Αφού μείωσε δραστικά τους φόρους, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ άλλαξε ασμένως πολιτική
Τον Ιούλιο του 1981 ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν βγήκε στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις υποσχόμενος να μειώσει το «τεράστιο βάρος της ομοσπονδιακής φορολογίας για τους Αμερικανούς και τις οικογένειές τους». Ο πληθωρισμός ήταν πολύ υψηλός και η σφιχτή νομισματική πολιτική είχε εκτινάξει τα επιτόκια πάνω από το 19% – προβλήματα που ο Ρίγκαν είχε αποδώσει εν μέρει στη διόγκωση του δημοσίου χρέους. Αλλά ο πρόεδρος προσπέρασε τις αντιφάσεις και υποστήριξε ότι οι περικοπές των φόρων και η απορρύθμιση της οικονομίας θα απελευθέρωναν την παραγωγικότητα και θα απογείωναν την ανάπτυξη. Μέχρι τον Αύγουστο της χρονιάς εκείνης είχε υπογράψει τις μεγαλύτερες μειώσεις φόρων στις ΗΠΑ μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μειώσεις που αντιστοιχούσαν σχεδόν στο 3% του ετήσιου αμερικανικού ΑΕΠ.
Η Λιζ Τρας, η νέα πρωθυπουργός της Βρετανίας, εφαρμόζει τώρα τα Reaganomics δημιουργώντας και πάλι μια παραφωνία στην οικονομική πολιτική της χώρας. Η Τράπεζα της Αγγλίας (ΒΟΕ) καταπολεμά τον πληθωρισμό που τρέχει με ρυθμό 9,9% σε ετήσια βάση. Στις 22 Σεπτεμβρίου η Τράπεζα αύξησε τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης. Ωστόσο, την επομένη η κυβέρνηση της κυρίας Truss επρόκειτο να παρουσιάσει τις λεπτομέρειες ενός «τεράστιου δημοσιονομικού κινήτρου», το οποίο περιλαμβάνει περικοπές φόρων ύψους περίπου 30 δισ. στερλινών (34 δισ. δολαρίων) ετησίως, που αντιστοιχούν στο 1,2% του βρετανικού ΑΕΠ. Προανήγγειλε επίσης επιδοτήσεις για τους λογαριασμούς ενέργειας το συνολικό κόστος των οποίων θα μπορούσε να φτάσει την επόμενη διετία στα 150 δισ. στερλίνες.
Το χρήμα που θα διοχετεύσει η δημοσιονομική τόνωση στην οικονομία θα αναγκάσει την BΟΕ να επισπεύσει την επόμενη αύξηση των επιτοκίων (παρά το γεγονός ότι τα πλαφόν στις τιμές της ενέργειας θα μειώσουν τον πληθωρισμό). Αλλά δεν πειράζει, λένε οι υποστηρικτές της κυρίας Τρας, γιατί οι φορολογικές περικοπές θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα. Δεν έπεσε ο πληθωρισμός και δεν εκτινάχθηκε η ανάπτυξη επί των ημερών του Ρόναλντ Ρίγκαν;
Δυστυχώς η προσπάθεια της κυρίας Τρας να μιμηθεί την επιτυχία του αμερικανού προέδρου είναι καταδικασμένη. Οι αγορές συναλλάγματος δείχνουν γιατί. Τα Reaganomics συνοδεύτηκαν από την ενίσχυση του δολαρίου. Το ίδιο προκάλεσαν και οι φορολογικές μειώσεις του Ντόναλντ Τραμπ το 2018, οι οποίες συνέπεσαν μάλιστα με την άσκηση σφιχτότερης νομισματικής πολιτικής. Το δολάριο είναι το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, στο οποίο οι επενδυτές καταφεύγουν όταν πέφτει η όρεξη της αγοράς για την ανάληψη ρίσκου, κάτι που συμβαίνει συχνά όταν η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (FED) αυξάνει τα επιτόκια. Ένα ισχυρό νόμισμα κάνει τις εισαγωγές φθηνότερες και βοηθά στη συγκράτηση του πληθωρισμού.
Στη Βρετανία, ωστόσο, η λίρα έχει υποχωρήσει κατά 16% έναντι του δολαρίου το 2022. Πρόκειται για λίγο μεγαλύτερη πτώση από εκείνη του ευρώ έναντι του δολαρίου και για μικρότερη πτώση από αυτή του γιεν. Αλλά αυτές οι συγκρίσεις κολακεύουν τη στερλίνα. Ενώ η νομισματική πολιτική αναμένεται να παραμείνει πιο χαλαρή στη ζώνη του ευρώ και στην Ιαπωνία από ό,τι στις ΗΠΑ, η BΟΕ αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια τουλάχιστον στο 4,5% το 2023, συγχρονίζοντας το βήμα με τη FED. Η στερλίνα έχει υποχωρήσει ούτως ή άλλως επειδή θεωρείται ένα λιγότερο ασφαλές περιουσιακό στοιχείο από αυτά τα νομίσματα. Και οι επενδυτές ανησυχούν για την παγκόσμια ανάπτυξη.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι να μη λάβει η BΟΕ βοήθεια από τις αγορές συναλλάγματος, καθώς ασκώντας αυστηρότερη νομισματική πολιτική αντισταθμίζει τη δημοσιονομική τόνωση της κυρίας Τρας. Αλλά οι πιο ακριβές εισαγωγές ενισχύουν τον πληθωρισμό. Κι αυτός είναι ένας μεγάλος πονοκέφαλος για μια οικονομία που εξαρτάται από το εμπόριο όσο εξαρτάται η βρετανική.
Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι η συρρικνούμενη προσφορά στη οικονομία της Βρετανίας. Είναι αξιοθαύμαστο να προσπαθείς να τονώσεις τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη με τη χαλάρωση των ρυθμιστικών κανόνων και την περικοπή των φόρων. Αλλά η υψηλή ανάπτυξη της εποχής του Ρίγκαν ήταν εν μέρει το αποτέλεσμα της εισόδου των Αμερικανίδων στο εργατικό δυναμικό της χώρας. Ο πληθυσμός της Βρετανίας γερνάει και η οικονομία της ακόμα πασχίζει να προσαρμοστεί στο Brexit. Αυτοί οι παράγοντες ροκανίζουν την προσφορά περισσότερο από όσο είναι πιθανό να την τονώσουν οι μεταρρυθμίσεις.
Οι χειροκροτητές της κυρίας Τρας φαίνεται ότι έχουν διαβάσει μόνο το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας των Reaganomics. Οι αρχικές αποδόσεις του προγράμματος ήταν μικτές. Οι φορολογικές περικοπές δεν εμπόδισαν μια βαθιά ύφεση, ενώ μέχρι τον Μάρτιο του 1984 ο ετήσιος πληθωρισμός είχε σκαρφαλώσει ξανά στο 4,8% και η απόδοση των δεκαετών ομολόγων της αμερικανικής κυβέρνησης είχε ξεπεράσει το 12%, αντανακλώντας τους φόβους της αγοράς για ένα νέο πληθωριστικό σπιράλ. Ο πληθωρισμός σταθεροποιήθηκε μόνο αφού το Κογκρέσο είχε αυξήσει τους φόρους. Μέχρι το 1987 ο προϋπολογισμός των ΗΠΑ, εξαιρουμένων των τοκοχρεολυσίων, ήταν σχεδόν ισοσκελισμένος. Μέχρι το 1993 το Κογκρέσο είχε αυξήσει τους φόρους σχεδόν όσο τους είχε μειώσει ο Ρίγκαν το 1981. Εάν η βρετανική κυβέρνηση δεν διορθώσει αναλόγως την πορεία της, το αποτέλεσμα θα είναι να κλιμακώνεται η αντίθεση μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής – και να αυξάνεται ο κίνδυνος παγίωσης του πληθωρισμού.