Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Follow @j_koutroubis
Μέσα στα μέτρα που πρότεινε η Κυβέρνηση στους δανειστές ήταν και η αύξηση του συντελεστή του ΦΠΑ από το 23% στο 24%, προκειμένου να εξοικονομηθούν παραπάνω φορολογικά έσοδα. Προχωρώντας σε αυτήν την κίνηση η Κυβέρνηση δημιουργεί συνέπειες στην κατανάλωση, καθώς οι ήδη αυξημένες τιμές των προϊόντων αυξάνονται περισσότερο.
Παρόλα αυτά όμως έχει μεγάλη σημασία να δει κανείς αναλυτικά τις συνέπειες της αλλαγής του συντελεστή του ΦΠΑ προς τα πάνω, έτσι όπως τα παρουσιάζουν οι παραγωγικοί φορείς. Ο Ε.Β.Ε.Π κάνοντας μία αναδρομή καταλήγει ότι η αύξηση του ΦΠΑ θα φέρει χαμηλότερα φορολογικά έσοδα από ότι τουλάχιστον εκτιμούν οι Κυβερνώντες.
Αναλυτικότερα, ο Ε.Β.Ε.Π. ανατρέχοντας στην ιστορικότητα του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας σημειώνει τα εξής:
Καθιερώθηκε στην Ελλάδα το 1987 και από τότε, σχεδόν πάντα αυξάνεται. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις μείωσης του Φ.Π.Α., προέκυψαν το 1992, όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατάργησε τον συντελεστή 36% για τα είδη πολυτελείας, το 1989, όταν προεκλογικά η κυβέρνηση Παπανδρέου μείωσε για ένα χρόνο τον συντελεστή Φ.Π.Α. από το 18% στο 16%, ενώ η κυβέρνηση Σαμαρά μείωσε προσωρινά τον συντελεστή στην εστίαση από το 23% στο 13%.
Στα 29 χρόνια ζωής του Φ.Π.Α., αυτές ήταν οι μοναδικές περιπτώσεις μείωσης. Από το 1987 έως το 1992, από το 1992 έως το 2005 και από το 2005 έως το 2010, οι αλλαγές ήταν οριακές, ενώ μετά 2010 η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη. Πρώτη αύξηση το 2005. «Εθνική πρόκληση» η μείωση του ελλείμματος είχε δηλώσει ο Γ. Αλογοσκούφης, παρουσιάζοντας πακέτο μέτρων, μεταξύ των οποίων η αύξηση του Φ.Π.Α. κατά μία μονάδα.
Το 2007 ο ίδιος εισηγείται νέο πακέτο μέτρων με νέα αύξηση Φ.Π.Α. Επί υπουργίας Γ. Παπακωνσταντίνου έγιναν τρεις αυξήσεις σε ένα χρόνο. Τον Μάρτιο του 2010 μία μονάδα, τον Ιούλιο του 2010 δύο μονάδες στον υψηλό συντελεστή και την 1η Ιανουαρίου του 2011 άλλες δύο μονάδες στον μειωμένο και στον υπερμειωμένο Φ.Π.Α.
Οι τρεις συντελεστές 4,5%, 10% και 19% αυξάνονται το 2011, αντίστοιχα, σε 6,5%, 13% και 23%. Το 2015, αντί για τη συνήθη αύξηση συντελεστών, έχουμε μετατάξεις αγαθών στον υψηλό συντελεστή με στόχο την αύξηση των εσόδων από Φ.Π.Α .κατά 1,3 δισ. ευρώ με το εισπρακτικό αποτέλεσμα για άλλη μια φορά άκαρπο. Το 2016, το 19,3% των ληξιπρόθεσμων οφειλών, ύψους 86,3 δισ. ευρώ στο δημόσιο, αφορά στον Φ.Π.Α. και ανέρχεται σε 17 δισ. ευρώ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, κατά το ΕΒΕΠ, και η διαχρονική εξέλιξη του «εισπρακτικού κενού» στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η σύγκριση των στοιχείων του 2012, σε σχέση με το 2010, δείχνει ότι τα πρώτα δύο χρόνια των Μνημονίων, κατά τα οποία υπήρξε αύξηση των συντελεστών του Φ.Π.Α. η κατάσταση επιδεινώθηκε.
Έτσι, ενώ το ποσοστιαίο κενό ήταν 29% το 2010, αυξήθηκε, κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες, μέσα στα πρώτα δύο χρόνια των Μνημονίων φτάνοντας στο 33%.
Σε απόλυτους αριθμούς, το κενό παρέμεινε στα ίδια επίπεδα μέχρι σήμερα. Αυτό που μειώθηκε ήταν τα προσδοκώμενα έσοδα από τον Φ.Π.Α. από τα 22,88 δισ. ευρώ στα 20,36 δισ. ευρώ, κάτι που αποδίδεται στην ύφεση, ευλόγως δε μειώθηκαν και οι εισπράξεις από τα 16,3 δισ. ευρώ στα 14,4 δισ. ευρώ. Το 2015 και μετά τις μετατάξεις πολλών αγαθών στον υψηλό συντελεστή, που θα πρόσθετε 1,3 δις στα έσοδα από Φ.Π.Α., η είσπραξη κυμάνθηκε σε λιγότερα από 14 δισ. ευρώ.
Ο πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π. και της Ε.Σ.Ε.Ε., Βασίλης Κορκίδης, με αφορμή το ενδεχόμενο αύξησης του Φ.Π.Α. επισημαίνει:
«…Στόχος δεν είναι η αύξηση, αλλά η είσπραξη του ΦΠΑ, ενώ η Κομισιόν από την πλευρά της είναι σαφής ότι, αύξηση του ΦΠΑ σε περιόδους ύφεσης και χαμηλής οικονομικής επίδοσης οδηγεί σε χαμηλότερα φορολογικά έσοδα. Επίσης, οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εντοπίζουν στην Ελλάδα «τρύπα» στα έσοδα του ΦΠΑ, (VAT Gap), τουλάχιστον 6,65 δισ. ευρώ, ετησίως. Μάλιστα, σε ποσοστιαία βάση, η διαφορά που χωρίζει τις πραγματικές εισπράξεις από το ποσό που κανονικά θα έπρεπε να καταλήγει στα ταμεία του κράτους είναι 33%, από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη και διπλάσια του μέσου ευρωπαϊκού όρου 16%. Σύμφωνα με την έρευνα, τα έσοδα από τον Φ.Π.Α. στη χώρα θα έπρεπε να ξεπερνούν τα 20 δισ. ευρώ με δεδομένους τους φορολογικούς συντελεστές, που εφαρμόζονται και παρ´ όλα αυτά, οι εισπράξεις περιορίζονται στα 13,7 δισ ευρώ, ενώ το 21% των οφειλών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αφορά στον Φ.Π.Α. Εάν η αξιολόγηση έχει καθυστερήσει τρεις πολύτιμους μήνες, για να καταλήξει στο σενάριο της αύξησης του ΦΠΑ στο 24% και σε επιπλέον 500 εκ. ευρώ επιβάρυνση για την αγορά, έχω να δηλώσω ότι, στις φορολογικές αλλαγές, όσα λέγονται δεν γίνονται και όσα γίνονται, δεν περιγράφονται…».
Εν κατακλείδι, πέρα από τις δηλώσεις των παραγωγικών φορέων είναι μία λανθασμένη πολιτική η αύξηση του ΦΠΑ, καθώς πρόκειται να αυξήσει και τα προϊόντα και τις υπηρεσίες την ίδια ώρα που έχει μειωθεί η κατανάλωση σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό. Πέρα από αυτά δεν γίνεται να αυξάνονται οι τιμές και να μειώνονται οι μισθοί, γιατί στην ουσία εκμηδενίζεται η οικονομική ισχύ του πολίτη και πλήττεται η ιδιωτική πρωτοβουλία, την στιγμή που η χώρα ζητά απελπισμένα επενδύσεις.