Γράφει ο Κων/νος Μανίκας,
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Ολοκληρώσαμε ένα δημοψήφισμα χωρίς υπαρκτό ερώτημα που θα μείνει στην ιστορία ως μια διαδικασία που δεν θα αφήσει πίσω της κανένα αποτέλεσμα. Αν το 1974 η κατάληξη ήταν η πολιτειακή αλλαγή, το 2015 απορρίψαμε ένα ανύπαρκτο πρόγραμμα για να το επαναφέρουμε μόνοι μας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και τελικά να αποδεχτούμε ένα νέο, πολυετές κι ακόμα πιο επώδυνο κι από αυτό. Τελικά το μαζικό ΟΧΙ δεν αφορούσε ούτε τη λιτότητα, ούτε τον δανειακό πνιγμό αλλά την ίδια τη λογική και την αξιοπιστία.
Η εσωτερική θεωρία των παιγνίων προς την κοινωνία, που από την πρώτη στιγμή περιέγραφα ως το πραγματικό πεδίο «διαπραγμάτευσης», εγκλώβισε τους πολίτες σε μια μάχη με τους ανέμους που μόνο θετική κατάληξη δεν είχε, αφού προσάρμοσε τη ρητορική στα «θέλω», αδιαφορώντας για τα «πρέπει». Μας έσπρωξε σε ένα κυνήγι μαγισσών που δημιουργούσε μόνο ανώφελες αντιπαραθέσεις και σπάσιμο συμμαχιών. Ανταλλάξαμε λίγα πρόσκαιρα ψήγματα συναισθηματικής ικανοποίησης με την παρατεταμένη οικονομική καχεξία και τη διεθνή απομόνωση.
Οδηγούμαστε σε μια συμφωνία απείρως χειρότερη των αρχικών δυνατοτήτων (θυμίζω ότι οι πριν τις εκλογές απαιτήσεις των εταίρων ξεκίνησαν από 2,9 δισ. και περιορίστηκαν 1,8 δισ.) αλλά έχουμε τόσο εθιστεί στην επαναστατική συνθηματολογία που παριστάνουμε ότι θα πρόκειται για μια ανεπανάληπτη επιτυχία. Οι κυβερνητικές αντιφάσεις μας έδεσαν στο άρμα της παρορμητικότητας και της έπαρσης και μιας μικροπολιτικά win-win κατάστασης για το ΣΥΡΙΖΑ.
Αφού θα έχει εξαντλήσει το διεκδικητικό απόθεμα, το νέο πρόγραμμα θα αποδοθεί σε όλους μας με μια εθνοσωτήρια επίφαση που θα γίνει δεκτή με μια ανέκφραστη ανακούφιση ακόμα κι από τους πολιτικούς αντιπάλους του. Ταυτόχρονα θα διατηρήσει και το πνεύμα της δήθεν νίκης της ανυποχώρητης αίσθησης με μοναδικά όπλα τα προϋπάρχοντα εργαλεία του αναπτυξιακού προγράμματος Γιούνκερ, της ποσοτικής χαλάρωσης Ντράγκι και μιας προαποφασισμένης ρύθμισης για το χρέος.
Ήδη ο Τσίπρας προσπάθησε με το συμβούλιο αρχηγών να καταστήσει συνένοχο όλο το πολιτικό σύστημα ενώ την ίδια στιγμή συντηρεί με επικοινωνιακή αντεπίθεση μια εικόνα διεκδικητικού και συγκρουσιακού ηγέτη. Αν επιβιώσει κοινοβουλευτικά, που είναι και το πιθανότερο, θα έχει καταστήσει εαυτόν κυρίαρχο του παιχνιδιού με την ελπίδα οι οικτρές συνέπειες της συμφωνίας του να διαπλεχθούν με τις θετικές επιπτώσεις των προαναφερθέντων δράσεων και να παρουσιαστούν ως συνολική διέξοδος για το ελληνικό πρόβλημα σε ένα κοινό που διψά για την παραπλάνηση.
Γι’ αυτό και η αντιπολίτευση οφείλει να μην λειτουργήσει υπό το βάρος των συλλογικών ενοχικών συνδρόμων για την εκλογική αποτυχία στο δημοψήφισμα και να μην εκλάβει την αναμενόμενη αντανακλαστική αντίδραση της άρνησης στη λιτότητα ως επιταγή συμπόρευσης με την κυβέρνηση και έμμεσης κάλυψης τόσο της εξάμηνης καταστροφικής ασάφειας όσο και των τελικών αποτελεσμάτων της. Η πραγματική πολιτική μάχη βρίσκεται ακριβώς στην, από εδώ και πέρα, υπεράσπιση οικονομικών και κοινωνικών αρχών και αξιών που καταλύονται ολοκληρωτικά από τις εμμονές του ΣΥΡΙΖΑ.