Γράφει ο Ceteris Paribus
Η… μετρολογία (ποια μέτρα ζητούν οι δανειστές, σε ποια υποχωρεί και πού αντιστέκεται η κυβέρνηση) είναι πλέον αναπόσπαστο τμήμα της δημόσιας ενασχόλησης από την άνοιξη του 2010, όταν υπογράφηκε το πρώτο μνημόνιο. Ωστόσο, η πλούσια -και συχνά άνευ… μέτρου- μετρολογία των ημερών αποκρύβει ή υποβαθμίζει τη σημασία άλλων, καθοριστικών ζητημάτων στην εν εξελίξει διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους δανειστές. Αναφερθήκαμε πρόσφατα σε ένα εξ αυτών: ότι οι δανειστές δεν αρκούνται στο περιεχόμενο της συμφωνίας αλλά ζητούν και πολιτικές «εγγυήσεις» για τη συνεπή υλοποίησή της, με αλλαγή της κοινοβουλευτικής και πολιτικής σύνθεσης της κυβέρνησης! Αυτό το σημαντικό στοιχείο συνδυάζεται με ένα άλλο, σχετιζόμενο μεν, αλλά με τη δική του ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται για την απαίτηση των δανειστών να δεχτεί η κυβέρνηση σχεδόν δύο… μνημόνια μέχρι τα τέλη Ιουνίου!
Η απαίτησή τους αυτή ξεκινά από την προσήλωση στη δέσμευση για ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος πριν τη νέα συνολική συμφωνία. Η «λεπτομέρεια» που κάνει τα πράγματα πολύ δύσκολα για την ελληνική κυβέρνηση, είναι ότι σε αυτό όχι απλώς συμφωνεί αλλά είναι εντελώς «ανελαστικό» και το ΔΝΤ. Το Ταμείο διαφωνεί με τους όρους που η Ευρωζώνη θέτει για τη βιωσιμότητα ενός νέου ελληνικού προγράμματος, καθώς εκτιμά ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι πλέον εφικτά, ιδιαίτερα με αυτή την κυβέρνηση και με τον ΣΥΡΙΖΑ να απέχει μόλις μία έδρα από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη Βουλή. Για το λόγο αυτό, ζητεί σθεναρά το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους. Έχοντας τέτοιες σοβαρές διαφωνίες για τη βιωσιμότητα του νέου ελληνικού προγράμματος και ενόψει της διαπραγμάτευσης για τους όρους της βιωσιμότητάς του, ζητεί να ολοκληρωθεί πρώτα το τρέχον πρόγραμμα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να μη συμμετάσχει στο νέο ελληνικό πρόγραμμα.
Από την άλλη πλευρά, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θέλει να ξαναστήσει στα πόδια της τη φόρμουλα που μέχρι σήμερα αποτελούσε το άλλοθι του ΔΝΤ για να μπορεί να παραμένει στο πρόγραμμα: τα πρωτογενή πλεονάσματα. Για να όμως συμβεί αυτό, απαιτούνται νέα μέτρα «πολλών δισ. ευρώ» για το 2015 – 2016.
Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι των δανειστών με την ελληνική κυβέρνηση: Οι μεν, ζητούν ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος με νέο «πακέτο» μέτρων που όχι μόνο δεν θα υπολείπεται του μέιλ Χαρδούβελη, αλλά πιθανότατα θα το ξεπερνάει! Έναντι αυτού, όμως, παραχωρούν μόνο ρευστότητα για τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Ιουνίου, παραπέμποντας την οριστική λύση του προβλήματος της χρηματοδότησης ύστερα από τη νέα, συνολική συμφωνία, η οποία επομένως τοποθετείται και αυτή μέσα στον Ιούνιο!
Η ελληνική κυβέρνηση ζητεί «λύση πακέτο» μαζί με «χρηματοδότηση πακέτο», ώστε η πολιτική διαχείριση του οδυνηρού συμβιβασμού να διευκολυνθεί σχετικά με το επιχείρημα των όποιων χρηματοδοτικών ανταλλαγμάτων. Οι δανειστές ζητούν την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος με «πακέτο» μέτρων πολλών δισ. ευρώ με πλήρη συντριβή των «κόκκινων γραμμών» της κυβέρνησης, αλλά χωρίς αποδέσμευση όλων των ποσών της χρηματοδότησης: 1,9 δισ. ευρώ από τα κέρδη των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών, «επαναπατρισμός» του 1,2 δισ. ευρώ που λόγω «λάθους» της κ. Σακελλαρίου «έφυγε» από το ΤΧΣ, 7,2 δισ. ευρώ από την τελευταία δόση του τρέχοντος προγράμματος, 2 δισ. ευρώ από το αναπτυξιακό ταμείο του κ. Γιουνκέρ.
Φοβούνται ότι με αυτά τα χρήματα η ελληνική κυβέρνηση θα «ροκανίσει» χρόνο πολλών μηνών στη διαπραγμάτευση για τη νέα συμφωνία. Επίσης, θέλουν να διατηρηθεί το «κεκτημένο» της εσωτερικής στάσης πληρωμών στην οποία έχει υποχρεωθεί η ελληνική κυβέρνηση, σαν μέσο πίεσης αλλά και σαν «άσπρη τρύπα» για τη χρηματοδότηση του νέου προγράμματος! Εν ολίγοις, θέλουν με την «άσπρη τρύπα» της εσωτερικής στάσης πληρωμών να χρηματοδοτήσουν το επόμενο πρόγραμμα!
Ταυτόχρονα βέβαια, με τέτοιες υπερβολικές απαιτήσεις θέλουν να εκβιάσουν το εσωτερικό ξεκαθάρισμα στον ΣΥΡΙΖΑ και μια μείζονα κυβερνητική και πολιτική ανασύνθεση. Ιδού γιατί η κυβέρνηση Τσίπρα, που ξεκίνησε αρνούμενη το μέιλ Χαρδούβελη, βρίσκεται τώρα ενώπιον της απαίτησης των δανειστών για κάτι πολύ χειρότερο απ’ αυτό…