Σοβαρά ερωτήματα εγείρει η μαρτυρία επιβάτη του μοιραίου τρένου που συγκρούστηκε με εμπορική αμαξοστοιχία στα Τέμπη.
«Είχαμε μείνει με καθυστέρηση και άκουσα τον μηχανοδηγό να μιλάει με τον υπεύθυνο εισιτηρίων και να λέει, “πάμε και όπου βγει”. Σίγουρα είσαι προϊδεασμένος ότι κάτι δεν θα πάει καλά. Αυτό ακριβώς άκουσα μέσα από τους ασυρμάτους. “Πάμε και όπου βγει”. Τίποτε άλλο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο επιβάτης της αμαξοστοιχίας.
Ένας άλλος επιβάτης δήλωσε ότι στην αρχή το προσωπικό τους ενημέρωσε πως θα υπάρχουν καθυστερήσεις.
«Μας λένε ότι υπάρχει σύγχυση στις γραμμές. Ακούω δύο υπαλλήλους του τρένου να λένε ”που είναι αυτός ο υπεύθυνος; Και σε ένα λεπτό μπαμ”. Υπήρχε φωτιά δίπλα μας. Βρήκαμε μία τρύπα και από εκεί καταφέραμε να βγούμε», δήλωσε και πρόσθεσε: «Το βαγόνι άρχισε να στριφογυρίζει και μετά κατέληξε πλάγια και βγήκαμε. Ήταν 10 δευτερόλεπτα εφιαλτικά, μέσα στις φωτιές. Στο βαγόνι υπήρχε πανικός, δεν μπορούσες να δεις γύρω σου από τον καπνό».
«Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα»
«Βιώσαμε μια κόλαση. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα», δήλωσε ο δημοτικός σύμβουλος του δήμου Θεσσαλονίκης Στέφανος Γωγάκος περιγράφοντας τις στιγμές που βίωσε στο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη.
Ο κ. Γωγάκος, ο οποίος επέβαινε στο πέμπτο βαγόνι της αμαξοστοιχίας που είχε ξεκινήσει από Αθήνα, τραυματίστηκε στο κεφάλι και μετά τις πρώτες βοήθειες από τα πληρώματα του ΕΚΑΒ επέστρεψε με λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη.
«Επέστρεφα στη Θεσσαλονίκη από εργασίες στην Αθήνα, με το γρήγορο τρένο. Φτάνοντας έξω από τη Λάρισα, ακούστηκε μία ανακοίνωση ότι υπάρχει πρόβλημα στις γραμμές και πως θα χρειαστεί να κάνουμε μία στάση 15 λεπτών. Λίγο αργότερα και ενώ είχε ξεκινήσει και πάλι το τρένο, ακούσαμε έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Όλα τα τζάμια του βαγονιού μας έσπασαν και μέσα έμπαινε καπνός από φωτιά. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική», ανέφερε χαρακτηριστικά μιλώντας στο ΑΠΕ.
«Από την έντονη πρόσκρουση τινάχτηκα στον αέρα και χτύπησα το κεφάλι μου στο ταβάνι. Πολλοί επιβάτες έπεσαν από τις θέσεις τους, ούρλιαζε ο κόσμος. Τα φώτα έσβησαν και ως μόνο εφόδιο είχαμε τους φακούς από τα κινητά τηλέφωνα. Μετά ήρθαν οι άνθρωποι του ΟΣΕ, άνοιξαν τις πόρτες και βγήκαμε σιγά σιγά έξω. Περπατώντας σε χωματόδρομο βγήκαμε σε ένα ξέφωτο, όπου μας περίμεναν τα ασθενοφόρα. Είχα αίματα στο κεφάλι, μας περιποιήθηκαν και στη συνέχεια μας έβαλαν στα λεωφορεία να γυρίσουμε στη Θεσσαλονίκη», συμπλήρωσε.