Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, ο «Όλεγκ», ανώτερο στέλεχος ρωσικής αεροπορικής εταιρείας, έλαβε μέτρα για «αναταράξεις» (κατά την αεροπορική αργκό), που δεν άργησαν να εμφανιστούν. Μέσα σε λίγες μέρες οι δυτικές χώρες είχαν απαγορεύσει την είσοδο στον εναέριο χώρο τους σε αεροσκάφη της εταιρείας του. Απαγόρευσαν επίσης τις εξαγωγές εξαρτημάτων αεροπλάνων και ημιαγωγών στη Ρωσία. Αυτό ήταν σοβαρό πρόβλημα, καθώς τα τρία τέταρτα του εμπορικού αεροπορικού στόλου της χώρας προέρχονται από την Αμερική, την Ευρώπη ή τον Καναδά και χρειάζονται εξαρτήματα για συντήρηση και επισκευές. Πολλοί αναλυτές προέβλεψαν ότι ο κλάδος θα κατέρρεε πριν το καλοκαίρι. Στην πραγματικότητα, οι αεροπορικές εταιρείες κατάφεραν να εναλλάσσουν τα αεροπλάνα τους ώστε να διατηρούν ανοιχτές βιώσιμες διαδρομές. Αλλά δεν θα μπορούν «να αψηφούν τη βαρύτητα» για πάντα. Κάποιες εταιρίες αρχίζουν να κανιβαλίζουν καθειλωμένα στο έδαφος αεροσκάφη για ανταλλακτικά. Ο Όλεγκ θεωρεί ότι πολλά αεροπλάνα δεν θα είναι ασφαλή για να πετάξουν μέσα σε ένα ή δύο χρόνια.
Η καθυστερημένη αλλά επικίνδυνη «πτώση» της ρωσικής αεροπορίας δείχνει την λανθάνουσα ισχύ των δυτικών κυρώσεων. Από τον Φεβρουάριο, η Αμερική και οι σύμμαχοί της έχουν εξαπολύσει μια άνευ προηγουμένου δέσμη κυρώσεων για να προσπαθήσουν να καταρρακώσουν τη ρωσική οικονομία, την 11η μεγαλύτερη στον κόσμο, ελπίζοντας να βάλουν φρένο στην πολεμική προσπάθεια, να ωθήσουν τον λαό και τους πλουτοκράτες σε διαμαρτυρίες και να αποτρέψουν άλλους εχθρούς (συγκεκριμένα την Κίνα) από παρόμοιες περιπέτειες. Ορισμένες κυρώσεις, όπως το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε πιόνια του Κρεμλίνου, είναι παλιές τακτικές υπό νέα κλίμακα. Τα μέτρα που προορίζονται να αποκόψουν τη Ρωσία από το χρηματοπιστωτικό σύστημα -ο αποκλεισμός των εμπορικών τραπεζών από το δίκτυο ανταλλαγής μηνυμάτων swift, και το «πάγωμα» 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας- είναι νέα όπλα. Ένας τρίτος τύπος κυρώσεων, οι εκτεταμένες απαγορεύσεις εξαγωγών, είχαν προηγουμένως στοχεύσει μεμονωμένες εταιρείες και όχι ολόκληρη χώρα.
Ωστόσο, τα κύματα των κυρώσεων -η ΕΕ πέρασε το έβδομο πακέτο δικών της κυρώσεων τον Ιούλιο- δεν έχουν αλώσει το «Οχυρό Ρωσία». Εν τω μεταξύ, καθώς οι τιμές του φυσικού αερίου εκτοξεύονται, το πολιτικό κόστος των κυρώσεων αυξάνεται. Χάνει λοιπόν η Δύση τον οικονομικό πόλεμο; Οχι ακριβως. Όπως και στην αεροπορική βιομηχανία, θα χρειαστεί χρόνος για να φανεί η ζημιά. Η Ρωσία, χώρα με χαμηλό εξωτερικό χρέος και πολύ σημαντικά συναλλαγματικά αποθέματα, ήταν απίθανο να υποκύψει σε οικονομικό «ανεύρυσμα». Ακόμη και όταν οι κυρώσεις υπήρξαν πολύ πετυχημένες, όπως όταν ανάγκασαν τη Λιβύη να εγκαταλείψει τα όπλα μαζικής καταστροφής το 2003, αυτές πήραν χρόνια για να πετύχουν. Για να εκτιμήσει πόσο αποτελεσματικό αποδεικνύεται το οπλοστάσιο της Δύσης, ο Economist έχει ταξινομήσει τρία μέτρα – το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων των ολιγαρχών, τις οικονομικές κυρώσεις και τους εμπορικούς περιορισμούς – σε κλίμακα που κυμαίνεται από ‘μάλλον άχρηστα’ έως ‘πραγματικά επιζήμια’. Η ανάλυσή μας δείχνει ότι, με τον καιρό, θα αρχίσουν να βλάπτουν σοβαρά την οικονομία της Ρωσίας.
Οι λιγότερο αποτελεσματικές κυρώσεις είναι αυτές που έχουν κερδίσει τη μεγαλύτερη δημοσιότητα: η μαύρη λίστα ατόμων που θεωρούνται κοντά στο Κρεμλίνο. Η εταιρεία δεδομένων World-Check, υπολογίζει ότι 1.455 μέλη της ρωσικής κλεπτοκρατικής ελίτ δεν είναι πλέον σε θέση να ταξιδέψουν σε ορισμένες ή και σε όλες τις δυτικές χώρες, ή να έχουν πρόσβαση στα υπάρχοντά τους εκεί, ή να υφίστανται και τα δύο μέτρα. Τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν τραπεζικές καταθέσεις και χρεόγραφα, που τηρούνται σε μεσεγγυητικούς λογαριασμούς σε δυτικές τράπεζες. Περιλαμβάνουν επίσης αξεσουάρ που οι μεγιστάνες θεωρούν απαραίτητα, όπως εξοχικές κατοικίες, ποδοσφαιρικούς συλλόγους, κοσμήματα και γιοτ, που κατασχέθηκαν από αστυνομικούς σε ζωντανή μετάδοση σε κοσμοπολίτικα θέρετρα σε όλο τον πλανήτη.
Η στόχευση ολιγαρχών είναι μια ελκυστική προσέγγιση για τις κυβερνήσεις που πρέπει να δείχνουν ότι κάτι κάνουν. Δίνει επίσης στη Ρωσία λίγα περιθώρια για άμεσα αντίποινα. Οι δυτικοί μεγιστάνες έχουν ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία στη Ρωσία. Πολλές αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν ήδη διαγράψει τις επενδύσεις τους στη Ρωσία. Αντίστοιχα, οι δυτικές υπηρεσίες επιβολής κυρώσεων αναζητούν εκτενέστερες εξουσίες για να κυνηγήσουν τα πραγματικά πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία, τα αποκαλούμενα και «Αυγά Φαμπερζέ». Το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Αμερικής θέλει να χρησιμοποιήσει νόμους που θεσπίστηκαν για την καταπολέμηση της μαφίας για να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία που κατασχέθηκαν και να αποδώσει τα έσοδα στην Ουκρανία. Η ΕΕ προτείνει να χαρακτηριστεί έγκλημα η παραβίαση των κυρώσεων, κάτι που θα ενίσχυε την επιβολή σε ολόκληρο το μπλοκ.
Ωστόσο, τα περισσότερα από τα περιουσιακά στοιχεία που στοχεύει η Δύση καταλήγουν να ξεφεύγουν από το δίχτυ. Ο Άντερς Άσλουντ, πρώην σύμβουλος των κυβερνήσεων της Ρωσίας και της Ουκρανίας, εκτιμά μέχρι στιγμής έχουν παγώσει μόνο 50 από τα 400 δις δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία εκτός Ρωσίας που θεωρητικά είναι δεσμευμένα. Οι ολιγάρχες έχουν κρύψει κομμάτι του υπεράκτιου θησαυρού τους κάτω από έως και 30 στρώσεις εταιρειών-κογχυλιών που έχουν συσταθεί στα νησιά Κέιμαν, στο Τζέρσεϊ και σε άλλους φορολογικούς παραδείσους, με λογοκριμένες δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων σε πολλές γλώσσες. Άλλοι διατηρούν τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων που φαινομενικά δεν ελέγχουν πλέον, μεταβιβάζοντας την ιδιοκτησία σε συγγενείς ή τοποθετώντας (ως ιδιοκτήτες ή διαχειριστές) «αχυρανθρώπους».
Το τρένο χάθηκε λόγω αργοπορίας
Εν τω μεταξύ, η επιβολή αυτών των κυρώσεων επαφίεται στους ιδιώτες θεματοφύλακες των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, από τους Ελβετούς διαχειριστές πλούτου έως τις μαρίνες του Σαιν Τροπέ, οι οποίοι συχνά δεν έχουν τα μέσα ή την όρεξη να διερευνήσουν όλα αυτά σε βάθος. Οι μεγάλες τράπεζες συχνά αρνούνται να μετακινήσουν κεφάλαια για λογαριασμό ύποπτων οντοτήτων εάν διαπιστωθεί ότι τουλάχιστον το 25% ελέγχονται από Ρώσους που βρίσκονται στις λίστες κυρώσεων (το νόμιμο όριο είναι 50%). Ωστόσο, οι μικρότερες χρηματοοικονομικές εταιρίες ή εταιρίες κρυπτονομισμάτων είναι λιγότερο επιμελείς. Οι εταιρίες που υποτίθεται ότι παρακολουθούν φυσικά περιουσιακά στοιχεία, όπως οι διαχειριστές λιμένων, έχουν γενικά πλήρη άγνοια. Παρόμοια ασυμφωνία υπάρχει μεταξύ των δικαιοδοσιών. Η Αμερική επέπληξε πρόσφατα την Ελβετία και τα ΗΑΕ, όπου δεκάδες ρωσικά ιδιωτικά αεροσκάφη βρίσκονται παρκαρισμένα, επειδή δεν κάνουν αρκετά για να αποκαλύψουν Ρώσους που αποφεύγουν τις κυρώσεις.
Ούτως ή άλλως, δεν είναι ξεκάθαρο ότι η δέσμευση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων επηρεάζει την οικονομία της Ρωσίας σε κάποιο σημαντικό βαθμό. Οι περισσότεροι ολιγάρχες έχουν μικρή πολιτική επιρροή. Ουκρανός, πρώην μεγαλοστέλεχος στον τομέα της ενέργειας, εκτιμά ότι ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, χαίρεται ιδιαίτερα που τους βλέπει να καταρρέουν. Εν τω μεταξύ, οι προσπάθειες για κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων και αποστολή των εσόδων στην Ουκρανία δεν έχουν καταλήξει πουθενά.
Ο δεύτερος τύπος κυρώσεων, τα οικονομικά μέτρα, στοχεύει στα νευραλγικά κέντρα της ρωσικής οικονομίας: τις εμπορικές τράπεζες και την κεντρική τράπεζα. Οι πρώτες αντιμετώπισαν μια κλιμακούμενη γκάμα απαγορεύσεων μετά την εισβολή, ανάλογα με το μέγεθος και πόσο κοντά στο Κρεμλίνο βρίσκονται. Οι κυρώσεις σε αγορές κεφαλαίων, το πιο ήπιο είδος, εμποδίζουν δυτικούς επενδυτές να αγοράσουν ή να πουλήσουν ομόλογα ή μετοχές που εκδόθηκαν από 19 ρωσικές τράπεζες. Δέκα τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των δύο μεγαλύτερων από άποψη ενεργητικού, εκδιώχθηκαν από το swift, το οποίο χρησιμοποιούν περισσότερες από 11.000 τράπεζες παγκοσμίως για διασυνοριακές συναλλαγές. Είκοσι έξι τράπεζες δεν μπορούν πλέον να εξυπηρετήσουν τις διεθνείς συναλλαγές σε αμερικανικά δολάρια, αφού η αμερικανική κυβέρνηση απαγόρευσε στις δικές της τράπεζες να τους προσφέρουν υπηρεσίες «ανταποκριτικής-τραπεζικής».
Τέτοια μέτρα «πονάνε». Έρευνα από τον Στέφαν Γκόλντμπαχ και τους συνεργάτες του στην Bundesbank δείχνει ότι, μεταξύ 1ης Φεβρουαρίου και 30ης Απριλίου, οι αναστολές στη χρήση swift προκάλεσαν σχεδόν ολοκληρωτική κατάρρευση των μεταφορών χρημάτων μεταξύ των ρωσικών τραπεζών που βρίσκονται σε καθεστώς κυρώσεων και του γερμανικού υποκαταστήματος της Target 2, του συστήματος εκκαθάρισης πληρωμών μεταξύ τραπεζών της ευρωζώνης. Οι εναλλακτικές λύσεις στο swift, όπως το τέλεξ, είναι προβληματικές και αργές. Οι απαγορεύσεις στην «ανταποκριτική-τραπεζική» είναι επίσης ισχυρές. Δεν είναι μόνο ότι το δολάριο χρησιμοποιείται απευθείας για τον διακανονισμό περίπου του 40% του διασυνοριακού εμπορίου, αλλά χρησιμεύει επίσης ως ενδιάμεσος σταθμός σε πολλές συναλλαγές που αφορούν νομίσματα δεύτερου επιπέδου. Τώρα η Ρωσία πρέπει μερικές φορές να καταφεύγει σε ανταλλαγές αγαθών, μια δυσκίνητη και επικίνδυνη επιλογή.
Ωστόσο, οι οικονομικές κυρώσεις δεν κατάφεραν να περιορίσουν τις περισσότερες πληρωμές. Η χρήση swift συνεχίζει να επιτρέπεται σε τράπεζες που διεκπεραιώνουν τις τεράστιες αγορές ρωσικών καυσίμων από την Ευρώπη, ιδίως στην Gazprombank. Μεγάλο μέρος των υπόλοιπων συναλλαγών διοχετεύεται, νόμιμα, μέσω μικρότερων τραπεζών που παραμένουν συνδεδεμένες στο δίκτυο. Το να μην χρησιμοποιείς δολάρια είναι πιο δύσκολο. Η Ινδία, η οποία από τον Φεβρουάριο καταναλώνει άκρατα ρωσικό πετρέλαιο, εξακολουθεί να αναζητά βιώσιμο τρόπο για να το πληρώσει σε ρουπίες. Όμως, ένα άλμα στους όγκους πληρωμών που διέρχεται από το cips, το εγχώριο swift της Κίνας, από τον Μάιο έως τον Ιούλιο υποδηλώνει ότι η Κίνα είναι πιο ευνοημένη. Οι όγκοι συναλλαγών μεταξύ γιουάν – ρουβλιού στο χρηματιστήριο της Μόσχας έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ τον τελευταίο καιρό.
Το πάγωμα των αποθεματικών που κατέχει η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας στη Δύση, ίσο με το ήμισυ περίπου του συνολικού αποθέματος αξίας 600 δισ. δολαρίων, είχε παρόμοια μικτά αποτελέσματα. Μέσα σε λίγες ώρες από την ανακοίνωση του μέτρου, η αξία του ρουβλιού έναντι του δολαρίου, το οποίο η κεντρική τράπεζα δεν μπορούσε πλέον να υπερασπιστεί, μειώθηκε κατά περισσότερο από 30% (βλ. διάγραμμα). Καθώς η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας ανέβασε τα επιτόκια για να σταματήσει την πτώση, από 9,5% σε 20%, ο εγχώριος δανεισμός περιορίστηκε, πλήττοντας τη ζήτηση και ωθώντας τη Ρωσία σε ύφεση. Τον Ιούνιο οι κυρώσεις ανάγκασαν επίσης τη Ρωσία στην πρώτη μεγάλη χρεοκοπία εξωτερικού χρέους για πάνω από έναν αιώνα, αφού εμπόδισαν την κεντρική τράπεζα να αποπληρώσει 100 εκατομμύρια δολάρια σε κατόχους ομολόγων.
Ωστόσο, χρειάστηκαν μόλις λίγες εβδομάδες για να ανακάμψει το ρούβλι, επιτρέποντας στην Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας να μειώσει γρήγορα τα επιτόκια, στο 8% στις 25 Ιουλίου. Η επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική ζήτηση για το νόμισμα: τα capital controls, που επιβλήθηκαν για πρώτη φορά μετά το πάγωμα της Κεντρικής Τράπεζας, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό σε ισχύ. Αλλά αυτό συνεχίζει να καταδεικνύει ένα ελάττωμα στο αρχικό σχέδιο της Δύσης. Ενώ τα αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας σε δολάρια και ευρώ παραμένουν στο απυρόβλητο, η Ρωσία κερδίζει επιπλέον κεφάλαια σε σκληρό νόμισμα κάθε μέρα, χάρη στις τεράστιες εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου που πραγματοποιεί. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να δανειστεί, καθιστώντας την αθέτηση των υποχρεώσεων της σε μεγάλο βαθμό ασήμαντη.
Και μένουν οι περιορισμοί στο εμπόριο, άλλο ένα μέτρο με δύο σκέλη. Οι ενέργειες για τον περιορισμό των εσόδων από τις εξαγωγές πετρελαίου της Ρωσίας, οι οποίες πέρυσι συνεισέφεραν 36% στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της, έχουν λάβει περισσότερη προσοχή από ό,τι τους αξίζει. Η Αμερική δεν εισάγει πλέον καθόλου ρωσικό πετρέλαιο, αλλά έτσι κι’ αλλιώς αγόραζε ελάχιστο. Η ΕΕ έχει δεσμευτεί να σταματήσει να αγοράζει ρωσικό αργό πετρέλαιο μέσω θαλάσσιων μεταφορών τον Δεκέμβριο και διυλισμένο πετρέλαιο τον Φεβρουάριο. Ήδη αγοράζει κάπως λιγότερο: συνολικά 2,4 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα (bpd) τον Ιούλιο, έναντι 2,9 εκατομμυρίων πριν τον πόλεμο. Τα περισσότερα από αυτά τα βαρέλια, ωστόσο, πηγαίνουν σε Ινδία και Κίνα, αν και με έκπτωση περίπου 25 δολαρίων σε σχέση με την τιμή του αργού πετρελαίου Brent, το παγκόσμιο σημείο αναφοράς που επί του παρόντος διαπραγματεύεται στα 101 δολάρια. Δεν σχεδιάζεται εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο, το οποίο είναι πιο δύσκολο να αντικατασταθεί και αποφέρει λιγότερο από το 10% των εσόδων του Κρεμλίνου.
Το αν η Ρωσία κερδίζει λιγότερα τώρα από ό,τι θα κέρδιζε αν δεν υπήρχαν κυρώσεις είναι συζητήσιμο. Η συμβουλευτική εταιρία Rystad Energy υπολογίζει ότι από πιθανά φορολογικά έσοδα 295 δισεκατομμυρίων δολαρίων θα χάσει έως και 85 δισεκατομμύρια δολάρια από εκπτώσεις στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο φέτος. Και πάλι, είναι εν μέρει η απειλή ενός δυτικού εμπάργκο που έχει διατηρήσει τις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου σε τόσο υψηλά επίπεδα. Μια άλλη εταιρεία συμβούλων, η Capital Economics εκτιμά ότι η Ρωσία πούλησε το πετρέλαιο της σε μέση τιμή 85 δολάρια ανά βαρέλι από τον Φεβρουάριο, τιμή υψηλότερη από το 90% των πωλήσεων από το 2014 και μετά. Και αντίθετα με τις πρώτες προσδοκίες, η Ρωσία συνεχίζει να εξάγει σχεδόν την ίδια ποσότητα πετρελαίου που εξήγαγε τα τελευταία χρόνια.
Μπορεί αυτό να αλλάξει όταν τεθεί σε ισχύ η απαγόρευση εισαγωγών της ΕΕ τους επόμενους μήνες; Η εξεύρεση νέων αγοραστών για να διοχετεύσει τα 2,4 εκατομμύρια bpd που δεν θα αγοράζει πλέον το μπλοκ θα είναι δύσκολη. Επιπλέον, από τις 31 Δεκεμβρίου οι ευρωπαϊκές και βρετανικές ασφαλιστικές εταιρείες, που κυριαρχούν στην αγορά των τάνκερ θα απαγορεύεται να εξυπηρετούν δεξαμενόπλοια που μεταφέρουν ρωσικό φορτίο. Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί μεγάλο εμπόδιο. Πολλά λιμάνια και κανάλια ενδέχεται να μην επιτρέπουν τη διέλευση πλοίων εάν δεν καλύπτεται ο κίνδυνος πετρελαιοκηλίδων. Ο Ριντ Λ’Ανσόν της εταιρίας δεδομένων Kpler πιστεύει ότι τέτοια εμπόδια θα αναγκάσουν τη Ρωσία να μειώσει την παραγωγή κατά 1,1 εκατ. bpd έως το τέλος του 2022, που ισοδυναμεί με περίπου 14% των εξαγωγών του περασμένου έτους.
Ωστόσο, ήδη γίνεται λόγος ότι εάν ο χειμώνας αποδειχθεί πολύ σκληρός η Ευρώπη θα καθυστερήσει την εφαρμογή των απαγορεύσεων. Οι συναλλασσόμενοι σε εμπορεύματα λένε ότι, με τέτοιες εκπτώσεις, πάντα θα υπάρχουν αγοραστές. Η Κίνα και η Ινδία μπορούν να αυτοασφαλιστούν. Η Ρωσία έχει δηλώσει ότι θα προσφέρει αντασφάλιση. Εάν πράγματι μειώνονται οι ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου, η αγορά είναι τόσο σφιχτή που οι τιμές μπορεί να εκτιναχθούν, ακυρώνοντας τον αντίκτυπο. Η Αμερική, έχοντας συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο, προσπαθεί να πείσει τους συμμάχους της να επιβάλουν πλαφόν τιμής στο ρωσικό πετρέλαιο – κάτι που θα μπορούσε να αποδειχθεί δύσκολο στην εφαρμογή. Οι «σκοτεινοί» έμποροι στο Μπαχρέιν ή το Ντουμπάι μπορεί να προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο όγκο μέσω απάτης. Η Ρωσία μπορεί να ανταποδώσει χαλιναγωγώντας την πώληση πετρελαίου για σύντομο χρονικό διάστημα, προκαλώντας άνοδο των τιμών και ασκώντας πίεση στη Δύση για να την κάνει να υποχωρήσει.
Ας γίνει ό,τι είναι να γίνει
Οι πιο ισχυρές κυρώσεις είναι, στην πραγματικότητα, αυτές για τις οποίες έχουν γίνει οι λιγότερες συζητήσεις: οι περιορισμοί των εξαγωγών. Σε διαδοχικές προσπάθειες από τον Φεβρουάριο, οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν καταστήσει υποχρεωτικό για μια σειρά δικών τους βιομηχανιών να ζητούν άδειες για να πουλήσουν στη Ρωσία, οι οποίες σπάνια χορηγούνται. Οι περιορισμοί ξεπερνούν κατά πολύ τα προϊόντα «διπλής χρήσης» – αυτά με στρατιωτικές και εμπορικές εφαρμογές, όπως drones και λέιζερ – ώστε να καλύψουν προηγμένο τεχνολογικό εξοπλισμό όπως τσιπ, υπολογιστές, λογισμικό και ενεργειακό εξοπλισμό. Στοχεύουν επίσης αγαθά χαμηλής τεχνολογίας, όπως χημικά και εμπορεύματα, τα οποία συνήθως υπόκεινται σε περιορισμούς μόνο εάν προορίζονται για το Ιράν ή τη Βόρεια Κορέα.
Το εύρος τέτοιων κυρώσεων είναι αξιοσημείωτο. Ωστόσο, αυτό που κάνει την Αμερικανική πολιτική ιδιαίτερα σκληρή είναι ο «Κανόνας Ξένων Άμεσων Προϊόντων» (Foreign Direct Product Rule-FDPR), ο οποίος επεκτείνει τους ελέγχους όχι μόνο σε προϊόντα που κατασκευάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και σε ξένα που κατασκευάζονται με αμερικανικό λογισμικό και εργαλεία ή περιέχουν αμερικανικά υποσυστήματα. Όταν η Αμερική πρωτο-εφάρμοσε το FDPR το 2020 για να αποτρέψει τον κινεζικό τηλεπικοινωνιακό γίγαντα Huawei, που υποπτευόταν για κατασκοπεία, από την απόκτηση προηγμένων ημιαγωγών, έπληξε σφοδρά την εταιρεία, παρόλο που τα αμερικανικά εργοστάσια ημιαγωγών αντιπροσωπεύουν μόλις το 15% της παγκόσμιας παραγωγής τσιπ. Τώρα, η Αμερική ισχυρίζεται ότι οι παγκόσμιες εξαγωγές τσιπ προς τη Ρωσία έχουν μειωθεί κατά 90% από πέρυσι.
Αυτά είναι άσχημα νέα για τον μεταποιητικό τομέα της χώρας, ο οποίος χρειάζεται εισαγόμενα υποσυστήματα. Ο κ. Πούτιν έχει εργαστεί σκληρά από το 2014 για να θωρακίσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ρωσίας έναντι των δυτικών κυρώσεων —με την αποδολαριοποίηση του εμπορίου της, τη διαφοροποίηση των αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας και την ανάπτυξη εγχώριων δικτύων πληρωμών—αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τη βιομηχανία της χώρας. Μέχρι την έναρξη του πολέμου η ρωσική βιομηχανία παρέμενε συνδεδεμένη στην παγκόσμια εμπορική τάξη, έστω και λιγότερο από άλλες χώρες.
Τσιπ και άλλα ηλεκτρονικά εξαρτήματα από 70 διαφορετικές αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν χρησιμοποιηθεί σε ρωσικά όπλα. Άλλοι κλάδοι, από την εξόρυξη έως τις μεταφορές, απαιτούν εισαγόμενα ανταλλακτικά και τεχνογνωσία για να συντηρηθούν. Γερμανική εταιρία που προμηθεύει το μετρό της Μόσχας εκτιμά ότι, εάν σταματούσε να παρέχει υπηρεσίες, το δίκτυο θα έβλεπε διακοπές δρομολογίων εντός ενός μήνα και θα παρέλυε μετά από τρεις. Η Ρωσία χρειάζεται επίσης λογισμικό και υλικά αιχμής για την ανάπτυξη νέων προϊόντων, από ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης έως ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Ορισμένες επιπτώσεις είναι ήδη ορατές, παρόλο που οι έλεγχοι των εξαγωγών ξεκίνησαν αργά (οι περισσότεροι περιορισμοί είχαν περίοδο χάριτος από έναν έως τρεις μήνες). Η μεταποιητική παραγωγή μειώθηκε κατά 7% μεταξύ Δεκεμβρίου και Ιουνίου, με την αυτοκινητοβιομηχανία στην κορυφή (πτώση 90%), τη φαρμακευτική (25%) και τον ηλεκτρικό εξοπλισμό (15%). Τον Μάιο η Ρωσία χαλάρωσε τα πρότυπα ασφαλείας για να επιτρέψει την παραγωγή αυτοκινήτων χωρίς αερόσακους και ABS. Η έλλειψη προϊόντων υψηλής τεχνολογίας έχει εμποδίσει την εισαγωγή δικτύου 5g στη Ρωσία. Οι πρωταθλητές του cloud computing της χώρας, όπως η δραστηριοποιούμενη στο διαδίκτυο Yandex, και η τραπεζική Sberbank, κωλύονται να επεκτείνουν τα κέντρα δεδομένων τους. Η έλλειψη τσιπ εμποδίζει την έκδοση νέων πλαστικών καρτών στο εγχώριο σύστημα πληρωμών MIR. Η έλλειψη εξειδικευμένων πλοίων μπορεί να δυσχεράνει τα σχέδια γεωτρήσεων της Ρωσίας στην Αρκτική. Η έλλειψη ξένης τεχνολογίας και τεχνογνωσίας θα μπορούσε ακόμη και να επιβραδύνει την παλαιάς τεχνολογίας εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι βασικές βιομηχανίες, όπως η εξόρυξη και η επεξεργασία μετάλλων, έχουν επίσης υποστεί καθίζηση.
Η Ρωσία προσπαθεί να αντεπιτεθεί. Προηγουμένως αξιοποιούσε τη γκρίζα αγορά για να προμηθευτεί ευαίσθητα δυτικά τεχνολογικά και στρατιωτικά προϊόντα, συχνά από μεταπωλητές στην Ασία και την Αφρική. Τον Ιούνιο προχώρησε περαιτέρω νομιμοποιώντας τις «παράλληλες» εισαγωγές, επιτρέποντας στις ρωσικές εταιρείες να εισάγουν αγαθά, όπως διακομιστές και τηλέφωνα, χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του εμπορικού σήματος. Ο Αρτέμ Σταρόσιεκ, της ουκρανικής εταιρείας πληροφοριών Molfar, λέει ότι σημειώθηκε έκρηξη στον «τουρισμό για πιστωτικές κάρτες», καθώς οι τουριστικοί πράκτορες που κάποτε οργάνωναν ταξίδια για Ρώσους για εμβολιασμό ενάντια στην Covid τώρα τους μεταφέρουν για να αγοράσουν κάρτες που εκδίδονται από την Visa στο Ουζμπεκιστάν. Το εμπόριο μεταξύ των δυτικών χωρών και των γειτόνων της Ρωσίας, όπως η Γεωργία και το Καζακστάν, έχει αυξηθεί ραγδαία μετά την εισβολή.
Ωστόσο, είναι δύσκολο για μια ολόκληρη οικονομία να λειτουργεί με λαθραία εμπορεύματα, ειδικά όταν μερικά από αυτά σπανίζουν παντού. Οι κινεζικές εταιρείες, οι οποίες συνήθως προμηθεύουν το ένα τέταρτο των εισαγωγών της Ρωσίας, άργησαν να σπεύσουν προς βοήθεια, καθώς φοβούνται ότι και αυτές θα χάσουν την πρόσβαση σε βασικές δυτικές αγορές. Ακόμη και η Huawei έχει περιορίσει τους δεσμούς της με τη Ρωσία. Ως εκ τούτου, οι ελλείψεις θα διαρκέσουν, με τα αποτελέσματά τους να εντείνονται με την πάροδο του χρόνου, καθώς η φθορά έχει θα έχει το ανάλογο τίμημα και η σήψη εξαπλώνεται από τον ένα κλάδο στον άλλο. Το αποτέλεσμα θα είναι μια αργή, συνθλιπτική υποβάθμιση της οικονομίας της Ρωσίας.
Αυτή η υποβάθμιση θα επιδεινωθεί περαιτέρω από τις λιγότερο απτές επιπτώσεις των κυρώσεων. Ο Κονσταντίν Σονίν του Πανεπιστημίου του Σικάγο υπολογίζει ότι αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσοι – πολλοί από αυτούς ιδιαίτερα ειδικευμένοι – έχουν εγκαταλείψει τη χώρα μετά την εισβολή. Περισσότερες από 1.200 ξένες εταιρείες έχουν επίσης δεσμευτεί να αποχωρήσουν, σύμφωνα με μελετητές του Πανεπιστημίου Yale. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας το 2025-26 θα έχει μειωθεί περίπου στο μισό των εκτιμήσεων που είχαν εκπονηθεί πριν από το ξέσπασμα του πολέμου. Όσο η Αμερική και οι σύμμαχοί της διατηρούν τις κυρώσεις τους, η βιομηχανική ραχοκοκαλιά της Ρωσίας, το πνευματικό δυναμικό της και οι διεθνείς δεσμοί της θα εξασθενίσουν και το μέλλον της θα είναι ένα μέλλον πτώσης της παραγωγικότητας, ελάχιστης καινοτομίας και διαρθρωτικού πληθωρισμού. Οι οικονομολόγοι έκαναν λάθος που προέβλεψαν απότομο κραχ. Αντίθετα, αυτό που θα λάβει η Ρωσία είναι εισιτήριο για το πουθενά άνευ επιστροφής.