Νέα κίνητρα στους συνεπείς οφειλέτες του Δημοσίου σχεδιάζει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, σε μία προσπάθεια να τους επιβραβεύσει καθώς τηρούν χωρίς καμία καθυστέρηση τις ρυθμίσεις που ακολουθούν. Με τις κινήσεις που σχεδιάζουν οικονομικό επιτελείο και ΑΑΔΕ δίνεται και μία ανάσα ρευστότητας στους συνεπείς οφειλέτες, οι οποίοι βλέπουν να παρακρατείται τμήμα των εισπράξεών τους, είτε από μεταβιβάσεις ακινήτων, είτε από είσπραξη χρημάτων.
Σύμφωνα με τον Διοικητή της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλή οι οφειλέτες θα αντιμετωπίζονται με βάση το προφίλ τους. Αυτό σημαίνει ότι όσοι είναι ενταγμένοι σε ρύθμιση και πληρώνουν κανονικά τις δόσεις τους, θα έχουν περισσότερα προνόμια, όπως για παράδειγμα τη μείωση του ποσοστού παρακράτησης κατά την πώληση ακινήτου που σήμερα ανέρχεται στο 70% της αξίας του τιμήματος. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις μεταβιβάσεων ακινήτων, οι φορολογούμενοι με ρυθμισμένα χρέη που είναι συνεπείς στην πληρωμή των μηνιαίων δόσεων των ρυθμίσεών τους, θα επιβραβεύονται άμεσα με μειωμένα ποσοστά παρακράτησης επί των τιμημάτων πώλησης των ακινήτων τους σε σύγκριση με εκείνους οι οποίοι δεν έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους ή είναι ασυνεπείς στις ρυθμίσεις τους κατά τη χορήγηση βεβαιώσεων οφειλών. Η ενημέρωση της ΑΑΔΕ θα είναι άμεση και η χορήγηση των βεβαιώσεων θα γίνεται ψηφιακά.
Σήμερα για να μπορέσει η εφορία να εκδώσει τη φορολογική ενημερότητα πρέπει προηγουμένως ο οφειλέτης να έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών ή να έχει οφειλές μη ληξιπρόθεσμες ή σε αναστολή .Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να εκδοθεί αποδεικτικό ενημερότητας περιορισμένης ισχύος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον έναν μήνα.
Τι προβλέπει σήμερα η νομοθεσία
1. Μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος. Εφόσον υπάρχουν οφειλές σε ρύθμιση ή οφειλές μη ληξιπρόθεσμες ή σε αναστολή το αποδεικτικό ενημερότητας εκδίδεται με ποσό παρακράτησης ποσοστού 70% επί του τιμήματος, εφόσον το τίμημα δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας, και έως το ύψος των ληξιπρόθεσμων ρυθμισμένων οφειλών στη Φορολογική Διοίκηση. Εάν υφίστανται ληξιπρόθεσμες οφειλές σε αναστολή άνω των 50.000 ευρώ, ορίζεται ποσοστό παρακράτησης 50% επί του τιμήματος, εφόσον αυτό δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας, και έως το ύψος των συνολικών οφειλών σε αναστολή. Εάν το τίμημα υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας και το ποσό της παρακράτησης, υπολογιζόμενο επί του τιμήματος είναι μικρότερο των οφειλών, εκδίδεται αποδεικτικό ενημερότητας με υπολογισμό του ποσού της παρακράτησης επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό της παρακράτησης που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτό δεν υπερβαίνει το τίμημα.
2. Είσπραξη χρημάτων. Το ποσοστό της παρακράτησης διαμορφώνεται από 10% έως και 70% και ορίζεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης των οφειλών υπηρεσίας εντός των ακόλουθων κατά περίπτωση ορίων:
– 10% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 70% της ρυθμισμένης οφειλής.
– 30% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό άνω του 50% έως και 70% της ρυθμισμένης οφειλής.
– 50% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό άνω του 30% έως και 50% της ρυθμισμένης οφειλής.
– 70% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό έως και 30% της ρυθμισμένης οφειλής.
3. Περιοδική είσπραξη χρημάτων. Το ποσοστό παρακράτησης ορίζεται στο 10% επί του εισπραττόμενου ποσού εφόσον το ποσό της ρυθμισμένης οφειλής που υπολείπεται δεν υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ. Εάν η συνολική εναπομένουσα ρυθμισμένη οφειλή είναι άνω των 20.000 ευρώ, τότε το ποσοστό που θα παρακρατείται από τα χρήματα θα πρέπει:
– να αντιστοιχεί στην κάλυψη 1 δόσης της τηρούμενης ρύθμισης/ ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού ενημερότητας και
– να ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον 10% του εισπραττόμενου ποσού, αλλά να μην υπερβαίνει το 30% αυτού.
ΠΗΓΗ: capital.gr