Την πρότασή της για την ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην κατεύθυνση ενός «νέου σύγχρονου αριστερού κόμματος που μπορεί να είναι ο κορμός, το κέντρο και ο βασικός εκφραστής του δημοκρατικού και προοδευτικού κόσμου», ανέπτυξε η Έφη Αχτσιόγλου καταθέτοντας επισήμως την υποψηφιότητά της για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
«Χρειαζόμαστε έναν νέο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Έναν ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μεθοδικό, αποτελεσματικό, σύγχρονο», ανέφερε χαρακτηριστικά η κα Αχτσιόγλου.
Αναφέρθηκε στο αποτέλεσμα των εκλογών λέγοντας ότι «συνιστά μια τομή, όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά και για την ελληνική κοινωνία» ενώ υπογράμμισε ότι «οι αντιθέσεις που οξύνονται διαρκώς και στην παρούσα φάση ενισχύουν το δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος». Υπογράμμισε την ανάγκη πολιτικής αντεπίθεσης που σαν προυπόθεση έχει «να κατανοήσουμε τα αίτια της πολιτικής μας ήττας» και πρόσθεσε: «η κατανόηση της σημερινής μας συνθήκης οφείλει να συμβαδίσει με την ανασυγκρότηση του κόμματος».
Η κα Αχτσιόγλου υποστήριξε ότι είναι απλουστευτικό και λανθασμένο το ερώτημα για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κινηθεί προς τα αριστερά ή προς το Κέντρο. Αφού σημείωσε ότι «τα πολιτικά μου διαπιστευτήρια τα έδωσα εκεί που έπρεπε, στον κόσμο της εργασίας» ανέπτυξε την θέση της υπό μορφή ερωτημάτων: «Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα η υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας; Με στόχο την αύξηση των μισθών στο μερίδιο του ΑΕΠ, τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης;
Είναι αριστερό ή κεντρώο σήμερα να προτάξουμε την ανθρωπιστική διαχείριση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού, να υπερασπιζόμαστε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου;
Είναι αριστερή ή κεντρώα πολιτική σήμερα να υπερασπιστούμε τον δημόσιο χαρακτήρα των υποδομών, το κοινωνικό κράτος, το δημόσιο πανεπιστήμιο, τα κοινά αγαθά;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα μια πολιτική που θέτει στο επίκεντρο το θέμα της αναδιανομής, δεν μιλά γενικά και αόριστα για τις ανισότητες, αλλά προτάσσει συγκεκριμένες πολιτικές, ενάντια στη νόμιμη φοροαποφυγή ή την φοροδιαφυγή του ακραίου πλούτου και των κερδών;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα μια πολιτική που διεκδικεί την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας ώστε να μην ανοίξει ένας νέος κύκλος λιτότητας στην Ευρώπη;
Είναι τελικά αριστερό ή κεντρώο να υπερασπιστούμε μια ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, όπως αυτή που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, και οδήγησε σε μια από τις κορυφαίες παρακαταθήκες του Αλέξη Τσίπρα, στη Συμφωνία των Πρεσπών;».
Απαντώντας υπογράμμισε ότι «είναι αυτές τις αρχές και αυτούς τους πολιτικούς στόχους που θέλουμε να υπηρετήσουμε».
Αναφέρθηκε στη οικονομία λέγοντας «να επεξεργαστούμε και να μιλήσουμε συγκεκριμένα για το πώς θα διαμορφώσουμε ένα αναπτυξιακό μοντέλο και παραγωγικά καινοτόμο, ένα μοντέλο συμπεριληπτικής ανάπτυξης, να μιλήσουμε για μια προοδευτική φορολογική μεταρρύθμιση, για το επενδυτικό περιβάλλον, και την ανάγκη βαθέων τομών και μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση αλλά και στην ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης, για στήριξη με συγκεκριμένες πολιτικές συνεργατικών εγχειρημάτων ΜμΕ που μπορούν να πρωταγωνιστήσουν στην οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας».
Για την εργασία είπε ότι «Είναι φανερό ότι οι θέσεις μας δεν μπορούν να περιορίζονται στην αποκατάσταση θεσμών του παρελθόντος. Πρέπει να μιλήσουμε για τις σύγχρονες ανάγκες με προωθητικό τρόπο».
Ειδική αναφορά έκανε στις σχέσεις με την Τουρκία εξαπολύοντας ταυτόχρονα επίθεση στον Κυριάκο Μητσοτάκη: «Σε ό,τι αφορά τη σχέση μας με την Τουρκία, αποδείχθηκε τα προηγούμενα χρόνια ότι μόνο οι εξοπλισμοί και οι αμυντικές συμφωνίες δεν αρκούν για να αποκτήσει το αίσθημα ασφάλειας ο Έλληνας πολίτης. Επιπλέον αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά μετά τις Πρέσπες ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν διστάζει να επιτεθεί στους πολιτικούς του αντιπάλους με όρους πατριδοκαπηλίας, για να μας παρουσιάσει ως “εθνική εξαίρεση”. Αυτές είναι οι λογικές που συνέβαλλαν και στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Η επανεκκίνηση του διαλόγου με την Τουρκία σε συνέχεια της δυναμικής που δημιουργήθηκε μετά τους σεισμούς είναι θετική εξέλιξη. Αλλά χρειαζόμαστε έναν συγκροτημένο διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου. Που δεν θα περιορίζεται σε απλή ανταλλαγή επισκέψεων αλλά θα βασίζεται στην ανάπτυξη Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Που θα έχει σαφείς κόκκινες γραμμές, σαφή προοπτική την προσφυγή στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ και θα εντάσσει τα ελληνοτουρκικά στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Αναμένουμε άμεσα ενημέρωση και ξεκάθαρες απαντήσεις από την κυβέρνηση για την συνάντηση με τον κ. Ερντογάν διότι οι δηλώσεις Μητσοτάκη δημιούργησαν σοβαρά ερωτηματικά».
Κλείνοντας η κα Αχτσιόγλου εξέφρασε την πεποίθησή της ότι «η ηγεμονία της ΝΔ μπορεί να αντιστραφεί. Ο οικονομικός κύκλος λιτότητας που ανοίγει δεν αφήνει πολλά περιθώρια σε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική να τις διατηρήσει. Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιον θα βρει η Νέα Δημοκρατία απέναντι της. Ένα αδύναμο, εσωστρεφή και χωρίς κυβερνητική προοπτική ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ; Ή έναν ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ προγραμματικά, πολιτικά, και οργανωτικά έτοιμο;».