υποδοχής» σε ξενοδοχείο. Κατά τεκμήριο τα μεγάλα ξενοδοχεία προσφέρονται για παρασκηνιακές επαφές, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Βέβαια στις Βρυξέλλες, με 900 διαπιστευμένους δημοσιογράφους κι ακόμη περισσότερους που δεν διαπιστεύονται επισήμως, δεν υπάρχει εγγύηση για μία συνάντηση μακριά από αδιάκριτα βλέμματα.Ίσως γι αυτό ένα λόμπι που σέβεται τον εαυτό του συντηρεί τον δικό του χώρο, που μπορεί να ονομάζεται «ίδρυμα», «αντιπροσωπεία», «σύνδεσμος» ή απλώς «γραφείο».
Τουλάχιστον 25.000 λομπίστες δραστηριοποιούνται στις Βρυξέλλες. Στην Ελλάδα το λόμπινγκ συνήθως ταυτίζεται με ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους. Στη διεθνή βιβλιογραφία και στην κοινοτική πρακτική έχει κάπως διαφορετική έννοια. «Λόμπινγκ» αποκαλείται κάθε προσπάθεια για άσκηση επιρροής στη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία, ανεξαρτήτως του αν υπηρετεί ευγενείς ή ειδεχθείς σκοπούς ή απλώς το κέρδος. Κατά συνέπεια «λόμπινγκ» δεν ασκούν μόνο οι εφοπλιστές και η φαρμακοβιομηχανία, αλλά επίσης το κρατίδιο της Βαυαρίας, τα συνδικάτα, η Greenpeace, η Εκκλησία της Ελλάδος.
Δεν δρουν όμως όλοι οι λομπίστες με τον ίδιον τρόπο. Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Άριελ Μπρούνερ, εκπρόσωπος της οικολογικής οργάνωσης BirdLife στις Βρυξέλλες, ανέφερε ότι ασφαλώς κάνει λόμπινγκ στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, πλην όμως «εμείς δεν δωροδοκούμε πολιτικούς, δεν κατεβάζουμε τα τρακτέρ για να αποκλείσουμε τα γραφεία τους, δεν μπορούμε να τους υποσχεθούμε δουλειές με παχυλούς μισθούς μετά την ολοκλήρωση της θητείας τους. Τα μόνα όπλα που έχουμε στη διάθεσή μας είναι το πάθος, η λογική και τα γεγονότα…»
«Απαραίτητο κομμάτι» της νομοθετικής διαδικασίας
Λίγοι Έλληνες ευρωβουλευτές έχουν μιλήσει για τη δράση των λόμπι. Σε παλαιότερο ρεπορτάζ της Deutsche Welle ο καθηγητής Αντώνης Τρακατέλλης, την εποχή εκείνη ευρωβουλευτής της Ν.Δ. και πρόεδρος της «Επιστημονικής Επιτροπής» (STOA) του Κοινοβουλίου, έλεγε ότι «η επαφή με τα λόμπι μπορεί να είναι χρήσιμη, ιδιαίτερα όταν απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις στη νομοθετική διαδικασία. Για παράδειγμα, αν είστε εισηγητής του Κοινοβουλίου για την έρευνα σε εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα, πώς θα αποκτήσετε πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες; Όμως η επαφή με τα λόμπι πρέπει να γίνεται με διαφάνεια και συγκεκριμένες προδιαγραφές». Απαντώντας στο ερώτημα τί θα έκανε, εάν κάποιος τον πλησίαζε στον διάδρομο ή στο περιθώριο μίας εκδήλωσης για να «τον ενημερώσει», ο Έλληνας ευρωβουλευτής έλεγε ότι «σε αυτή την περίπτωση θα του έλεγα να τηλεφωνήσει στο γραφείο, να οριστεί ραντεβού, το οποίο θα καταγράφεται και μετά μπορεί να γίνει η ενημέρωση».
Στην επίσημη ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαβάζουμε ότι η επαφή με τα λόμπι «αποτελεί νόμιμο και απαραίτητο κομμάτι της νομοθετικής διαδικασίας». Πώς διασφαλίζεται όμως η διαφάνεια; Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποια βήματα. Το 2014 η ΕΕ καθιέρωσε την υποχρεωτική καταγραφή των ραντεβού με λομπίστες που πραγματοποιούν οι πανίσχυροι επικεφαλής των Γενικών Διευθύνσεων στην Κομισιόν. Το 2019 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όρισε ότι οι ευρωβουλευτές που συμμετέχουν στη σύνταξη νέας νομοθεσίας (εισηγητές, σκιώδεις εισηγητές, πρόεδροι Επιτροπών) θα δημοσιεύουν στο διαδίκτυο όλες τις επαφές τους με λομπίστες.
Ήδη προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Ρεπορτάζ της Γερμανικής Ραδιοφωνίας (DLF) για την Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ διαπίστωνε το 2015, όταν η σχετική διαπραγμάτευση είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο, ότι το 75% των ραντεβού αφορούσε εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου και μόλις το 13% συνεργάτες των ΜΚΟ. Έρευνα του Corporate Europe Observatory, που επιχειρεί να καταγράψει τις δραστηριότητες των λόμπι, επισημαίνει ότι το 2021 μόνο η Google επένδυσε πάνω από πέντε εκατομμύρια ευρώ ετησίως για λόμπι, ενώ αντίστοιχα ποσά διέθεσαν επιχειρήσεις όπως το Facebook και η Microsoft.
Ελλείμματα της ισχύουσας νομοθεσίας
Ένα κενό στην ισχύουσα νομοθεσία, που επισημάνθηκε με αφορμή το Qatargate, είναι ότι δεν προβλέπεται καμία υποχρέωση να καταγράφονται τα ραντεβού ανάμεσα σε εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και εκπροσώπους κρατών. Ένα άλλο κενό είχε επισημάνει από το 2014 η «Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια» Έμιλυ Ο’ Ράιλι, (θεσμός αντίστοιχος με τον Συνήγορο του Πολίτη). «Πρέπει να καταγράφονται και τα ραντεβού των πιο χαμηλόβαθμων υπαλλήλων», έλεγε η Ο’ Ράιλι. «Θα ήταν αφέλεια να πιστεύουμε ότι η προσπάθεια για άσκηση επιρροής εξαντλείται στα κορυφαία επίπεδα της ιεραρχίας». Η πρόταση απορρίφθηκε από την Κομισιόν με το επιχείρημα ότι «μόνο η πολιτική ηγεσία είναι υπόλογη στην κοινή γνώμη».
Η Ο’ Ράιλι έχει καταγγείλει και την πολιτική των «περιστρεφόμενων θυρών» (revolving doors), μία «γκρίζα ζώνη» για την επιρροή των λόμπι, που δύσκολα επιδέχεται ρύθμιση. Με απλά λόγια, το πρόβλημα έχει ως εξής: Όταν ένας υψηλόβαθμος Ευρωπαίος αξιωματούχος αποχωρεί από το αξίωμά του και λίγο αργότερα προσλαμβάνεται σε κορυφαίο επιχειρηματικό όμιλο, ποιος εγγυάται ότι δεν είχε λάβει από πριν υποσχέσεις για πρόσληψη με αντάλλαγμα μία «ευνοϊκή μεταχείριση» στη διάρκεια της θητείας του; Το ζήτημα είχε ήδη συζητηθεί έντονα στις Βρυξέλλες το 1999. Την εποχή εκείνη ο Γερμανός Μάρτιν Μπάνγκεμαν, Επίτροπος Τηλεπικοινωνιών και κορυφαίο στέλεχος των Φιλελευθέρων (FDP), είχε κλείσει συμφωνία, πριν ακόμη ολοκληρώσει το έργο του στην Κομισιόν, για να εργαστεί ως λομπίστας στην ισπανική Telefonica.
Πριν ξεσπάσει η ευρω-κρίση…
Λίγα χρόνια πριν ξεσπάσει η κρίση χρέους της ευρωζώνης ο τότε Επίτροπος Μεταφορών Σίιμ Κάλας, σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Die Zeit, είχε μιλήσει με ασυνήθιστη ευθύτητα για τη δράση των λόμπι στις Βρυξέλλες. Αποκάλυψε μάλιστα ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, που μάλλον αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα υπό το φως των εξελίξεων που ακολούθησαν: «Πρόσφατα έγινε γνωστή μία περίπτωση, στην οποία την τελευταία στιγμή άλλαξε το ρυθμιστικό πλαίσιο για τον έλεγχο των χρηματοπιστωτικών αγορών και υιοθετήθηκαν, κατά λέξη, οι προτάσεις μίας ομάδας λόμπι» έλεγε ο Επίτροπος από την Εσθονία. Για να προσθέσει: «Ευτυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει προκύψει σε μας κάποιο πραγματικά μεγάλο σκάνδαλο (σε αντίθεση με την περίπτωση Αβράμοφ στις ΗΠΑ)…»
Όλα αυτά τον Νοέμβριο του 2006. Βέβαια εκείνη την εποχή δεν είχαν ακόμη τεθεί σε ισχύ τα μέτρα περί υποχρεωτικής καταγραφής των ραντεβού με λομπίστες, που θεσπίστηκαν αργότερα. Ο Σίιμ Κάλας υποστήριζε ότι ο ίδιος ήθελε πιο αυστηρά μέτρα, αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, γιατί οι εθνικές κυβερνήσεις δεν θα στήριζαν μία «δρακόντεια» νομοθεσία.
Τα «παράπλευρα έσοδα» των πολιτικών
Την εποχή εκείνη είχε συζητηθεί η περίπτωση του Γερμανού ευρωβουλευτή Έλμαρ Μπροκ, ο οποίος, παράλληλα με τη δραστηριότητά του στην Ευρωβουλή, εργαζόταν ως senior vice president του εκδοτικού ομίλου Bertelsmann. Ο ίδιος έλεγε ότι δεν έχει να απολογηθεί για ο,τιδήποτε και άλλωστε γνωστοποιεί τα «παράπλευρα έσοδα» από άλλες δραστηριότητές του, σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους του, που τα αποσιωπούν.
Θεωρητικά για τους ευρωβουλευτές δεν υπάρχει ασυμβίβαστο με άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες, εκτός αν η χώρα προέλευσης του ευρωβουλευτή ορίζει κάτι διαφορετικό. Υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα είχε καθιερωθεί παλαιότερα το «ασυμβίβαστο», για να ανακληθεί όμως πολύ γρήγορα, με τη (ρεαλιστική, εδώ που τα λέμε) αιτιολογία ότι έδινε κίνητρο μόνο σε ανεπάγγελτους να ασχοληθούν με την πολιτική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της νομοθετικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Διαφάνειας για το 2021, το 27% των ευρωβουλευτών διατηρεί σήμερα παράλληλες επαγγελματικές δραστηριότητες. Σε μερικές περiπτώσεις τα «παράπλευρα» έσοδα υπερβαίνουν ακόμη και τις αποδοχές του ευρωβουλευτή. Τα υψηλότερα έσοδα καταγράφει ο Πολωνός ευρωβουλευτής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) και πρώην υπουργός Εξωτερικών Ράντοσλαβ Σικόρσκι, ο οποίος, παράλληλα με τον μισθό του ευρωβουλευτή, εισπράττει 40.000 ευρώ μηναίως για «συμβουλευτικές δραστηριότητες».
Η Διεθνής Διαφάνεια προειδοποιεί ότι υπάρχει ζήτημα «σύγκρουσης συμφερόντων» όταν η παράπλευρη δραστηριότητα αφορά αντικείμενο συναφές με εκείνο του ευρωβουλευτή. Ως παράδειγμα αναφέρεται η Φινλανδέζα ευρωβουλευτής των Σοσιαλδημοκρατών, Μιαπέτρα Κούμπουλα-Νάτρι, η οποία συμμετέχει στην Επιτροπή της Ευρωβουλής που ασχολείται με θέματα Βιομηχανίας και Ενέργειας (ITRE), ενώ εργάζεται και για δύο εταιρείες ενέργειας, παράλληλα με τα κοινοβουλευτικά της καθήκοντα. Ο κανόνας είναι πάντως ότι για έναν ευρωβουλευτή επιτρέπεται η παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα, ενώ για έναν Επίτροπο απαγορεύεται.
Από τον Μπαρόζο στον Έτινγκερ
Τί γίνεται όμως, όταν ο Επίτροπος αναλαμβάνει μία καλά αμειβόμενη θέση ευθύνης στον ιδιωτικό τομέα μόλις «αφυπηρετήσει»; Αίσθηση είχε προκαλέσει η περίπτωση του πρώην προέδρου της Κομισιόν, του Πορτογάλου Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο οποίος δύο χρόνια μετά τη θητεία του προσελήφθη στην Goldmann Sachs. Τυπικά ωστόσο είχε τηρήσει τον «κώδικα δεοντολογίας» που επιβάλλει να μεσολαβούν τουλάχιστον 18 μήνες μέχρι την ανάληψη νέας θέσης σε συναφές αντικείμενο. Γενικότερα, με τις ευρω-εκλογές του 2014 επήλθε σημαντική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού στις Βρυξέλλες. Μετά από λίγα χρόνια η γερμανική εφημερίδα Tagesspiegel διαπίστωνε ότι 13 από τους 27 Επιτρόπους της δεύτερης «Επιτροπής Μπαρόζο» είχαν αναλάβει υψηλόβαθμες θέσεις σε εταιρείες λόμπινγκ ή άλλες επιχειρήσεις, ενώ το ίδιο συνέβη με 185 ευρωβουλευτές που ολοκλήρωσαν τη θητεία τους το 2014.
Προ ημερών, ενώ είχαν ακουστεί οι πρώτες καταγγελίες για το Qatargate, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πρότεινε στο Ευρωκοινοβούλιο να θεσπίσει ένα «Συμβούλιο Ηθικής», στα πρότυπα αντίστοιχου οργάνου που λειτουργεί στην Κομισιόν. Θα βοηθούσε κάτι τέτοιο; Δεν είναι εύκολη η απάντηση, αν αναλογιστούμε την περίπτωση του Γκίντερ Έτινγκερ, πρώην Επιτρόπου για τον Προϋπολογισμό και παλαιότερα για την Ψηφιακή Οικονομία. Μόλις έναν χρόνο μετά τη λήξη της θητείας του ο Γερμανός πολιτικός εμφανίστηκε στο μισθολόγιο 13 μεγάλων επιχειρήσεων και επιστημονικών ιδρυμάτων. Σύμφωνα με το SPIEGEL αποφάσισε να συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με την κατασκευαστική εταιρεία Herrenknecht, τη γαλλική εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων Amundi και τις εταιρείες συμβούλων Deloitte και Kekst CNC. Προφανώς είχε λάβει μία «κατ’ εξαίρεση άδεια» από την Κομισιόν, κάτι που προβλέπεται στο σημερινό ρυθμιστικό πλαίσιο.
Με τη δύναμη των κόμικς
Μέχρι σήμερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αυτοπροβάλλεται ως θεματοφύλακας της νομιμότητας, ελέγχοντας και επικρίνοντας τα υπόλοιπα θεσμικά όργανα για θέματα διαφθοράς ή ευνοιοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2002 η Γενική Διεύθυνση Πληροφοριών και Δημοσίων Σχέσεων του Ευρωκοινοβουλίου είχε την ευφυή ιδέα να εκδώσει ένα κόμικ, το «Λαβωμένο Νερό», (κείμενα Christina Cuadra, Rudi Miel, σχέδιο Dominique David), σε μία προσπάθεια να προβάλει, με πρωτότυπο τρόπο, το έργο των ευρωβουλευτών. Αργότερα η έκδοση βραβεύθηκε στο διεθνές φεστιβάλ κόμικς της Ανγκουλέμ.
Κεντρική ηρωίδα στο «Λαβωμένο νερό» είναι η ευρωβουλευτής Ίρινα Βέγκα, η οποία συντάσσει τροπολογίες για την προστασία των υδάτων σε ευρωπαϊκή οδηγία και δέχεται απειλές από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Στις προβληματικές περιπτώσεις περιλαμβάνεται και ένα «ορυχείο μολύβδου στη Νότια Ευρώπη». Όμως η Ίρινα Βέγκα θα βρει την άκρη. Στο πλευρό της ο Άλεξ, βοηθός της στο Ευρωκοινοβούλιο, καθώς και δύο ατρόμητοι φωτογράφοι, ο Ζακ και ο …Κώστας.