Γράφει ο Δημήτριος Κομποχόλης
Φιλόλογος.
Η Ελλάδα μας βάλλεται από παντού και με παντοίους τρόπους και η αντίδραση στις βολές είναι ίδια και απαράλλαχτη. Κατά καιρούς ανακαλύπτουμε, ότι κάτι πάει στραβά και μετά από λίγο καιρό, αφού έχουμε εκπλαγεί, αντί να αντιμετωπίσουμε κατάματα το πρόβλημα και να το κόψουμε από τη ρίζα του, το ξεχνάμε και το αφήνουμε να διογκωθεί. Εμφανίζεται το πρόβλημα πάλι μπροστά μας και ακολουθώντας την ίδια τακτική υποκρινόμαστε ότι πέφτουμε από τα σύννεφα. πχ με θέματα διαφθοράς, φοροκλοπής, μιζών. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου! Η Ελλάδα θα ορθοποδήσει, μόνον όταν σταματήσουμε τις υποκριτικές μας ανακαλύψεις.
Έχουμε χρέος να κάνουμε το επόμενο βήμα, αφότου πρώτα συνειδητοποιήσουμε την τραγελαφικότητα της κατάστασης στην οποία έχουμε περιπέσει. Το πολιτικό κατεστημένο παίζοντας υψηλού επιπέδου θέατρο, διεκδικώντας επάξια πρώτο βραβείο ηθοποιίας, αδιαφορεί για το καλό του τόπου και αναλώνεται στη διασκέδαση των εντυπώσεων αγωνιωδώς για να επιβιώσει. Λειτούργησε και αυτό σαν συνδικαλιστικό κίνημα, υποστηρίζοντας παθογένειες του κράτους, μιλώντας για προοδευτικότητα ή καταπάτηση δικαιωμάτων, ανάλογα με τί το συνέφερε την κάθε φορά να υποστηρίξει. Οι πολιτικοί μας βροντοφωνάζουν την μεγάλη αγάπη τους για την Ελλάδα, ότι θα πράξουν τα καλύτερα για να σώσουν την χώρα, όμως δεν τους πιστεύει ούτε ο ίδιος τους ο εαυτός και πώς να γίνει διαφορετικά, αφού μας οδήγησαν σιδηροδέσμιους ένα βήμα πριν το γκρεμό, αν δεν έχουμε πέσει ήδη σε αυτόν. Αξίζει σίγουρα να αγαπάς την Ελλάδα, αλλά όχι με τον κακόγουστο και θεατρικό τρόπο των πολιτικών, οι οποίοι διατυμπανίζουν τα τρυφερά τους αισθήματα για τον τόπο, αλλά στην ουσία το μόνο που τους απασχολεί είναι η πολιτική τους επιβίωση. Οι πολίτες από την άλλη, είχαμε συνηθίσει να έχουμε έναν προστάτη-πολιτικό, έναν πάτρωνα, που θα μας εξυπηρετούσε και θα ικανοποιούσε τα ψυχικά μας αισθήματα. Θεωρώ, ότι πλέον όλοι οι Έλληνες- πολίτες έχουμε επίγνωση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα μας. Αν ακόμη και σε αυτή την ύστατη στιγμή αδιαφορήσουμε είμαστε άξιοι των δεινών μας και δεν θα μας φταίει από εδώ και πέρα κανένας πολιτικός. Σίγουρα άπαντες φυλάμε μέσα μας ένα θυμό. Ας μετατρέψουμε αυτό το θυμό σε πράξη και δεν αναφέρομαι φυσικά στη βία, άλλωστε γνωρίζουμε από την ιστορία μας, ότι ο εθνικός διχασμός, μόνο δεινά θα επιφέρει, αλλά στις διεργασίες που πρέπει ατομικά ο καθένας να πράξει ενδόμυχα και εν συνεχεία σε συλλογικό και ενωτικό επίπεδο, να αλλάξουμε νοοτροπία, να κατακρίνουμε τα κακώς κείμενα, να παλέψουμε ο καθένας από το πόστο του για ένα καλύτερο αύριο, ελπιδοφόρο με ανοιχτό ένα τεράστιο δίχτυ αλληλεγγύης, που να μην αφήνει κανέναν συνάνθρωπό μας απροστάτευτο.
Ακούμε ότι η χώρα μας διανύει κρίση, αλλά και άλλες χώρες της Ευρώπης κατατρέχονται από κρίση, βλέπε Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, όμως, δεν παρατηρείται η χαοτική αυτή εικόνα που υπάρχει στην Ελλάδα. Μήπως ,λοιπόν, δεν είναι κρίση αυτό που βιώνουμε, αλλά μία μεγάλη παρακμή; Θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε σαν μία αρρώστια, η οποία καταδυναστεύει την Ελλάδα με τις συνέπειές της να έχουν φτάσει στο ακρότατο σημείο και να είναι οξύτατες, βλαβερές και μόνον στην οσμή τους. Η αναζήτηση των αιτιών αυτής της πρωτοφανούς παρακμής πρέπει να εντοπιστεί βαθιά στην σύγχρονη ιστορία μας. Ας ξεκινήσουμε από την ιδεολογία του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος διατυμπανίζει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, την θεωρία, ότι έχουμε εκβαρβαρωθεί τελείως, ότι απωλέσαμε την ελληνικότητά μας και πρέπει να ξαναβρούμε την χαμένη μας ταυτότητας. Σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, αυτό θα πραγματοποιηθεί, αφού ακολουθήσουμε την κουλτούρα της Δύσης, μόνον έτσι θα ξαναγίνουμε Έλληνες, δόγμα σύμφωνο με τις Μεγάλες δυνάμεις. Στη συνέχεια έχουμε την ίδρυση του Ελληνικού κράτους μετά την επανάσταση του 1821. Πρώτος πρωθυπουργός της χώρας είναι ο Καποδίστριας, όμως μετά την δολοφονία του την εξουσία ασκεί ο Όθωνας και εν συνεχεία η οικογένεια Γκλύξμπουργκ. Οι Μεγάλες δυνάμεις της εποχής κάνουν κουμάντο, ράβοντας και κόβοντας στα μέτρα τους τις εξελίξεις, αφού οι προαναφερθέντες απεσταλμένοι τους πραγματοποιούν τις επιθυμίες τους, δρουν με άλλα λόγια ως εντολοδόχοι. Η βαυαροκρατία έμεινε στο τιμόνι της εξουσίας για περισσότερο από έναν αιώνα στη χώρα μας. Ο Γιανναράς δήλωσε: ” Δεν λειτουργεί το κράτος με βάση τις ανάγκες μας, αλλά με βάση την ξιπασιά μας, να γίνουμε δηλαδή Δυτικοί Ευρωπαίοι.” Με αυτή την φράση εννοούσε ότι αντιγράφουμε τον δυτικό τρόπο ζωής, όχι για να εξυπηρετήσουμε τις πραγματικές ανάγκες μας, αλλά για την ματαιοδοξία μας να γίνουμε Ευρωπαϊκό κράτος από μίμηση. Ο δυτικός κώδικας έχει επηρεάσει όλα το φάσμα της ζωής μας, την παιδεία μας, τη δικαιοσύνη, τη διασκέδαση, την πολιτική, την αισθητική. Γίναμε ξαφνικά Ευρωπαίοι, λησμονώντας τις ιδιαιτερότητές μας ως λαός, τις αξίες, τα ιδανικά μας, την Ορθοδοξία μας, την υπερηφάνεια μας, το αίσθημα κλέους προς τους προγόνους μας, στοιχεία τα οποία μας οδήγησαν στον ένδοξο πόλεμο του 1821 για την εθνική μας απελευθέρωση, παρότι περάσαμε 400 χρόνια δουλείας, στην ηρωική μάχη του 1912-13 στην ένδοξη αντίσταση του 1940 απέναντι στον Γερμανικό-Ιταλικό ζυγό και μετατραπήκαμε εντέλει σε ξενόφερτους Έλληνες στον ίδιο μας το τόπο. Αυτό είχε ως συνέπεια να γίνουμε άβουλα καταναλωτικά όντα, και στο ανώτερο αξιακό σημείο τοποθετήσαμε τη δύναμη του χρήματος, χαρακτηριστικό του δυτικού τρόπου ζωής. Άλλωστε, η ελληνικότητα μας δεν ταιριάζει στον δυτικό τρόπο ζωής, τα χαρακτηριστικά μας είναι διαφορετικά. Το να χτίζεις πάνω στην ελληνικότητα λαμβάνοντας ένα μέρος στοιχείων με κριτική και στόχευση είναι θεμιτό, όμως πολύ φοβούμαι, ότι φτάσαμε στο άλλο άκρο να πιθηκίζουμε δυτικά πρότυπα. Οι λαοί της δύσης φέρουν πίσω τους μία ιστορία προτεσταντισμού, γι’ αυτό και έχουν την αίσθηση του χρέους, του σεβασμού σε κανόνες, της οργάνωσης, του προγράμματος. Ωστόσο, δεν δύναται από τη μια στιγμή στην άλλη ένας λαός, όπως ο Ελληνικός, με διαφορετικά ιστορικά κατάλοιπα, πιο εκφραστικός, με ανατολικές καταβολές, να αλλάξει δια μαγείας νοοτροπία και να γίνει ομοίως με τους δυτικούς. Και μάλιστα αυτό το διατύπωσαν και προσωπικότητες της γενιά του 1930, όπως ο Κόντογλου, Θεοτοκάς, οι οποίοι είχαν ζήσει στη Δύση, επομένως γνώρισαν τον δυτικό τρόπο ζωής και σε καμία των περιπτώσεων δε θεωρούσαν πανάκεια τη δυτική συνταγή για θέματα της Ελλάδος, αλλά έλεγαν ότι απαιτείται μία κριτική στάση. Επιπροσθέτως διαφαίνεται ένας ανθελληνισμός, ο οποίος έχει υποστηριχτές όχι μόνον εκτός αλλά και εντός των εθνικών συνόρων, με ριπάς κατά της Ορθοδοξίας, κατά της ιστορίας, κατά του ελληνικού πολιτισμού. Διδάσκονται τα παιδιά μας για συνωστισμό στη Σμύρνη, όχι για γενοκτονία, συζητάμε για κατάργηση του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών. Πώς είναι δυνατόν να έχουμε αδρανήσει τόσο πολύ ως πατριώτες, ώστε να δεχόμαστε τόσο μοιρολατρικά και παθητικά προσβολές κατά του έθνους μας και να μένουμε άπραγοι; Κι αναρωτιέμαι σε μία εποχή ιδιαιτέρως κρίσιμη, με πολλές προκλήσεις από βορρά (μερίδα Σκοπιανών δηλώνουν με θρασύτητα ότι θα κάνουν πρωτεύουσα του κράτους τους την Θεσσαλονίκη) και ανατολή, (πρόσφατα οι Τούρκοι έκαναν λόγο για εφαρμογή κανόνων εμπλοκής στο Αιγαίο και ο Τούρκος ιμάμης στη Θράκη δήλωσε, ότι ήταν αστοχία της ελληνικής πλευράς να αποτελούν οι Τούρκοι πλειονότητα στην περιοχή με ποσοστό κοντά στο 80% , υπονοώντας θέμα για προσάρτηση της περιοχής στην Τουρκία) σε περίπτωση πολέμου, με ποιες αξίες, με ποια ιδανικά και με ποιο πατριωτικό φρόνημα θα πολεμήσουν οι κατακερματισμένοι Έλληνες; Για ποιο κράτος να αγωνιστούν; Για αυτό που έχει στρίψει την πλάτη του στους πολίτες, για αυτό που διώχνει τους νέους για το εξωτερικό σαν μιάσματα, για την αναλγησία του στις ανθρώπινες τραγωδίες, για την πτώχευση στην οποία μας οδήγησαν οι “εθνοπατέρες-καρεκλοκένταυροι” μας;
Η σχέση μας με την ελληνικότητα μας θα πρέπει να είναι ερωτική και ειλικρινής.
Ο έρωτας δίνει μία αίσθηση αθανασίας. Από αυτή την αίσθηση θα πρέπει να διακρίνεται και η πίστη μας στην ελληνικότητα. Η ελληνικότητα αποτελείται από μέτρο, σεβασμό, έρωτα, ευαισθησία για το ωραίο κι όχι από παρωπιδικές εθνικιστικές, κορώνες. Ο κάθε άνθρωπος οφείλει να ανιχνεύσει προσωπικά, μέσω εσωτερικών διεργασιών τη δική του ελληνικότητα, αυτή την απέραντη ιεροτελεστία, που πηγάζει από τη σοφία και τα διδάγματα της βαριάς κληρονομιάς, της μοναδικής “αποθήκης σοφίας” που έχουμε ως λαός και πρέπει να νιώθουμε ευλογημένοι για την άφθαρτη αλήθεια, την απόλυτη αλήθεια, που κρύβουμε μέσα μας. Η εξόρυξή της από τα μύχια της ψυχής μας αποτελεί υπόθεση προσωπική. Η ελληνικότητά μας, λοιπόν, είναι μία υπόθεση ατομική, που σε συνδυασμό όλων αυτών των ατομικοτήτων προκύπτει ένας υπερήφανος λαός.