Το πρωί της Δευτέρας της 21ης Αυγούστου του 1911 ένας άνδρας έβγαινε από το Λούβρο με ένα μεγάλο αντικείμενο βάρους 18 λιβρών (8,1 κιλά), που προεξείχε κάτω από το σακάκι του. Ο άνθρωπος αυτός μόλις είχε φύγει από το μουσείο παίρνοντας μαζί του τη Μόνα Λίζα και έχοντας διαπράξει τη μεγαλύτερη κλοπή έργου τέχνης, γράφοντας ιστορία.
Είχε περάσει όλο το Σαββατοκύριακο κρυμμένος -κάποιες ώρες μάλιστα κοιμόταν σε ένα ντουλάπι με είδη τέχνης- πριν μπει στην πτέρυγα Σαλόν Καρέ του μουσείου, όπου ήταν εκτεθειμένο το έργο.
Γνωρίζοντας εξάλλου, ότι το μουσείο ήταν κλειστό για το κοινό τις Δευτέρες περίμενε έως ότου δεν βρισκόταν κοντά κανένας υπάλληλος, έτσι βρήκε την ευκαιρία να βγάλει τον διάσημο πίνακα από τα τέσσερα άγκιστρα στα οποία ακουμπούσε.
Μέσα σε λίγες μέρες, από το Παρίσι στο Λονδίνο και από εκεί στη Νέα Υόρκη, όλες οι εφημερίδες είχαν στο πρωτοσέλιδό τους το χαμένο αριστούργημα του Ντα Βίντσι.
Η αστυνομία χρειάστηκε δύο χρόνια για να διαλευκάνει την κλοπή και να συλλάβει τον ένοχο, έναν Ιταλό ονόματι Βιντσέντσο Περούτζα, αλλά σ’ αυτό το διάστημα δύο απρόσμενοι ύποπτοι, ο Πάμπλο Πικάσο και ο Γκιγιώμ Απολιναίρ θα συλλαμβάνονταν ως εγκέφαλοι (!) της ληστείας και θα παραπέμπονταν σε δίκη. Όπου πάντως αθωώθηκαν.
Πολλά από τα στοιχεία αυτής της ιστορίας είναι γνωστά, τώρα όμως ο ιστορικός τέχνης Νόουα Τσάρνεϊ στο βιβλίο του «Κλοπές της Μόνα Λίζα: Η πλήρης ιστορία του διασημότερου έργου τέχνης του κόσμου» (Rowman & Littlefield) ρίχνει ένα νέο φως στα γεγονότα: Πώς και γιατί ο Βιντσέντσο Περούτζα έκλεψε τον πίνακα. Ποια ήταν η «ανάμειξη» του Πικάσο και του Απολιναίρ στην κλοπή. Και ακόμη, τι ήταν αυτή η περίεργη «υπόθεση αγαλματιδίων», για την οποία είχαν συλληφθεί οι δυο τους ως ύποπτοι για συμμετοχή στην κλοπή της Μόνα Λίζα.
Γιατί πράγματι ο Πικάσο και ο Απολιναίρ είχαν στην κατοχή τους δύο αρχαία ιβηρικά γλυπτά, που είχαν κλαπεί από το Λούβρο πριν από τέσσερα χρόνια, γύρω στο 1907.
Η πατριωτική κλοπή
«Ενώ η κλοπή του 1911 είναι αναμφισβήτητα η διασημότερη ενός έργου τέχνης στην ιστορία, υπάρχει και πλήθος άλλων στοιχείων, δολοπλοκίες, κατηγορίες, περιστατικά διάφορα γύρω από τη Μόνα Λίζα», λέει ο Νόουα Τσάρνεϊ σε συνέντευξή του στην «The Art Newspaper».
Ο συγγραφέας περιγράφει λεπτομερώς πώς ο Περούτζα, ο οποίος εργαζόταν σε μια εταιρεία υπεργολαβίας από το Λούβρο για την κατασκευή προστατευτικών γυάλινων θηκών σε πίνακες σχεδίασε την κλοπή, ισχυριζόμενος αργότερα, ότι είχε την εντύπωση πως η Μόνα Λίζα είχε λεηλατηθεί από την Ιταλία από τον στρατό του Ναπολέοντα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Αλλά ο Τσάρνεϊ αμφισβητεί τα δήθεν πατριωτικά κίνητρα του κλέφτη:
«Υπάρχουν… άφθονες αποδείξεις ότι ο Περούτζια ήθελε να βγάλει χρήματα», λέει. «Αυτό προέρχεται από τις επιστολές του ίδιου προς στους γονείς του, στον έμπορο Αλφρέντο Γκέρι από την Φλωρεντία, σε έναν πολιτικό της περιοχής του και σε έναν άλλο έμπορο έργων τέχνης στη Ρώμη».
Συγκεκριμένα είχε ζητήσει από τον Γκέρι 500.000 ιταλικές λιρέτες (περίπου 650.000 δολάρια), όταν τον πλησίασε για πρώτη φορά, για την επιστροφή της Μόνα Λίζα στην Ιταλία.
Ένας αληθινός κλέφτης
Όσον αφορά τον Πικάσο, το βιβλίο επικεντρώνεται στον Ονορέ-Ζοζέφ Ζερί Πιερέ, ο οποίος ήταν για λίγο γραμματέας του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Γκιγιόμ Απολιναίρ, στενού φίλου και συγκάτοικου του ζωγράφου.
Ο Ζερί Πιερέ έκλεβε τακτικά αντικείμενα από το Λούβρο, γύρω στα 1906 και 1907, όπως σημειώνει ο Τσάρνεϊ.
Κι αυτή η παράνομη δραστηριότητα κορυφώθηκε με μια επιστολή στο Paris-Journal μία εβδομάδα μετά την κλοπή της Μόνα Λίζα.
«Κύριε, στις 7 Μαΐου 1911 έκλεψα ένα φοινικικό αγαλματίδιο από μία γκαλερί του Λούβρου. Το έχω στη διάθεσή σας, σε αντάλλαγμα για το ποσό των 50.000 φράγκων», έγραφε ο Πιερέ.
«Αυτή ήταν, τουλάχιστον η τρίτη ιβηρική προτομή, που έκλεψε ο Ζερί Πιερέ από το Λούβρο», γράφει ο Τσάρνεϊ, προσθέτοντας: «Με την επιστολή του στο Paris-Journal εξηγούσε, ότι είχε κλέψει άλλες δύο, μία ανδρική και μία γυναικεία προτομή, για να μην αναφέρουμε ένα έργο από αιγυπτιακό γύψο και ποιος ξέρει τι άλλο. Ενώ έλεγε ακόμη, ότι στη συνέχεια τα πούλησε σε ανώνυμους φίλους στο Παρίσι, ένας εκ των οποίων ήταν ζωγράφος. Αποδεικνύεται ότι ο ‘‘ανώνυμος φίλος’’ ήταν ο Πάμπλο Πικάσο».
Το γεγονός επιβεβαιώνει και η Φερνάν Ολιβιέ, ερωμένη τότε Πικάσο, που λέει στα απομνημονεύματά της (περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Τσάρνεϊ), ότι: «Ο Πιερ έδωσε στον Πικάσο δύο αγαλματίδια χωρίς να αποκαλύπτει πού τα είχε αποκτήσει. Είπε μόνο, ότι δεν πρέπει να εμφανίζονται με πολύ εμφανή τρόπο. Ο Πικάσο μαγεύτηκε και φύλαξε αυτά τα δώρα στο πίσω μέρος ενός ντουλαπιού».
Η σύλληψη Πικάσο και Απολιναίρ
Τα γεγονότα, όπως είναι φυσικό όμως, είχαν ανησυχήσει τους δύο φίλους, που ως πρώτη λύση σκέφτηκαν να απαλλαγούν από τα αντικείμενα.
Τα έβαλαν σε μία βαλίτσα και ξεκίνησαν νύχτα για να τα πετάξουν στον Σηκουάνα, χωρίς ωστόσο να τα καταφέρουν, γιατί ήταν βέβαιοι, ότι τους παρακολουθούν.
Έτσι την άλλη μέρα το πρωί ο Απολιναίρ τα παρέδωσε σε έναν συντάκτη του Paris-Journal, υπό τον όρο να κρατηθεί μυστικό το όνομά του, κάτι που δεν τηρήθηκε.
Εκείνος φοβούμενος τις συνέπειες ενημέρωσε την αστυνομία και ο ποιητής συνελήφθη στις 7 Σεπτεμβρίου του 2011 ενώ την επομένη διατάχθηκε και ο Πικάσο να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστή ως κύριος ύποπτος για την κλοπή έργων τέχνης υψηλής αξίας από το Λούβρο.
Το γεγονός εξάλλου, ότι ο Απολινέρ, εν μέρει λόγω του τρόμου του και εν μέρει για την προστασία της ερωμένης και της μητέρας του παραδέχτηκε την ενοχή τους, περιέπλεξε πολύ τα πράγματα.
«Η αστυνομία του Παρισιού, βλέποντας μια διέξοδο, προκειμένου να αντισταθμίσει την έλλειψη προόδου στην υπόθεση της Μόνα Λίζα, τους επέρριψε κατηγορία για την οποία προφανώς δεν είχαν καμία συμμετοχή», γράφει ο Τσάρνεϊ.
Αλλά τελικά ο δικαστής αποφάνθηκε, ότι οι δύο άνδρες δεν είχαν καμία σχέση με την εξαφάνιση της Μόνα Λίζα, λέγοντας μάλιστα, ότι η αστυνομία τους είχε θυματοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς και έτσι αφέθηκαν ελεύθεροι.
Και για τους δύο πάντως, αυτή η περιπέτεια είχε επιπτώσεις καθώς για μεγάλο διάστημα, ο Πικάσο, όπως περιέγραφε η Ολιβιέ κρυβόταν και έβγαινε από το στούντιό του μόνο τη νύχτα. Όσο για τον Απολιναίρ που επιστρατεύθηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τραυματίσθηκε και πέθανε το 1916.
Πικάσο και Μοντερνισμός
«Πιστεύω, ότι η ιστορία του Πικάσο θα έπρεπε να είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στην καριέρα του καλλιτέχνη, αλλά μέχρι στιγμής ήταν μια υποσημείωση ή ούτε καν», λέει ο Τσάρνεϊ. «Αυτό είναι περίεργο, γιατί έχει επαληθευτεί από τον ίδιο, που έχει αστειευθεί γι’ αυτό. Αλλά αυτό, που πιθανότατα θα εκπλήξει περισσότερο τους αναγνώστες είναι να μάθουν, ότι ο ίδιος ο Πικάσο ήταν αποδέκτης κλεμμένης τέχνης. Μόνο που αυτή η τέχνη τον βοήθησε να ξεκινήσει τον Μοντερνισμό».
Όσο για τον πραγματικό κλέφτη της Μόνα Λίζα, έναν μικροεγκληματία, που είχε μετακομίσει το 1908 στο Παρίσι καταδικάστηκε μόνον σε οκτώ μήνες φυλάκιση.
Η πρόσβαση που είχε λόγω της δουλειάς του στο Λούβρο, του έβαλε την ιδέα της κλοπής, για την οποία τον είχαν βοηθήσει δύο αδέρφια, οι Βιτσέντσο και Μικέλε Λανσελότι.
Τελικά η σύλληψή του έγινε στην Ιταλία, όταν προσπάθησε να πουλήσει τον πίνακα στον Γκέρι, ο οποίος όμως είχε ειδοποιήσει την αστυνομία, έτσι η υπόθεση έληξε γι΄αυτόν άδοξα.
Στο βιβλίο πάντως, ο συγγραφέας ασχολείται με ένα επίσης σημαντικό θέμα, που είναι κάτι σαν λαϊκός μύθος στον κόσμο της τέχνης. Αν δηλαδή, έκλεψαν όντως οι Ναζί τη Μόνα Λίζα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Η σύντομη απάντηση είναι, ότι κάποιοι Ναζί νόμιζαν, ότι είχαν τη Μόνα Λίζα, αλλά μάλλον είχαν κλέψει ένα πολύ καλό αντίγραφο. Η πλήρης ιστορία είναι πολύ πιο συναρπαστική από αυτή την απλή γραμμή», καταλήγει ο Τσάρνεϊ.
ΠΗΓΗ: mononews.gr