Στα 83 του χρόνια και λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας, έφυγε από τη ζωή ο χαρισματικός καλλιτέχνης και δάσκαλος Δημήτρης Μυταράς αφήνοντας πίσω του μία μεγάλη παρακαταθήκη.
«Αν ξύσεις ένα έργο τέχνης θα βγει αίμα» έλεγε περιγράφοντας αυτό ακριβώς που έκανε με τη ζωγραφική του: το ότι προσπαθούσε να χωρέσει στις παραστατικές μορφές την ουσία των ανθρώπων -το αίμα της ψυχής τους μέσα από κεχριμπαρένιο κόκκινο, την παντοτινή θαλασσινή ελευθερία τους μέσα από το βαθύ μπλε του κοβαλτίου. Δεν έπαψε να μελετά και να αφουγκράζεται τις απλές αντιδράσεις τους θέλοντας να τους βγάλει για πάντα από το «κλουβί των αιτίων και των αιτιατών», όπως έλεγε ο ποιητής, για να τους αποθεώσει στην πολύ απτή τους διάσταση.
Ένας αιώνιος έφηβος θαρρείς ήταν για πάντα κρυμμένος στα τεράστια, ογκώδη σώματα που καταλάμβαναν την παλέτα του από άκρη σε άκρη. Ευγνώμων απέναντι στο καθημερινό και το πηγαίο δεν θέλησε ποτέ να γίνει περισσότερο ακατανόητος ή λιγότερο συμβολικός. Ήταν ακριβώς όπως έπρεπε και ήθελε να μιλήσει με τη ζωγραφική με τον ίδιο τρόπο που θα έπαιζε με τις νότες.
Συνεργάστηκε με κορυφαία ονόματα του Ελληνικού θεάτρου όπως τον καλό του φίλο αείμνηστο Μίμη Κουγιουμτζή από το θέατρο Τέχνης -αλλά και με σπουδαίους δημιουργούς των κορυφαίων θεάτρων της χώρας (Εθνικό και ΚΘΒΕ). Απόλυτα λαϊκός και άμεσος ύμνησε και αγάπησε τον απλό κόσμο: τους ψαράδες από την πατρίδα του τη Χαλκίδα, τους μεροκαματιάρηδες -τους ανώνυμους μοτοσυκλετιστές και ποδηλάτες που πρωταγωνίστησαν στα έργα του. Δεν ξέχασε ποτέ τον άνθρωπο του μόχθου, όπως αντίστοιχα πάντοτε θυμόταν τα δύσκολα παιδικά χρόνια της κατοχής με τον κουρέα πατέρα του να προσπαθεί μάταια να τα βγάλει βόλτα. Η μητέρα του πέθανε πολύ νωρίς μόλις, προτού καν κλείσει τα τριάντα, και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε «μια καταπληκτική γυναίκα» όπως έλεγε ο ίδιος «από τον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο, τα Αχμέταγα ή το Προκόπι» και έτσι κατάφεραν και εξασφάλισαν κάποια τρόφιμα τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Την Χαλκίδα δεν την άφησε ποτέ και μέχρι τέλους κατοικούσε εκεί μαζί με την πολυαγαπημένη του σύζυγο Χαρίκλεια διατηρώντας και δικό τους εργαστήρι -πάντοτε ανοιχτό τους φοιτητές και τους επισκέπτες.
Πέρα από τη ζωγραφική, τον Δημήτρη Μυταρά απασχολούσαν πολύ όλα τα είδη του λόγου, ειδικά η ποίηση καθώς έγραφε και εξαιρετικούς στίχους. Λάτρης του σκωπτικού ύφους και σπουδαίος επιγραμματιστής είχε γράψει και μια σειρά από ρητά και επιφυλλίδες που είχαν δημοσιευτεί σε βιβλίο με τον άκρως ειρωνικό τίτλο «Ο Σκύλος δαγκώνει» (το βιβλίο αυτό όπως και άλλοι τίτλοι που φέρουν την υπογραφή του κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Καστανιώτη). Αντίστοιχα τον απασχολούσαν και τα διάφορα κοινωνικά μοντέλα αντιδράσεων και συμπεριφοράς για αυτό και έγραψε μια σειρά από μελέτες με τίτλους όπως «Το μοντέλο της βίας στα μέσα μαζικής επικοινωνίας» ή «Το μοντέλο της οικολογίας». Το θεωρητικό ενδιαφέρον κυρίως πήγαζε από μια σειρά από θέματα που προτιμούσε να συζητάει ανοιχτά με τους φοιτητές και εξαιτίας του εκδημοκρατισμού που επέφερε στη Σχολή των Καλών Τεχνών τη δεκαετία του 80 ως πρύτανης κατάφερε να καθιερωθεί ένας άλλος πιο ζωντανός και διαφορετικός άξονας διδασκαλίας τον οποίο είχε διδαχθεί από τα χρόνια του στο Παρίσι όταν σπούδαζε σκηνογραφία στην «École Supérieure des Arts Décoratifs».