Γράφει ο Σπύρος Μπόικος
Οι ιστορικές αναλογίες είναι πάντα παρακινδυνευμένες. Το να εξετάζονται ως παρεμφερή διάφορετικά ιστορικά γεγονότα ενέχει συχνά τον κίνδυνο να μεταφέρουμε χαρακτηριστικά του ενός στο άλλο, συχνά σε περιπτώσεις που, στην πραγματικότητα, μικρή ομοιότητα παρουσιάζουν. Κάθε εποχή της ανθρώπινης ιστορίας είναι διαφορετική -σχεδόν πλήρως- από κάθε προηγούμενη και επόμενη, πράγμα που καθιστά σχεδόν αδύνατη τη σύγκριση τους. Παρ’ όλα αυτά, κάποια ιστορικά γεγονότα έχουν ξεπεράσει το ιστορικό τους πλαίσιο και έχουν παραμείνει στη μνήμη των ανθρώπων ως μνημεία, ως σύμβολα. Παραδείγματος χάριν η μάχη του Βατερλώ έχει καταλήξει να αποτελεί σύμβολο της πανωλεθρίας, και η λέξη πλέον χρησιμοποιείται συχνότερα στον τύπο και την καθημερινή ομιλία με αυτή την έννοια, παρά για να περιγράψει την συγκεκριμένη μάχη.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ λοιπόν αποτελεί και αυτός ένα μνημείο, μια από τις κορυφαίες στιγμές της διαμάχης του εικοστού αιώνα που ονομάστηκε ψυχρός πόλεμος. Οι δυο πλευρές της διαμάχης, που στην πορεία αποκρυσταλλώθηκαν στα στρατόπεδα των βόρειων και των νότιων, των βιετκόνγκ και των βιετμίνχ, υποστηρίχθηκαν από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, από τη Σοβιετική Ένωση ο (κομμουνιστικός) βορράς και από τις ΗΠΑ ο (εθνικός) νότος. Ο πόλεμος λοιπόν που αρχικά είχε τη μορφή εμφυλίου μετεξελίχθει σε μια κεκαλυμμένη σύγκρουση μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων.
Σήμερα βέβαια η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει, ενώ και ο άλλος πόλος, οι ΗΠΑ, διαφέρουν πάρα πολύ από τις ΗΠΑ των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Και όμως, απ’ ό,τι δυστυχώς φαίνεται, ο ουκρανικός εμφύλιος παίρνει χαρακτηριστικά μιας τέτοιας σύγκρουσης, με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση από τη μια να στηρίζουν την κυβέρνηση του Κίεβου και τη Ρωσία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υποστηρίζει τις αντικυβερνητικές δυνάμεις. Να σημειωθεί εδώ ότι η υποστήριξη της ουκρανικής κυβέρνησης από τις δυτικές χώρες δεν γίνεται στο όνομα της “δημοκρατίας”, ή των “ανθρωπίνων δκαιωμάτων”, με τα γνωστά δηλαδή επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι χώρες αυτές για να στηρίξουν τις επεμβάσεις τους (στρατιωτικές και μη) στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών. Ανομολόγητα μεν, ουσία δε, η υποστήριξη τους προς τον Ουκρανό πρόεδρο αποτελεί προσπάθεια να πιεστεί η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, να τεθεί σε ένα ασφυκτικό οικονομικό κλοιό, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τον οποίο εντείνει η οικονομική κρίση.
Παρ’ ό,τι μέχρι στιγμής η Ρωσία επιδεικνύει αξιοθαύμαστη αυτοσυγκράτηση, ίσως και λόγω της επίγνωσης του ιστορικού γεγονότος που θα αποτελέσει ένας ακόμη πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά την 75ετή ειρήνη (για την βόρεια και κεντρική Ευρώπη τουλάχιστον) που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πιθανότητες ανάφλεξης της περιοχής είναι μεγάλες. Όλο και συχνότερα πολιτικές προσωπικότητες αναφέρονται στο ενδεχόμενο ενός νέου ευρωπαϊκού πολέμου, ενώ στην Ουκρανία δεν διαφαίνεται κάποια αίσια λύση στο σύντομο μέλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι η έκτακτη συνάντηση στη Μόσχα μεταξύ των Πούτιν, Ολάντ και Μέρκελ δεν κατέληξε σε κοινό ανακοινωθέν. Παράλληλα φτάνουν καταγγελίες από το αντικυβερνητικό στρατόπεδο στην Ουκρανία ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις χρησιμοποιούν ήδη οπλισμό του ΝΑΤΟ, οπλισμό δηλαδή που η Ουκρανία πρέπει να δέχτηκε ως βοήθεια από κάποιες από τις χώρες μέλη. Ακόμη και το ενδιαφέρον που δείχνει η κυβέρνηση των ΗΠΑ για την πορεία του ζητήματος του ελληνικού χρέους και οι πιέσεις που ασκεί στη Γερμανία για το ίδιο ζήτημα θα πρέπει να ερμηνευθούν ως μια προσπάθεια να μην κερδίσει στο πρόσωπο της Ελλάδας ένα νέο σύμμαχο ο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Εδώ λοιπόν φαίνεται η τεράστια διαφορά του ουκρανικού εμφυλίου με αυτόν του Βιετνάμ. Ενώ η σύγκρουση στην ασιατική χώρα δεν επέφερε σοβαρές αναταράξεις σε διεθνές επίπεδο και, παρά την εμπλοκή των δυο υπερδυνάμεων, παρέμεινε ένα τοπικό ζήτημα, ο ουκρανικός εμφύλιος μπορεί να αποτελέσει γεγονός ιστορικό αντίστοιχο της δολοφονίας του Αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σεράγιεβο ή της εισβολής της Ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία. Δηλαδή, την έναρξη ενός νέου ευρωπαϊκού (και κατά συνέπεια παγκόσμιου) πολέμου. Η Ουκρανία λοιπόν δεν είναι το νέο Βιετνάμ και καλά θα κάνει η δυτική συμμαχία να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Είναι όμως σε θέση να επιδείξει αυτοσυγκράτηση;