Η Καθαρά Δευτέρα (εφέτος η 18η Μαρτίου) δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των υποχρεωτικών ημερών αργίας των επιχειρήσεων και των εργαζομένων και επομένως η λειτουργία των επιχειρήσεων και η εργασία των εργαζομένων κατ΄ αυτή είναι ελεύθερη και νόμιμη. Σε όσους μισθωτούς επομένως απασχοληθούν κατά την ημέρα αυτή δεν οφείλεται πρόσθετη αμοιβή ούτε πολύ περισσότερο αναπληρωματική ημέρα αναπαύσεως.
Στον παραπάνω γενικό κανόνα υπάρχουν εξαιρέσεις που έχουν τεθεί είτε μέσω συλλογικών συμβάσεων ή Διαιτητικών Αποφάσεων ή ΚΥΑ κ.λπ., είτε με ειδικά Διατάγματα ή Υπουργικές Αποφάσεις που έχουν καθιερώσει ως αργία την ημέρα αυτή κατά γεωγραφική περιοχή (Πόλη, Δήμο, Νομό, ή Περιφέρεια) είτε ακόμη με μακροχρόνια εφαρμογή στις κατ΄ ιδίαν επιχειρήσεις δηλαδή με επιχειρησιακή πρακτική.
Ειδικότερα με τις ΣΣΕ στις οποίες έχει τεθεί σχετικός όρος, ορίζεται ότι οι εργαζόμενοι που υπάγονται σ΄ αυτές εφόσον εργασθούν κατά την ημέρα αυτή θα τους καταβάλλεται προσαύξηση 75% επί του νομίμου ημερομισθίου τους, όπως δηλαδή εφαρμόζεται προκειμένου για την εργασία τους κατά τις Κυριακές και τις λοιπές υποχρεωτικές ημέρες αργίας του έτους (πχ ΣΣΕ προσωπικού: ιδιωτικών κλινικών, αναψυκτικών ποτών κ.λπ., παραγωγής γάλακτος, εμπορικών επιχειρήσεων, επισιτιστικών κ.λπ. καταστημάτων, μεταλλουργικών επιχειρήσεων, συνεταιριστικών οργανώσεων, οδηγών φορτηγών κ.λπ. αυτοκινήτων κ.λπ.). Επομένως δεν τίθεται θέμα νομιμότητας της λειτουργίας των επιχειρήσεων κατά την ημέρα αυτή, εφ΄ όσον αυτή δεν απαγορεύεται από τις διατάξεις αυτές, αφού υποχρεούνται στην καταβολή μόνο προσαυξήσεως του ημερομισθίου τους σε όσους απασχοληθούν κατ΄ αυτήν.
Αν όμως η αργία της επιχειρήσεως και η ανάπαυση των εργαζομένων κατά την ημέρα αυτή έχει καθιερωθεί με Διάταγμα, Υπ. Απόφαση ή αποτελεί επιχειρησιακή πρακτική που έχει καθιερωθεί επί μακρόν σε εφαρμογή εθίμου, δεν οφείλεται μεν το ημερομίσθιο της ημέρας αυτής στους με ημερομίσθιο αμειβομένους, στους δε με μηνιαίο μισθό αμειβομένους θα καταβληθεί κανονικά ο μισθός τους χωρίς περικοπή, επειδή κατά τη νομολογία των δικαστηρίων μας ο μηνιαίος μισθός των εργαζομένων αντιστοιχεί στις εργάσιμες ημέρες του μηνός.
Αντίθετα, στην περίπτωση της επιχειρησιακής πρακτικής εάν τα προηγούμενα χρόνια η επιχείρηση λειτουργούσε κατά την ημέρα αυτή και οι εργαζόμενοι εργάζονταν λαμβάνοντας το ημερομίσθιό τους ή τον μηνιαίο μισθό τους κανονικά και εφέτος κατ΄ εξαίρεση ο εργοδότης αποφασίσει να μη λειτουργήσει την επιχείρησή του, οφείλει τόσο το ημερομίσθιο των με ημερομίσθιο αμειβομένων χωρίς αυτοί να εργασθούν όσο και τον μηνιαίο μισθό των με μηνιαίο μισθό αμειβομένων μισθωτών του χωρίς περικοπή.
Ο εργοδότης μπορεί να απαλλαγεί της υποχρεώσεως αυτής και των δύο κατηγοριών εργαζομένων, μόνο εάν συμφωνήσει ρητά μαζί τους, γραπτώς ή προφορικώς, όπως ο μεν εργοδότης μη λειτουργήσει την επιχείρησή του, οι δε εργαζόμενοι να μην προσφέρουν την εργασία τους κατ΄ αυτήν. Να καταρτισθεί δηλαδή συμφωνία μεταξύ εργοδότου και επιχειρήσεως για αναστολή της εργασίας των μισθωτών της για μια ημέρα.