Οι εν ενεργεία πρόεδροι δεν συνηθίζουν να εγκαταλείπουν τις προσπάθειες επανεκλογής τους. Ο τελευταίος που το έκανε ήταν ο Λίντον Τζόνσον, το 1968, μια χρονιά που το κόμμα του, οι Δημοκρατικοί, θα προτιμούσαν να ξεχάσουν. Ο Τζόνσον ήταν αντιδημοφιλής. Η χώρα και το κόμμα ήταν διχασμένα από τον πόλεμο του Βιετνάμ και το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα. Μετά από μια αναπάντεχα σκληρή δοκιμασία στις πρώτες προκριματικές εκλογές, έκανε στην άκρη, μόνο και μόνο για να εξαπολύσει χάος. Ένας από τους επικρατέστερους υποψηφίους για την αντικατάστασή του, ο Ρόμπερτ Κένεντι, δολοφονήθηκε. Το χρίσμα τελικά δόθηκε στον Χιούμπερτ Χάμφρεϊ, έναν άνδρα που δεν είχε κερδίσει ούτε μία προκριματική εκλογή. Τελικά ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος στην αρχή του έτους είχε ευρέως θεωρηθεί μη εκλέξιμος, κέρδισε άνετα. Συνέχισε να κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στην προεδρία από οποιονδήποτε άλλον, εκτός από τον πιθανό υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων στις επόμενες εκλογές, τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο κ. Τραμπ, επίσης, θα έπρεπε να είναι μη εκλέξιμος, εξ αιτίας των 91 κακουργημάτων για τα οποία έχει κατηγορηθεί σε διάφορα μέρη της Αμερικής. Ο εν ενεργεία πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είναι όμως τόσο αντιδημοφιλής που μπορεί κάλλιστα να χάσει από τον κ. Τραμπ. Αν και κατά καιρούς έχουν ακουστεί πολλές φωνές που ζητούν από τον Τζο Μπάιντεν να αποχωρήσει όπως ο Τζόνσον, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι είναι πρόθυμος να το κάνει. Συγχρόνως δεν υπάρχει και καμία εγγύηση ότι οι Δημοκρατικοί θα καταλήξουν με έναν ισχυρότερο υποψήφιο αν ο Μπάιντεν αποχωρήσει. Γι’ αυτό και πολλοί Δημοκρατικοί παράγοντες παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις που έχουν για την υποψηφιότητά του, προτιμούν να σιωπούν. Όπως ένας εξ αυτών το θέτει, αν είστε όλοι κολλημένοι σε ένα πλοίο αμφίβολης αξιοπλοΐας, είναι φυσικό να εύχεστε για ένα καλύτερο σκάφος, αλλά αντιπαραγωγικό να ανοίγετε τρύπες στο κύτος ή να υποδαυλίζετε μια ανταρσία.
Οι κακές δημοσκοπικές μετρήσεις για τον Τζο Μπάιντεν, προκαλούν ανησυχία. Μελετώντας τις δημοσκοπήσεις για τις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων, ο Economist τοποθετεί τον κ. Τραμπ με διαφορά μεγαλύτερη των 50 ποσοστιαίων μονάδων από τον πλησιέστερο αντίπαλό του, καθιστώντας τον το απόλυτο φαβορί. Ο μέσος όρος των δημοσκοπήσεων για τις γενικές εκλογές που καταρτίζει η RealClearPolitics δείχνει ότι ο κ. Τραμπ προηγείται του κ. Μπάιντεν με διαφορά 2,3 ποσοστιαίων μονάδων, πολύ πάνω από την εμφάνισή του στις δύο τελευταίες προεδρικές αναμετρήσεις, στις οποίες υστερούσε σταθερά στις δημοσκοπήσεις. Στην ανάλογη περίοδο το 2016 οι μετρήσεις έδειχναν τον κ. Τραμπ επτά μονάδες χαμηλότερα, υπολειπόταν δε της Χίλαρι Κλίντον με διαφορά πέντε μονάδων, ενώ το 2020 υπολειπόταν του κ. Μπάιντεν κατά πέντε μονάδες.
Με τις περισσότερες πολιτείες να είναι τόσο κομματικές που δεν έχει νόημα να τις διεκδικήσει κανείς, η προεδρική εκστρατεία θα επικεντρωθεί σε έξι όπου το αποτέλεσμα είναι πραγματικά αβέβαιο: Αριζόνα, Τζόρτζια, Μίσιγκαν, Νεβάδα, Πενσυλβάνια και Ουισκόνσιν. Οι πρώτες δημοσκοπήσεις σε αυτές τις πολιτείες δείχνουν επίσης τον κ. Μπάιντεν αρκετές μονάδες πίσω. Ορισμένοι Δημοκρατικοί φοβούνται μάλιστα ότι οι δημοσκοπήσεις αυτές μπορεί να υποεκτιμούν την υποστήριξη του κ. Τραμπ, επειδή οι ψηφοφόροι του που το μυαλό τους είναι στις συνωμοσίες, μπορεί να μην είναι πρόθυμοι να απαντήσουν στις έρευνες.
Η δύναμη του κ. Τραμπ στηρίζεται σε μια ευρεία πολιτική μετατόπιση. Η κομματική πίστη στην Αμερική μπορεί να μοιάζει απίστευτα παγιωμένη, αλλά στην πραγματικότητα είναι μεταβλητή. Οι λευκοί ψηφοφόροι της εργατικής τάξης οδήγησαν τον κ. Τραμπ στη νίκη το 2016. Στα χρόνια που ακολούθησαν και η μη λευκή εργατική τάξη έχει αρχίσει να μετατοπίζεται. Μεταξύ 2016 και 2020 οι ισπανόφωνοι Αμερικανοί, κάποτε αρκετά πιστοί ψηφοφόροι των Δημοκρατικών, μετακινήθηκαν κατά 18 μονάδες προς τους Ρεπουμπλικανούς. Οι μαύροι άνδρες απομακρύνονται επίσης σιγά σιγά από τους Δημοκρατικούς. Το Δημοκρατικό Κόμμα παρέμεινε ανταγωνιστικό σε εθνικό επίπεδο μόνο από την προσχώρηση λευκών αποφοίτων κολεγίου. Αυτές οι δημογραφικές τάσεις είναι αρκετά σημαντικές για να καθορίσουν το αποτέλεσμα των εκλογών, αν διατηρηθούν και φαίνεται ότι θα διατηρηθούν. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν μεγαλύτερη υποστήριξη για τον κ. Τραμπ μεταξύ των αφροαμερικανών και ισπανόφωνων ψηφοφόρων απ’ ό,τι απολάμβανε το 2020. Σύμφωνα με τον Πάτρικ Ράφινι, Ρεπουμπλικανό δημοσκόπο “φαίνεται ότι οι δημοσκοπήσεις του 2024 αυτή τη στιγμή είναι τάσεις του 2020 που μεταφέρονται προς τα εμπρός”.
Πέρα από τις τάσεις στις τάξεις των ψηφοφόρων, υπάρχει ξεκάθαρα ένα πρόβλημα με τον ίδιο τον κ. Μπάιντεν. Το καθαρό ποσοστό αποδοχής του προέδρου είναι -16 μονάδες, σύμφωνα με διάφορους δημόσιους μέσους όρους δημοσκοπήσεων. Αυτό είναι αισθητά χειρότερο από αυτό του κ. Τραμπ την ίδια περίοδο της προεδρικής θητείας του. Οι ψηφοφόροι ανησυχούν για την καταλληλότητά του για το αξίωμα. Μία από τις εβδομαδιαίες δημοσκοπήσεις της YouGov για το Economist τον Δεκέμβριο διαπίστωσε ότι το 55% των Αμερικανών, συμπεριλαμβανομένου του 25% των Δημοκρατικών, πιστεύει ότι η υγεία και η ηλικία του 81χρονου κ. Μπάιντεν “περιορίζουν σοβαρά την ικανότητά του να κάνει τη δουλειά” του προέδρου. Μόνο το 24% των Αμερικανών επιθυμεί ο Μπάιντεν να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για την προεδρία. Το 61% των Αμερικανών δεν το επιθυμεί, συμπεριλαμβανομένου ποσοστού 38% από τους ψηφοφόρους του το 2020.
Οι Αμερικανοί είναι οριακά πιο ενθουσιώδεις για την διεκδίκηση της προεδρίας από τον 77χρονο κ. Τραμπ, αλλά είναι πολύ λιγότεροι αυτοί που τον θεωρούν πολύ γέρο ή αδύναμο για να αναλάβει εκ νέου το αξίωμα. Ο κ. Μπάιντεν, ο οποίος λόγω της πανδημίας το 2020 δεν έκανε μεγάλη προεκλογική εκστρατεία το 2020, δεν φαίνεται να βλέπει με ιδιαίτερη ευχαρίστηση την επίπονη προεκλογική εκστρατεία που έχει μπροστά του, ενώ στον κ. Τραμπ δεν φαίνεται να απολαμβάνει τίποτα περισσότερο από το να μιλά μπροστά σε πλήθη που τον λατρεύουν. Πριν από τέσσερα χρόνια ο κ. Μπάιντεν φέρεται να έπαιξε με την υπόσχεση να παραμείνει στο αξίωμα για μία μόνο θητεία. “Αν ο Τραμπ δεν ήταν υποψήφιος, δεν είμαι σίγουρος ότι θα έβαζα υποψηφιότητα”, είπε σε μια αίθουσα γεμάτη δωρητές τον Δεκέμβριο. Όταν ρωτήθηκε πόσοι άλλοι Δημοκρατικοί θα μπορούσαν να νικήσουν τον κ. Τραμπ, είπε: “Πιθανώς 50 από αυτούς… Δεν είμαι ο μόνος που θα μπορούσε να τον νικήσει. Αλλά εγώ θα τον νικήσω”.
Είναι σχεδόν ανύπαρκτη η πιθανότητα ο κ. Μπάιντεν να εγκαταλείψει οικειοθελώς την υποψηφιότητά του για επανεκλογή. Θεωρεί τον εαυτό του ως θεόσταλτο εξολοθρευτή του Τραμπ και πιστεύει ότι το εκλογικό του ιστορικό το αντανακλά. Πρώτα νίκησε τον κ. Τραμπ το 2020. Στη συνέχεια, στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι περίμεναν να επιφέρουν σημαντικό πλήγμα στους Δημοκρατικούς, η δύναμη των Δημοκρατικών άντεξε απροσδόκητα καλά.
Οι υποστηρικτές του κ. Μπάιντεν, όπως είναι φυσικό, εκφράζουν μεγάλη αισιοδοξία. “Αν παίζεις πόκερ, που εγώ παίζω, προτιμάς να έχεις τα δικά μας χαρτιά μας και όχι τα δικά τους”, λέει ο Τζιμ Μεσίνα, ο διαχειριστής της επιτυχημένης καμπάνιας επανεκλογής του Μπαράκ Ομπάμα το 2012 -αν και παραδέχεται ότι θα υπάρξουν δυσκολίες. Οι επιτελείς υποστηρίζουν ότι ο πρόεδρος έχει υποτιμηθεί και στο παρελθόν, όπως στις έντονα αμφισβητούμενες προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών το 2020, όταν φαινόταν μοιραία αντιδημοφιλής πριν ξαφνικά γίνει ο υποψήφιος της συναίνεσης.
Οι επιτελείς της εκστρατείας επικαλούνται τις ενδιάμεσες εκλογές ως απόδειξη ότι οι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι που υπερασπίζονται την άμβλωση και απορρίπτουν τα εκλογικά αποτελέσματα του 2020 θα τα πάνε άσχημα. Υποστηρίζουν, ορθά, ότι οι δημοσκοπήσεις που διεξάγονται δέκα μήνες πριν από τις εκλογές αποτελούν κακό οδηγό για το αποτέλεσμα. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι δεν θα αφιερώσουν πολλή σκέψη στις εκλογές επί σειρά μηνών και η προεκλογική εκστρατεία των δισεκατομμυρίων δολαρίων μόλις τώρα ετοιμάζεται. Όταν οι Αμερικανοί δώσουν μεγαλύτερη προσοχή, επιμένουν οι επιτελείς, η εικόνα του κ. Τραμπ να πηγαινοέρχεται μεταξύ συγκεντρώσεων και δικαστικών εμφανίσεων θα θυμίσει στους Αμερικανούς το χάος της θητείας του.
Το δημοσκοπικό έλλειμμα του κ. Μπάιντεν δεν είναι ανυπέρβλητο. Ο Bidenworld πιστεύει επίσης ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι ψηφοφόροι θα αναγνωρίσουν τα επιτεύγματα του προέδρου και θα του αποδώσουν τα εύσημα. Η αγορά εργασίας είναι εύρωστη, η ανεργία είναι χαμηλή και η αύξηση των μισθών είναι ισχυρότερη στη βάση της κατανομής του εισοδήματος, μειώνοντας τη μισθολογική ανισότητα. Ο πληθωρισμός, ο οποίος έχει εξοργίσει πολλούς ψηφοφόρους, υποχωρεί χωρίς ύφεση. Η δημοσκόπηση της YouGov για τον Economist δείχνει όμως ότι οι Αμερικανοί είναι αδικαιολόγητα απαισιόδοξοι: το 58% πιστεύει ότι η χώρα έχει υψηλή ανεργία, ενώ δεν έχει, το 44% πιστεύει ότι η χώρα βρίσκεται σε ύφεση, ενώ δεν βρίσκεται και το 40% πιστεύει ότι ο πληθωρισμός θα είναι υψηλότερος σε έξι μήνες κάτι αρκετά απίθανο. Οι Δημοκρατικοί ελπίζουν ότι οι ψηφοφόροι θα παρατηρήσουν ότι η οικονομία είναι σε καλύτερο επίπεδο από ό,τι νόμιζαν μέχρι την ημέρα των εκλογών. Αλλά οι Ρεπουμπλικάνοι συνεχίζουν να μιλούν υποτιμητικά σε “Bidenomics”, υποδηλώνοντας ότι αμφιβάλλουν ότι το θέμα θα λειτουργήσει τελικά τον πρόεδρο.
Οι υποστηρικτές του κ. Μπάιντεν τονίζουν επί της ουσίας ότι θα κερδίσει επειδή πρέπει. “Θα κερδίσουμε επειδή η δημοκρατία και η ελευθερία και οι ίδιες οι ιδέες που κάνουν την Αμερική αυτή που είναι, βρίσκονται σε κίνδυνο. Δεν έχουμε άλλη επιλογή”, λέει ο Κουέντιν Φουλκς, αναπληρωτής διευθυντής της προεκλογικής του εκστρατείας. Βλέπουν μια μάχη για την ίδια την “ψυχή του έθνους”, όπως λέει συχνά ο κ. Μπάιντεν. Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση, αλλά απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό. Μια νέα έρευνα της ομάδας μελέτης ψηφοφόρων του Democracy Fund διαπιστώνει ότι οι Αμερικανοί αρέσκονται να επικαλούνται τους δημοκρατικούς κανόνες για να επιπλήξουν κάποιον από το αντίπαλο κόμμα, αλλά είναι πρόθυμοι να τους αναστείλουν όταν πρόκειται για τον υποψήφιο της προτίμησής τους. Ο κ. Τραμπ θολώνει επίσης τα πράγματα χρησιμοποιώντας τη δική του αποκαλυπτική ρητορική: πρόσφατα αποκάλεσε τον κ. Μπάιντεν “καταστροφέα της αμερικανικής δημοκρατίας”. Οι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο ενδέχεται να καταθέσουν μομφή -πραγματική φαρσοκωμωδία- κατά του κ. Μπάιντεν προκειμένου να ισχυριστούν ότι και οι δύο άνδρες είναι εξίσου ανυπόληπτοι.
Ωραία μέρα για το Νιούσομ
Σε κάθε περίπτωση, τελικά το επιχείρημα αποδεικνύεται αμφίδρομο. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ισχυριστεί ότι οι Δημοκρατικοί δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν έναν τόσο αδύναμο υποψήφιο όπως ο κ. Μπάιντεν. Το κόμμα έχει πολλούς μη γηραιούς πολιτικούς που θα μπορούσαν να ηγηθούν ενός προεδρικού ψηφοδελτίου. Το πρόβλημα είναι ότι κανένας από αυτούς δεν έχει τολμήσει να συμμετάσχει στις προκριματικές εκλογές, εν μέρει από φόβο ότι δεν θα μπορούσαν να νικήσουν τον κ. Μπάιντεν, αντίθετα θα έβλαπταν μόνο τις πιθανότητές του στις γενικές εκλογές. Μόνο ελάχιστα γνωστοί πολιτικοί, όπως ο Ντιν Φίλιπς, ένας Δημοκρατικός βουλευτής από τη Μινεσότα, έχουν θέσει υποψηφιότητα. “Ο πρόεδρος Μπάιντεν -ένας άνθρωπος με αξιοπρέπεια και ακεραιότητα τον οποίο σέβομαι- είναι ίσως ένας από τους μόνους Δημοκρατικούς που θα μπορούσε να χάσει και πιθανώς θα χάσει από τον Ντόναλντ Τραμπ”, εξηγεί ο κ. Φίλιπς. Αναφέρει, ότι ο ίδιος λέει φανερά όσα περί της προχωρημένης ηλικίας και της αντιδημοτικότητας του προέδρου οι υπόλοιποι συζητούν χαμηλόφωνα.
Όσο λογικές κι αν είναι οι επικρίσεις του κ. Φίλιπς, η πρόκλησή του μοιάζει καταδικασμένη (“διατηρήστε την πίστη” είναι μια από τις ατάκες του). Θα μπορούσε να σημειώσει απροσδόκητα υψηλά ποσοστά στις προκριματικές εκλογές του Νιου Χαμσάιρ, που θα διεξαχθούν στις 23 Ιανουαρίου, τις οποίες ο κ. Μπάιντεν μποϊκοτάρει λόγω διαφωνίας για τον προγραμματισμό εντός του Δημοκρατικού Κόμματος. Στη συνέχεια, τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα. Ορισμένες πολιτείες, όπως η Φλόριντα, ακύρωσαν στην πράξη τις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, δηλώνοντας ότι υπάρχει μόνο ένας κατάλληλος υποψήφιος. Η δυσκολία να μπει στο ψηφοδέλτιο ώθησε τον Ρόμπερτ Κένεντι τζούνιορ, τον γιο του υποψηφίου που δολοφονήθηκε το 1968, να εγκαταλείψει την προσπάθεια να κατέβει στις προκριματικές εκλογές εναντίον του κ. Μπάιντεν και αντ’ αυτού να προσπαθήσει να μπει στο ψηφοδέλτιο στις γενικές εκλογές ως υποψήφιος τρίτου κόμματος.
Ακόμη και αν εκείνοι οι υποψήφιοι που έβλεπαν ελπίδες να νικήσουν τον κ. Μπάιντεν, είναι πολύ αργά για να ξεκινήσουν μια σοβαρή εκστρατεία στις προκριματικές εκλογές. Οι προθεσμίες για την κατάθεση υποψηφιότητας στις προκριματικές εκλογές έχουν ήδη παρέλθει σε περισσότερες από 20 πολιτείες, και αρκετές ακόμη απειλούνται στις αρχές Ιανουαρίου. Τα τελευταία χρόνια το ημερολόγιο των προκριματικών έχει πολύ περιοριστεί : οι περισσότεροι από τους σχεδόν 4.000 τακτικούς αντιπροσώπους θα κατανεμηθούν μέχρι το τέλος Μαρτίου, δίνοντας σε έναν υποψήφιο πολύ λίγο χρόνο για να αποκτήσει οποιαδήποτε δυναμική.
Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι ο κ. Μπάιντεν θα εξασφαλίσει εύκολα το χρίσμα του κόμματός του. Είναι πιθανό, βέβαια, να αναγκαστεί να παραιτηθεί από αυτό που οι ειδήμονες αποκαλούν ευγενικά “γεγονός υγείας”. Αλλά ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν θα ήταν απαραίτητα ευνοϊκό για τους Δημοκρατικούς. Όπως όταν ο Τζόνσον δήλωσε το 1968: “Δεν θα επιδιώξω και δεν θα δεχθώ το χρίσμα του κόμματός μου για άλλη μια θητεία ως πρόεδρός σας”, πιθανότατα θα ακολουθούσε πανδαιμόνιο. Το κόμμα ίσως θα χρειαζόταν να ξαναγράψει τους κανόνες των προκριματικών εκλογών, ώστε να επιτρέψει σε περισσότερους υποψηφίους την πρόσβαση στο ψηφοδέλτιο με καθυστέρηση, αλλά ακόμη και έτσι, η εκστρατεία θα ήταν πιθανώς δυσάρεστη, βάναυση και σύντομη. Μόνο λίγοι υποψήφιοι, που θα είχαν τους πόρους για να ενεργοποιήσουν μια εκλογική μηχανή σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν.
Ο Χάρις ακροβατεί
Η Καμάλα Χάρις, η αντιπρόεδρος, θα ήταν η πιθανή υποψήφια, με τη θεσμική υποστήριξη του κόμματος πίσω της και ίσως ακόμη και την υποστήριξη του κ. Μπάιντεν. Οι Δημοκρατικοί είναι μια ομάδα με ιεραρχία. Η τελευταία φορά που αρνήθηκαν έναν αντιπρόεδρο που διεκδικούσε το προεδρικό χρίσμα ήταν το 1952. Ο άτυχος άνδρας ήταν ο αναπληρωτής του Χάρι Τρούμαν, ο Άλμπεν Μπάρκλεϊ, ένας εβδομηντάχρονος, του οποίου η άθλια όραση απαιτούσε τα έγγραφα να είναι γραμμένα με γραμματοσειρά σε ύψος ιντσών.
Αλλά η κ. Χάρις, η οποία διεξήγαγε μια καταστροφική εκστρατεία για την προεδρία το 2020 που έληξε πριν από την πρώτη ψηφοφορία, θα προσελκύσει σχεδόν σίγουρα αμφισβητίες. Μόνο το 36% των Αμερικανών πιστεύει ότι έχει τα προσόντα να γίνει πρόεδρος, σύμφωνα με την YouGov. Μόνο το 23% πιστεύει ότι θα κέρδιζε τον κ. Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του 43% όσων ψήφισαν τον κ. Μπάιντεν το 2020 και μόλις του 3% των ψηφοφόρων του Τραμπ. Αν και θα ήταν άβολο σε ένα κόμμα που έχει συνείδηση της ταυτότητας να επιχειρήσει να πατήσει πάνω στον πρώτο μαύρο πρόεδρο και την πρώτη γυναίκα αντιπρόεδρο, κάποιοι αντίπαλοι θα ήταν πιθανώς πρόθυμοι να κάνουν το βήμα.
Ο Γκάβιν Νιούσομ, ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, φανερά ζητάει την ευκαιρία να γίνει πρόεδρος, αν και το αρνείται και έχει δημιουργήσει μια τρομερή πολιτική μηχανή. Ο κυβερνήτης του Ιλινόις, J.B. Pritzker, έχει φιλοδοξία και κληρονομική περιουσία δισεκατομμυρίων. Αλλά οι μετριοπαθείς κυβερνήτες που πολλοί Δημοκρατικοί θεωρούν ότι είναι οι πλέον κατάλληλοι για να αναμετρηθούν με τον κ. Τραμπ -όπως ο Άντι Μπέσιρ του Κεντάκι, ο Τζος Σαπίρο της Πενσιλβάνια ή η Γκρέτσεν Γουίτμερ του Μίσιγκαν- ενδέχεται να μην έχουν αρκετά χρήματα στα χέρια τους για να ανταγωνιστούν σωστά σε μια ξαφνικά ανοιχτή προκριματική διαδικασία ή αρκετό χρόνο για να χτίσουν μια βιώσιμη εκστρατεία. Τα μεγαλύτερα πολιτικά ταλέντα στο υπουργικό συμβούλιο του κ. Μπάιντεν, όπως ο Πιτ Μπάτιγκιγκ, ο υπουργός Μεταφορών, και η Τζίνα Ραϊμόντο, η υπουργός Εμπορίου, θα έπρεπε πιθανότατα να παραιτηθούν αν ήθελαν να μπουν στη μάχη. Η στέψη της κας Χάρις μπορεί επομένως να είναι απλώς αναπόφευκτη.
Εάν ο κ. Μπάιντεν αναγκαστεί να εγκαταλείψει την υποψηφιότητά του για το Λευκό Οίκο αφού έχουν ολοκληρωθεί πολλές προκριματικές εκλογές, η σύγχυση θα ήταν ακόμη πιο μαγάλη. Οι κανόνες των μεγάλων κομμάτων για την ανάδειξη ενός υποψηφίου είναι απίστευτα περίπλοκοι, αλλά στην ουσία απαιτούν την πλειοψηφία των αντιπροσώπων να υποστηρίξουν τον νικητή σε ένα εθνικό συνέδριο. Για τους Δημοκρατικούς αυτό θα πραγματοποιηθεί στο Σικάγο τον Αύγουστο – στην ίδια πόλη με το τραυματικό συνέδριο του 1968, όπου η αστυνομία διέλυσε βίαια τους αντιπολεμικούς διαδηλωτές έξω από το χώρο όπου διεξαγόταν το συνέδριο, ενώ οι αντιπρόσωποι συζητούσαν μέσα στο συνέδριο για την πορεία προς τα εμπρός. Κανονικά, οι περισσότεροι αντιπρόσωποι είναι “δεσμευμένοι”, πράγμα που σημαίνει ότι αναμένεται να αντανακλούν το αποτέλεσμα των προκριματικών εκλογών στην πολιτεία τους. Αλλά αν είναι δεσμευμένοι με έναν υποψήφιο που δεν είναι πλέον στην κούρσα, αντιμετωπίζονται περίπου όπως οι “superdelegates”, οι 746 μεγαλοεκπρόσωποι του κόμματος που μπορούν να ψηφίζουν όπως θέλουν.
Εάν ο κ. Μπάιντεν αποσυρθεί αφού κερδίσει ένα μεγάλο ποσοστό αντιπροσώπων, οι υποψήφιοι που θα τον αντικαταστήσουν θα αναγκαστούν να προσελκύσουν τους πατρικίους του κόμματος και όχι τους πληβείους του. Το συνέδριο θα επέστρεφε από τη σημερινή του μορφή -ένα τετραήμερο θέαμα- στην παλιομοδίτικη μορφή του: τέσσερις ημέρες παζαρέματος σε δωμάτια γεμάτα καπνό. Ο Hans Noel, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Georgetown, υποστηρίζει ότι ένα αμφισβητούμενο συνέδριο είναι πιο πιθανό να αναδείξει έναν υποψήφιο ικανό να ενώσει ένα σύγχρονο κόμμα που βρίσκεται σε ρήξη από ό,τι το σημερινό σύστημα “αθλητικού τουρνουά”. Αλλά οι περισσότεροι Δημοκρατικοί πιστεύουν ότι το κόμμα θα βγει περισσότερο διχασμένο παρά ενωμένο μετά από μια τέτοια αναταραχή. Οι Αμερικανοί ψηφοφόροι, επίσης, δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες μηχανορραφίες. Έχουν να παρακολουθήσουν ένα τέτοιο αμφισβητούμενο συνέδριο από το 1976, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι μεγαλοστελέχη επέλεξαν τον Τζέραλντ Φορντ αντί του Ρόναλντ Ρίγκαν.
Εάν ο κ. Μπάιντεν αρρώσταινε και δεν μπορούσε να διεκδικήσει τις εκλογές μετά την ανάδειξη του υποψηφίου τον Αύγουστο, η Εθνική Επιτροπή των Δημοκρατικών, η οποία αποτελείται από μερικές εκατοντάδες κομματικούς παράγοντες, θα αποφάσιζε ποιον θα τοποθετούσε επικεφαλής του ψηφοδελτίου. Τέτοια συνεδρίαση έχει απαιτηθεί μόνο μία φορά στο παρελθόν, το 1972, όταν ο υποψήφιος αντιπρόεδρος των Δημοκρατικών, Τόμας Ίγκλετον, αναγκάστηκε να αποσυρθεί μετά τις αποκαλύψεις ότι έπασχε από κατάθλιψη και είχε υποβληθεί σε θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Και πάλι, είναι πιθανό το χρίσμα να περάσει σε αυτή την περίπτωση στην κ. Χάρις. Ο κ. Μπάιντεν εμφανίζεται πιστός σε αυτήν ως συνυποψήφιά του. Ωστόσο, η αστάθειά της ως υποψήφια πιστεύεται ότι είναι ένας από τους λόγους που ο κ. Μπάιντεν διστάζει να αποχωρήσει.
Τα χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά του κ. Μπάιντεν φέρνουν τους Δημοκρατικούς σε πολύ δύσκολη θέση. Οι εναλλακτικές λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ακόμη πιθανές δεν είναι προφανώς προτιμότερες. Όταν ερωτάται αν θα ήταν καλύτερα αν ο κ. Μπάιντεν αποσυρόταν, η προτιμώμενη στρατηγική του κόμματος για τις δημόσιες σχέσεις είναι να προσποιείται ότι η ιδέα είναι παράλογη. Οι επιτελείς του κ. Μπάιντεν λένε ηρωικές ιστορίες για τις τιμωρητικές ημέρες που υπομένει συστηματικά και επιμένουν ότι είναι τόσο προσεκτικός, ενημερωμένος και πνευματικά ευκίνητος που ο δημοσιογράφος που κάνει τις αμήχανες ερωτήσεις “δεν θα μπορούσε να επιβιώσει από μια δεκάλεπτη ενημέρωση πολιτικής με τον πρόεδρο”. Αυτό που πραγματικά εννοούν είναι ότι δεν υπάρχει σχέδιο Β.