Η εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης στο πεδίο της υγείας, η οποία κερδίζει συνεχώς έδαφος, αφήνει μεγάλες υποσχέσεις, αλλά παράλληλα είναι επείγουσα ανάγκη να τεθεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο για την προστασία των ασθενών. Αυτό τονίζει σε άρθρο της στο περιοδικό “Εκόνομιστ” η Έφη Βαγενά, καθηγήτρια Βιοηθικής στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (ΕΤΗ) της Ζυρίχης και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής της Ελλάδας.
Το άρθρο, σε συνεργασία με τον καθηγητή ιατρικής ‘Αντριου Μόρις, διευθυντή του βρετανικού ερευνητικού οργανισμού Health Data Research UK, επισημαίνει – με αφορμή την πρόσφατη έκρηξη ενδιαφέροντος για το “έξυπνο” εργαλείο ChatGPT που απαντά σε κάθε είδους ερωτήσεις και γράφει απαντήσεις κατά παραγγελία – ότι πιο εξειδικευμένα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης έχουν αρχίσει ήδη να χρησιμοποιούνται ευρέως στον χώρο της ιατρικής, μεταξύ άλλων στην ακτινολογία, στην καρδιολογία και στην οφθαλμολογία. Νέες σημαντικές πρόοδοι αναμένονται σύντομα, ενώ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ιατρικής πλατφόρμας Med-PaLM, που αναπτύχθηκε από τη DeepMind, θυγατρική της Google στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης.
Όπως επισημαίνουν οι Βαγενά και Μόρις, “αυτή η τεχνολογία σημαίνει ότι οι κοινωνίες μας είναι ανάγκη πλέον να εξετάσουν τους καλύτερους τρόπους που οι γιατροί και η τεχνητή νοημοσύνη μπορούν να συνεργαστούν και, ως συνέπεια αυτού, πώς οι ιατρικοί ρόλοι θα αλλάξουν”. Τονίζουν ότι “τα οφέλη της τεχνητής νοημοσύνης στην υγεία μπορεί να είναι τεράστια. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν την πιο ακριβή διάγνωση με χρήση απεικονιστικής τεχνολογίας, την αυτοματοποιημένη έγκαιρη διάγνωση ασθενειών μέσω της ανάλυσης δεδομένων υγείας και μη υγείας (όπως του ιστορικού διαδικτυακών αναζητήσεων του ατόμου ή δεδομένων από τη χρήση του τηλεφώνου του) και την άμεση δημιουργία κλινικών σχεδίων για έναν ασθενή”.
Εκτιμούν ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να καταστήσει φθηνότερη την ιατρική, π.χ. επιτρέποντας την αξιολόγηση του κινδύνου για διαβήτη ή καρδιαγγειακή νόσο μέσω μιας απλής σάρωσης των ματιών παρά της διενέργειας πολυάριθμων εξετάσεων αίματος.
Από την άλλη όμως, υπογραμμίζουν ότι “παρ’ όλες τις υποσχέσεις της τεχνητής νοημοσύνης στην ιατρική, χρειάζεται άμεσα ένα σαφές καθεστώς που θα ρυθμίζει την ίδια και τις υποχρεώσεις της. Οι ασθενείς πρέπει να προστατευθούν από τους κινδύνους εσφαλμένων διαγνώσεων, την μη αποδεκτή χρήση προσωπικών δεδομένων και τους μεροληπτικούς αλγόριθμους. Θα πρέπει επίσης να προετοιμασθούν για την πιθανή αποπροσωποποίηση της ιατρικής φροντίδας, εάν οι μηχανές αδυνατούν να προσφέρουν το είδος της ενσυναίσθησης και της συμπόνιας που βρίσκονται στον πυρήνα της καλής ιατρικής πρακτικής. Ταυτόχρονα, οι ρυθμιστικές αρχές παντού αντιμετωπίζουν ακανθώδη ζητήματα. Η νομοθεσία θα πρέπει να συμβαδίσει με τις αδιάκοπες τεχνολογικές εξελίξεις – κάτι που σήμερα δεν συμβαίνει”.
Μεταξύ άλλων, το άρθρο επισημαίνει την ανάγκη, καθώς η ιατρική τεχνητή νοημοσύνη θα χρησιμοποιείται σε ολοένα περισσότερες χώρες, να υπάρξει διεθνής συντονισμός των ειδικών, ώστε να καλυφθεί το σημερινό κενό εποπτείας και ρύθμισης. Επίσης η απόδοση των “έξυπνων” συστημάτων θα πρέπει να αξιολογείται συνεχώς μετά την κυκλοφορία ενός σχετικού προϊόντος στην αγορά. Ακόμη, θα χρειαστούν νέα επιχειρηματικά και επενδυτικά μοντέλα, που θα διευκολύνουν τη σωστή συνεργασία ανάμεσα στα συστήματα και τις εταιρείες υγείας από τη μία και, από την άλλη, στις τεχνολογικές εταιρείες που δημιουργούν τα “έξυπνα” τεχνητής νοημοσύνης.
“Χρειάστηκαν δεκαετίες για να μεταφραστεί σε πραγματική δράση η επίγνωση της κλιματικής αλλαγής και ακόμη δεν κάνουμε αρκετά. Δεδομένου του ρυθμού των καινοτομιών, δεν έχουν την πολυτέλεια να αποδεχθούμε ένα ανάλογα αργό βηματισμό σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη”, καταλήγουν η Βαγενά και ο Μόρις.
Η Ευτυχία (Έφη) Βαγενά σπούδασε ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, πήρε διδακτορικό στην Ιστορία της Ιατρικής από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα και έκανε μεταδιδακτορικές σπουδές στη Βιοηθική και την Πολιτική Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Αφού εργάστηκε για αρκετά χρόνια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ίδρυσε το Εργαστήριο Ηθικής και Πολιτικής της Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, με σκοπό την αντιμετώπιση ηθικών ζητημάτων που προκύπτουν από τη βιοτεχνολογική έρευνα και τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης σε ιατρικές εφαρμογές. Το Εργαστήριό της μεταφέρθηκε στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (ΕΤΗ) της Ζυρίχης το 2017. Είναι επισκέπτρια λέκτορας στο Κέντρο Βιοηθικής της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ, μέλος της Ελβετικής Ακαδημίας Ιατρικών Επιστημών και συμπρόεδρος της συμβουλευτικής ομάδας εμπειρογνωμόνων του ΠΟΥ για θέματα ηθικής και διακυβέρνησης της Τεχνητής Νοημοσύνης στον χώρο της υγείας.