Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Έζησα στην Ελλάδα δυο επαναστάσεις και στη Γερμανία και Σουηδία την πλήρη απομυθοποίησή τους. Είχα τη τύχη να συμμετάσχω στη μεγάλη απορρύθμιση του ραδιοφώνου και αμέσως μετά στην απορρύθμιση της τηλεόρασης με τη δημιουργία του Mega Channel. Η απορρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού χώρου, υπήρξε τότε μια σαφώς προοδευτική κίνηση για την ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας και αγοράς, και για την απελευθέρωση της κριτικής, της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας και της καλλιτεχνικής δημιουργίας από τα σφιχτά δεσμά του κομματικού κράτους, η οποία, ωστόσο, σύντομα κατέληξε σε μια διαδρομή όπου ο πλουραλισμός στην ενημέρωση και ψυχαγωγία έλαβε τον χαρακτήρα μιας μαζικής παραίσθησης που εξυπηρετούσε αποκλειστικά στον έλεγχο της ελληνικής κοινωνίας με όρους αγοράς από μια χούφτα ανθρώπους. Έτσι, η «επανάσταση» σύντομα εκφυλίστηκε σε ένα διαρκές πραξικόπημα – όπου το ρόλο των τανκς έπαιζαν τα κανάλια – και σε μια υψηλότερου επιπέδου διαπλοκή.
Σήμερα, αυτό το «τηλεοπτικό καθεστώς» της ύστερης μεταπολίτευσης του 1974 κλυδωνίζεται όχι δυστυχώς από ένα προοδευτικό κίνημα που εκφράζεται από μια προοδευτική κυβέρνηση – όχι από μια νέα επανάσταση στον χώρο της ενημέρωσης και της μαζικής ψυχαγωγίας – αλλά εξαιτίας της κατάρρευσης του οικονομικού καθεστώτος και των οικονομικών σχέσεων της διαπλοκής που αποτελούσαν τη δομή της αναπαραγωγής του.
Εκμεταλλευόμενη αυτήν τη κρίσιμη κατάσταση, κυρίως για τη τηλεόραση, παρεμβαίνει η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, δηλώνοντας πως επιθυμεί να ρυθμίσει ορθολογικώς το ελληνικό ραδιοτηλεοπτικό σύμπαν. Τι σημαίνει αυτό; Δυστυχώς, τίποτε άλλο εκτός από την αναδιάρθρωση της διαπλοκής, ώστε αυτή να καταστεί λειτουργική στις νέες συνθήκες πτώχευσης και φτωχοποίησης. Αυτό θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω προσαρμογή στις νέες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που ορίζει το καθεστώς των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων με έμφαση στην υποστήριξη των σημερινών κυβερνητικών δυνάμεων, ώστε αυτές να μην περιθωριοποιηθούν μετά την αναπόφευκτη «πτώση» της κυβέρνησης Τσίπρα. Αυτός είναι ο μοναδικός, ουσιώδης αν και μικροπολιτικός λόγος που αντιδρά η αντιπολίτευση στις μεθοδεύσεις και στους αναφερόμενους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για τις περίφημες «τηλεοπτικές άδειες».
Προφανώς, άλλο είναι το ζήτημα σήμερα, πολύ ευρύτερο από τις «άδειες», αλλά αυτό μοιάζει να μην ενδιαφέρει το πολιτικό σύστημα της χώρας, αλλά ούτε και τους φορείς των επαγγελματιών που εμπλέκονται στην παραγωγή του τηλεοπτικού προϊόντος. Αυτό είναι σημάδι βαθύτατης παρακμής.
Το ζήτημα είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση (καί) της τηλεόρασης, αγαπητέ αναγνώστη με έμφαση αυτή τη φορά στην ποιότητα, σε συνδυασμό φυσικά με την αυθεντική και καινοτόμο έκφραση υποκειμενοποιήσεων του αντικειμενικού και όχι αντικειμενοποιήσεων του υποκειμενικού, όπως επιχειρείται σήμερα με κύριο μηχανισμό τη χυδαία προστριβή στα «παράθυρα» αντιπάλων και «φτηνιάρικης» πρόκλησης των αισθήσεων και των συναισθημάτων δια σοκαριστικών τηλεοπτικών παραισθήσεων, με τη μορφή «αποκαλύψεων», ασφαλώς!
Τι εννοώ, άραγε; Ξαναδές την ταινία «Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι» (1979) του Φραντζέσκο Ρόζι και διάβασε ξανά παράλληλα με το μυθιστόρημα του Κάρλο Λέβι, «τον κλέφτη των ποδηλάτων» του Λουίτζι Μπαρτολίνι και ίσως «το κορίτσι του Μπούμπε», του Κάρλο Κασόλα και θα καταλάβεις καλά τι εννοώ! Δυστυχώς, αναγνώστη μου, και οι αισθήσεις μας τη σήμερον είναι βασικά υπόθεση των τηλεοπτικών παραισθήσεων και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Η τηλεόραση δεν είναι προέκταση των αισθήσεών μας – όπως διδάσκεται – αλλά μια δομή παραισθήσεων εντός της οποίας τα συναισθήματα, αλλά και οι ίδιες οι αισθήσεις μας αποκτούν λειτουργικότητα στη κοινωνία μας.
Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι να απορρίψουμε τη τηλεόραση ως τεχνολογικό/πολιτισμικό δημιούργημα, δεν είναι η αντιδραστικότητα ενώπιον της πλέον καθολικής ερμηνευτικής βίας, αλλά η πολιτικοποίηση αυτής της βίας με όρους μεταρομαντισμού, με όρους γνωστικής αυτονόμησης του ανθρώπου από ιδεολογικά ή στερεοτυπικά συναισθηματικά πλαίσια, ρουτίνες και μάρκετινγκ. Κάπως έτσι η τηλεοπτική παραίσθηση μετατρέπεται σε εργαστήριο ανάπτυξης των αισθήσεων και καλλιέργειας των συναισθημάτων μας. Μια πρόκληση για αυτοκριτική μέσω της δημιουργίας – κάθε είδος δημιουργίας. Ένα σκασιαρχείο από το αυτονόητο και μια διαδικασία ανίχνευσης του παραδόξου, όπως στην παιδαγωγική φιλοσοφία του Célestin Freinet! Η τηλεοπτική παραίσθηση έτσι γίνεται ο χώρος αποτύπωσης / παράστασης των παραδόξων και αυτό είναι η πιο έντιμη βάση έκφρασης, διαπίστωσης και άρθρωσης του πολιτικού – της είδησης και της ψυχαγωγίας! [Αυτός ήταν ο λόγος που σε παρέπεμψα σε συγκεκριμένους δημιουργούς και έργα πιο πάνω, για να συνεννοηθούμε ως προς το ύφος – το προοδευτικό ύφος που δεν μπορεί παρά να συνδέεται με τη δημιουργική ποιότητα].
Αυτό το ύφος είναι σήμερα το ζητούμενο για την ελληνική τηλεόραση και αυτό δεν μπορεί να παραχθεί χωρίς την παραγωγική αναδιάρθρωση ολόκληρου του λεγόμενου τηλεοπτικού χώρου. Πάντα πίστευα πως αυτή η γυναίκα, η Δήμητρα Παπαδοπούλου, δεν είναι τυχαία καλλιτέχνης, ωστόσο, πριν από λίγες ημέρες όταν άκουσα να λέει πως το πρόβλημα μας είναι πως δεν παράγουμε τίποτε, απλώς ξεπατικώνουμε, και πως αν αυτό δεν αλλάξει, δεν θα αλλάξουμε και δεν υπάρχει περίπτωση να προοδεύσουμε ως κοινωνία, ενθουσιάστηκα! Η κυρία Παπαδοπούλου αναφερόταν κυρίως στην τηλεόραση, για ένα ζήτημα που αφορά ασφαλώς σε ολόκληρο το παραγωγικό μοντέλο της πατρίδας μας… και είχε δίκιο βουνό.
Γιατί, ωστόσο, δεν παράγουμε; Διότι η παραγωγή είναι επικίνδυνο πράγμα για το ελληνικό καθεστώς της διαπλοκής, όπως και για τις ισορροπίες στο κομματικό σύστημα! Γενικά, η αχειραγώγητη και μάλιστα ποιοτική παραγωγή είναι εφιάλτης για το ολιγοπωλιακό, σχεδόν μονοπωλιακό πλέον καθεστώς στη τηλεόραση, όπως και σε πολλούς άλλους κρίσιμους για την ανάπτυξη της χώρας και της δημοκρατία σε αυτήν, τομείς. Είναι ψέμα πως δεν υπάρχουν άνθρωποι και λεφτά για ποιοτική παραγωγή. Η αλήθεια είναι πως δεν επιτρέπει το πακτωμένο εδώ και χρόνια καθεστώς πατρωνίας στον πολιτισμό, στη δημοσιογραφία και σε άλλους ευαίσθητους τομείς της αγοράς την υφολογικά ποιοτική δημιουργία ελλήνων και την απελευθέρωση πόρων προς αυτή τη κατεύθυνση. Με πείσμα αγωνίζεται να κρατήσει, κυρίως τη τηλεόραση, στο φάσμα της μαζικής υποκουλτούρας, συνήθως με απομιμήσεις χαμηλού επιπέδου «αμερικανιών»! Το φρικτότερο μάλιστα ψέμα είναι πως η ποιότητα δεν πουλάει στην Ελλάδα! Η εμπειρία μου είναι αντίθετη προς αυτό!
Αυτή είναι η αλήθεια υπό το προσωπικό μου ασφαλώς πρίσμα. από την προσωπική μου ασφαλώς εμπειρία. Μια αλήθεια που αντί να βρει σύγχρονη, προοδευτική απάντηση από την αριστερά, διασκεδάζεται με τον χειρότερο τρόπο μέσω του αφηγήματος περί «τηλεοπτικών αδειών». Κρίμα και ντροπή! Αν η αριστερά παραμείνει στον οικονομισμό του ελέγχου των «μέσων παραγωγής»… με τον Χριστό να μην μπορεί να πάει παραπέρα από το Έμπολι, τότε τίποτε προοδευτικό δεν θα προκύψει από αυτήν. Το αφήγημα περί ελέγχου των μέσων παραγωγής, παραπέμπει ή στον ολοκληρωτισμό του κράτους, ή στον ολοκληρωτισμό της αγοράς. Αντίθετα το αφήγημα που αναφέρεται στις πραγματικές σχέσεις και στη διάσταση της παραγωγής, όπως και στη κοινωνική τους έκφραση/παράσταση είναι αυτό που επιτρέπει την ανάπτυξη ενός ποιοτικού ύφους για ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας και προώθηση της ελευθερίας μέσα σε ένα βιοοικονομικό πλαίσιο – μη καταστροφικό πλαίσιο για τη φύση και τον άνθρωπο!
Προσωπικώς, εννοώ την αριστερή, αναφερόμενη πολιτική ταυτότητα ως κοινωνικό θεσμό συνυφασμένο με την ποιότητα, την αυθεντική παραγωγή, το δημοκρατικό γνωστικό μοντέλο και τη χειραφέτηση από το ιδεολόγημα της μίμησης και της γραφειοκρατικής προσαρμογής. Με την έννοια αυτή, πάντα θεωρούσα αριστερό τον Μάνο Χατζιδάκι και δεξιούς τους αριστερούς (και δεξιούς φυσικά) που κατασκεύασαν με ανευθυνότητα, δολιότητα, προστυχιά και έλλειψη γνώσης και ταλέντου, αυτό που αποτελεί σήμερα το τηλεοπτικό, παραισθητικό σύμπαν του έλληνα! Εξαιρέσεις ασφαλώς υπήρξαν, απλώς για να τονίσουν τον κανόνα! Ήρθε, νομίζω, ο καιρός αυτοί να περιθωριοποιηθούν, αλλά δεν φαίνεται αυτό να αποτελεί κοινή συνείδηση στη χώρα μας και μακάρι να κάνω λάθος…