Γράφει ο Ceteris Paribus
Στο γνωστό «chicken game» της θεωρίας των παιγνίων, δύο αυτοκίνητα κατευθύνονται με ταχύτητα το ένα πάνω στο άλλο, συμβολοποιώντας την αντιπαράθεση δύο πόλων που καθένας θέλει να κατανικήσει τον αντίπαλό του. Όποιος φοβηθεί τη σύγκρουση και τις συνέπειές της και, επομένως, στρίψει πρώτος για να την αποφύγει, θα είναι η «κότα», ο χαμένος της αναμέτρησης.
Στη φάση εκείνη που οι δύο αντίπαλοι πατάνε γκάζι, όλη τους η προσπάθεια είναι να πείσουν ότι είναι αποφασισμένοι για τη σύγκρουση αγνοώντας τις συνέπειες, διότι αν υποχωρήσουν οι συνέπειες θα είναι γι’ αυτούς ακόμη μεγαλύτερες.
Τι γίνεται όμως αν όλο αυτό δεν είναι μια διαπραγματευτική τακτική ή προσποίηση; Αν όντως κανένας από τους δύο δεν έχει δικαίωμα στην υποχώρηση γιατί το τίμημα θα είναι πολύ βαρύ; Τότε, είτε πάμε σε μετωπική είτε η σύγκρουση συνεχίζεται με άλλα μέσα στο όνομα ενός συμβιβασμού που είναι προσωρινός. Στο βαθμό που τα συμφέροντά τους αλληλοαποκλείονται, οι δύο αντίπαλοι «αγοράζουν χρόνο» με την ελπίδα ότι «στην επόμενη φάση» θα έχουν περισσότερα όπλα στη διάθεσή τους ή έστω με την απέλπιδα προσμονή καλύτερων συνθηκών.
Ενόψει του αυριανού Eurogroup, όλα αυτά έχουν τη σημασία τους. Με την πρώτη ματιά, η σύγκρουση φαίνεται αναπόφευκτη. Οι μεν (Γερμανία και σύμμαχοί της) έχουν βάλει τον πήχη ψηλά: αρνούνται το πρόγραμμα-γέφυρα απαιτώντας από την ελληνική κυβέρνηση να δεχτεί το… προηγούμενο μνημόνιο για να πάρει τη δόση των 7,2 δισ. ευρώ. Αρνούνται το «τάιμ άουτ» μέχρι τον Ιούνιο, στη διάρκεια του οποίου θα ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση ώστε να υπάρξει νέα συμφωνία: θέλουν να εξακολουθήσει να ισχύει «ένα πρόγραμμα».
Από την άλλη, η ελληνική κυβέρνηση, διά των προγραμματικών δηλώσεων του πρωθυπουργού, αρνείται την τρόικα, το παλιό πρόγραμμα και τη δόση των 7,2 δισ. ευρώ και ζητεί τη «γέφυρα».
Οι θέσεις στις οποίες οι δύο αντίπαλοι έχουν οχυρωθεί, φαίνεται ότι οδηγεί στη σύγκρουση. Ωστόσο, είναι τώρα η πλευρά του ισχυρού, δηλαδή της Γερμανίας και της ηγεσίας της Ευρωζώνης, που καταθέτει πρόταση διεξόδου από το αδιέξοδο: μια «γέφυρα» που δεν θα είναι μόνο χρηματοδοτική (όχι «τάιμ άουτ»), αλλά θα είναι «ένα πρόγραμμα» – μεταβατικό και όχι ολοκληρωμένο, αλλά πάντως πρόγραμμα. Αν δεν μπορεί να είναι το παλιό πρόγραμμα, τουλάχιστον θα στηρίζεται σε δημοσιονομικούς στόχους και υποχρεώσεις για διαρθρωτικές αλλαγές τη μεταβατική περίοδο και σε δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης ότι θα αποφύγει τις μονομερείς ενέργειες που θα δημιουργούν μείζονα τετελεσμένα σε αυτούς τους δύο τομείς.
Υπάρχει εδώ «χρυσή τομή» ώστε κανένας από τους δύο αντιμαχόμενους να μη βγει ηττημένος; Οι μεν (Γερμανία και Ευρωζώνη) θέλουν να μην καταγραφεί ότι υποχώρησαν «με το καλημέρα» στην απαίτηση της ελληνικής κυβέρνησης να αλλάξει η «συνταγή» του ελληνικού προγράμματος. Η δε ελληνική κυβέρνηση, θέλει να μην καταγραφεί ότι στις πρώτες δύο εβδομάδες της διαπραγμάτευσης αποδέχτηκε ένα νέο μνημόνιο ελαφρώς «ρετουσαρισμένο».
Με αυτούς τους όρους, μπορεί να υπάρχει «win-win»; Είναι τρομερά δύσκολο να υπάρξει ένα τέτοιο «μίγμα» στους όρους του συμβιβασμού, ώστε αυτός να αποτελεί «έντιμο συμβιβασμό» και για τις δύο πλευρές.
Η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης να «δώσει μεταρρυθμίσεις» σαν αντάλλαγμα για τη μεταβατική χρηματοδότηση, χωρίς νέα δημοσιονομικού χαρακτήρα και αποτελέσματος μέτρα, αν γίνει αποδεκτή, θα καταγραφεί σαν αυτό που θα είναι επί της ουσίας: νίκη της ελληνικής πλευράς. Πατώντας σε αυτή τη νίκη, μπορεί να αξιοποιήσει το τετράμηνο της διαπραγμάτευσης για να οχυρώσει τα νώτα της και να δημιουργήσει κάποια «τετελεσμένα», ώστε να διεκδικήσει στη συνέχεια τα «μεγάλα δώρα» όσον αφορά το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος και την ελάφρυνση του χρέους.
Καθώς λοιπόν είναι δύσκολο να βρεθεί ένα συμβιβασμός που να είναι «έντιμος» και για τις δύο πλευρές, η «μετωπική» δεν πρέπει να αποκλειστεί. Αλλά με την Ευρωζώνη να παραπαίει μεταξύ στασιμότητας , ύφεσης και αποπληθωρισμού και να ετοιμάζεται να ξεκινήσει το δύσκολο πρότζεκτ της «ποσοτικής χαλάρωσης» από το Μάρτιο και την Ουκρανία να απαιτεί «ομοψυχία» του δυτικού στρατοπέδου και μια νέα μεγάλη απόφαση για συμβιβασμό ή νέο πόλεμο, ούτε η απόφαση για μετωπική σύγκρουση είναι εύκολη για τη Γερμανία και την Ευρωζώνη.
Το τι θα συμβεί, θα το ξέρουμε μόνο την Πέμπτη το πρωί. Ως τότε, καλού –κακού, προσδεθείτε…