Γράφει η Τώνια Πεδιαδιτάκη,
Δικηγόρος (LLM, DEA)
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ επανέρχεται σταθερά στο δημόσιο διάλογο άλλοτε ως εικαζόμενη αναπότρεπτη συνέχεια της κρίσης και άλλοτε ως απειλή Αρμαγεδδών. Ανεξάρτητα από το αν επιβληθεί στη χώρα μας ως «ποινή» από τους εταίρους μας στην ΕΕ ή αν προκριθεί ως «λύση» από την ελληνική κυβέρνηση, δεν έχει συζητηθεί εμπεριστατωμένα – στο δημόσιο διάλογο τουλάχιστον – αν υπάρχει νομικός τρόπος την έξοδο ενός κράτους μέλους από την Ευρωζώνη, σύμφωνα με τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ι. Ας δούμε λοιπόν τι ισχύει με βάση το Ενωσιακό Δίκαιο σχετικά με τη δυνατότητα εξόδου κράτους μέλους από την ευρωζώνη:
1. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ένωση (ενοποιημένη απόδοση) «Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες.». Η διαδικασία προς τούτο προβλέπει αναλυτικά στη συνέχεια του ίδιου άρθρου. Συνεπώς, το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο προβλέπει ρητά τη δυνατότητα εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
2. Αναφορικά με τη συμμετοχή στην ευρωζώνη (που είναι ο εσωτερικός ομόκεντρος κύκλος της ΕΕ για κράτη μέλη που έχουν το κοινό νόμισμα), αυτή είναι μη αναστρέψιμη: οι Συνθήκες έχουν προβλέψει μόνο διαδικασία εισόδου σε αυτή, αλλά όχι και εξόδου από αυτήν. Τούτο καθίσταται σαφές αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τις διατάξεις των άρθρων 127-144 της Συνθήκης για την ΕΕ αναφορικά με τη νομισματική πολιτική. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 136-144 που αφορούν αποκλειστικά την ευρωζώνη, προκύπτει εναργώς ότι και τα κράτη μέλη που δεν είναι μέλη της ευρωζώνης, είναι ουσιαστικά εν αναμονή της ένταξής τους σε αυτή υπό τις προϋποθέσεις των Συνθηκών. Για το λόγο αυτό, κατά το άρθρο 139 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης «τα κράτη μέλη για τα οποία το Συμβούλιο δεν έχει αποφασίσει ότι πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ευρώ, αποκαλούνται «κράτη μέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση».». Για τα μέλη αυτά, π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 140 της ΣΛΕΕ προβλέπεται ότι «εάν αποφασισθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 2, να καταργηθεί μια παρέκκλιση, το Συμβούλιο, με ομόφωνη απόφαση των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ και του συγκεκριμένου κράτους μέλους, μετά από πρόταση της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θεσπίζει αμετάκλητα την ισοτιμία με την οποία το ευρώ αντικαθιστά το νόμισμα του συγκεκριμένου κράτους μέλους, και αποφασίζει τα λοιπά μέτρα που είναι αναγκαία για την εισαγωγή του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.». Αυτή είναι η διαδικασία με την οποία κράτος μέλος εισέρχεται στην ευρωζώνη. Δεν μπορεί όμως να εφαρμοστεί προς την αντίστροφη κατεύθυνση, δηλαδή για την έξοδο από την ευρωζώνη.
Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και η μελέτη του Πρωτοκόλλου σχετικά με την ευρωομάδα (EE C 306/153, 17.12.2007), το οποίο στο προοίμιό του αναφέρεται «στον ενισχυμένο διάλογο μεταξύ των κρατών μελών τα οποία έχουν ως νόμισμα το ευρώ, εν αναμονή της υιοθέτησης του ευρώ από όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης.»
Βάσει των ανωτέρω, προκύπτει σαφώς ότι καμία ρητή πρόβλεψη των Συνθηκών δεν επιτρέπει την έξοδο από την ευρωζώνη, η οποία φαίνεται να μην είναι καν σύμφωνη με το πνεύμα τους.
ΙΙ. Αν λοιπόν προκύψει de facto η ανάγκη εξόδου ενός κράτους μέλους από την ευρωζώνη, πώς μπορεί να συμβεί αυτό;
1. Η επιλογή της λύσης της εξόδου από την Ευρωπαϊκή ένωση βάσει του άρθρου 50 της Συνθήκης για την ΕΕ, διασφαλίζει προφανώς και την έξοδο από την ευρωζώνη (αφού η δεύτερη επέρχεται ως λογική και νομική συνέπεια της πρώτης). Προφανώς όμως κάτι τέτοιο είναι το μείζον που υπερβαίνει το σκοπούμενο έναντι του ελάσσονος πραγματικού στόχου (δηλαδή της απλής αποχώρησης από την ευρωζώνη).
Θεωρητικά βέβαια θα μπορούσε ένα κράτος μέλος να εξέλθει της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αμέσως μετά να υποβάλει αίτημα επανεισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση – αυτή τη φορά ως κράτος μέρος «στο οποίο ισχύει παρέκκλιση» (κατά το ανωτέρω άρθρο 140 παρ. 3 της ΣΛΕΕ), δηλαδή χωρίς το κοινό νόμισμα. Η αποδοχή τέτοιου αιτήματος από τους εταίρους, θα τοποθετούσε το κράτος μέλος αυτό στον εξωτερικό ομόκεντρο κύκλο, εκεί που σήμερα βρίσκονται χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο. Παρά το ότι κάτι τέτοιο επιτρέπεται νομικά, θα ήταν πολύ αμφίβολη η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος, αμέσως μετά την (ανώμαλη) έξοδο από την ΕΕ. Και προφανώς θα προϋπέθετε την πλήρωση όλων των προϋποθέσεων της διαδικασίας για την (εκ νέου) είσοδο στην Ε.Ε., δηλαδή και την κύρωση της νέας συμφωνίας από όλα τα εθνικά κοινοβούλια των λοιπών κρατών μελών.
2. Άλλη εναλλακτική λύση ίσως θα αποτελούσε η επίκληση των κανόνων της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών. Καταρχάς, για να διερευνηθεί καν μια τέτοια δυνατότητα, θα πρέπει εκ προοιμίου να γίνει δεκτό ότι στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τυγχάνει εφαρμογής η Σύμβαση της Βιέννης, πράγμα το οποίο ερίζεται από τους νομικούς, λόγω της ιδιαιτερότητας του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Η γράφουσα δεν παίρνει εδώ θέση ως προς το θέμα αυτό. Η αποδοχή πάντως του σεναρίου αυτού θα μπορούσε να οδηγήσει σε διερεύνηση της δυνατότητας εφαρμογής των άρθρων 44 (για τον διαχωρισμό διατάξεων της Συνθήκης), 61 (για επισυμβάσα αδυναμία εκτέλεσης) και 62 (για τη θεμελιώδη αλλαγή των περιστάσεων).
Σημειώνεται πάντως, ότι όπως πάγια γίνεται δεκτό, η επίκληση αυτών των διατάξεων τελεί πάντα υπό την προϋπόθεση ότι η θεμελιώδης μεταβολή των συνθηκών δεν προήλθε από παραβιάσεις του ίδιου του κράτους που την επικαλείται. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αντισυμβαλλόμενοι εταίροι θα μπορούσαν σχετικά εύκολα να θεμελιώσουν την (τουλάχιστον) συνδρομή της ίδιας της Ελλάδας στη μεταβολή των περιστάσεων, αφού δεν έχει τηρήσει το σύμφωνο σταθερότητας καθώς και πολλούς όρους των μνημονιακών δεσμεύσεών της. Συνεπώς, και διά αυτής της νομικής οδού (αν υποτεθεί ότι υπάρχει), τα αποτελέσματα θα ήταν αμφίβολα.
Επιπλέον δε, ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ, όπως η Γαλλία και η Ρουμανία, δεν έχουν κυρώσει μέχρι σήμερα την Σύμβαση της Βιέννης, πράγμα που θα καθιστούσε ακόμα πιο προβληματική την επίκληση εφαρμογής της.
3. Η σίγουρη λύση θα ήταν ασφαλώς η διαπραγμάτευση μιας τροποποίησης του πρωτογενούς δικαίου. Η λύση αυτή όμως παραμένει θεωρητική μόνο, αφού οι απαιτούμενοι χρόνοι για κάτι τέτοιο καθιστούν την όλη συζήτηση άνευ αντικειμένου, ειδικά υπό συνθήκες κατεπείγοντος (όπως είναι οι εξελίξεις εντός Eurogroup).
Η επίτευξη για ένα τόσο σοβαρό θέμα μιας αμιγώς πολιτικής συμφωνίας χωρίς νόμιμο έρεισμα στις Συνθήκες, θα δημιουργούσε επί μακρόν νομική αβεβαιότητα. Επισημαίνεται δε ότι και στην σχετικά πρόσφατη περίπτωση της κατεπείγουσας ενίσχυσης της ρευστότητας είτε του τραπεζικού συστήματος κρατών μελών είτε μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων αυτών, επετεύχθη μεν στην αρχή πολιτική συμφωνία, αλλά αυτή εντάχθηκε στο νομικό πλαίσιο περί κρατικών ενισχύσεων για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους (κατά το άρθρο 107 παράγραφος 3 περ. β’ της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Συνεπώς, δεν πρόκειται επ’ουδενί για αντίστοιχη περίπτωση.
Βάσει όλων των ανωτέρω, προκύπτει ότι οι συζητήσεις περί δυνατότητας της χώρας μας για έξοδο από την ευρωζώνη δεν λαμβάνουν καν υπόψη το ενωσιακό δίκαιο, που – όπως προεκτέθηκε – δεν παρέχει τέτοια νομική δυνατότητα. Με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει σε περίπτωση λανθασμένων χειρισμών.