«Το βάρος χρέους μίας χώρας εξαρτάται από το πόσα χρωστάει, αλλά και από το χάσμα ανάμεσα στον ρυθμό ανάπτυξης και στα πραγματικά επιτόκια που πρέπει να πληρώσει. Και στα δύο, οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας δεν έχουν καλή επίδοση. Οι περισσότερες έχουν χρέη που υπερβαίνουν το 100% του ΑΕΠ. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, από την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας μέχρι την απελευθέρωση κάποιων κλάδων, δεν ήταν αρκετά δραστικές για να αλλάξουν τις προοπτικές ανάπτυξης. Έτσι, το πιθανότερο είναι πως η ανάπτυξη θα παραμείνει αδύναμη και ο αποπληθωρισμός θα ενταθεί περισσότερο».
Αυτά αναφέρει σε άρθρο του ο Economist, σχολιάζοντας τη “βουτιά” στις αποδόσεις των ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας, που μεταξύ άλλων κατέστησαν δυνατή την πρόσφατη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.
Ο Economist εστιάζει στο “δίδυμο” πρόβλημα του αποπληθωρισμού και της αναπτυξιακής καθήλωσης, θεωρώντας επιπλέον ότι η προεξόφληση (και τιμολόγηση στις αποδόσεις των ομολόγων) της προοπτικής να “κόψει χρήμα” η ΕΚΤ μπορεί να μην επαληθευτεί.
Διαπιστώνει, επομένως, ότι ο ενθουσιασμός για τα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας μπορεί να αποδειχτεί πρόωρος και ανεδαφικός. Σε αυτή την περίπτωση, τα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρτειας θα μπορούσαν να αποδειχτούν “φούσκα”…
Για τον Economist, ενάντια σε μια τέτοια ζοφερή προοπτική η ελπίδα είναι μία: να αναλάβει δράση η ΕΚΤ ενάντια στον αποπληθωρισμό, προχωρώντας στην ευρωπαϊκή “ποσοτική χαλάρωση”.