Γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Καρκατσούλης
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Σταύρος Θεοδωράκης ανέφερε ότι το κεντρικό πρόβλημα της χώρας είναι το πελατειακό κράτος. Ο δημοσιογράφος Βασίλης Λυριντζής σχολίασε ότι, στην καλύτερη περίπτωση, αυτό να είναι ένα από τα προβλήματα της χώρας. Τα μεγάλα προβλήματα, όπως είπε, είναι η ανεργία, το ασφαλιστικό και η φορολογία. Έτσι είναι, όμως; Είναι το πελατειακό κράτος ένα από τα προβλήματα της χώρας ή το απόλυτο πρόβλημα; Όσοι υποστηρίζουν ότι το πελατειακό κράτος δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά ένα από τα- μεγάλα, έστω- προβλήματα της χώρας κάνουν δύο λάθη: Tο πρώτο αφορά την σχέση της ποιότητας λειτουργίας του κράτους/των θεσμών με την οικονομία. Εκείνοι που εξακολουθούν να παραβλέπουν και να υποτιμούν τον ρόλο των εθνικών θεσμών στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, χρεώνοντας τα πάσης φύσεως προβλήματά μας στην κακή παγκοσμιοποίηση, διευκολύνουν, εν τέλει, την επιβολή εκείνων των πολιτικών στις οποίες υποτίθεται ότι αντιτίθενται. Η Ελλάδα δοκίμασε την οδυνηρή εμπειρία τέτοιων αντιλήψεων και χειρισμών στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όταν το κυβερνητικό επιτελείο και ειδικά, το οικονομικό, μπέρδευε τις επιθυμίες και τις προσωπικές νοητικές διαδρομές του με την εφαρμοσμένη πολιτική. Τις συνέπειες αυτής της σύγχυσης τις γνωρίζουμε όλοι και, πάντως, το τρίτο μνημόνιο έχει άμεση σχέση με τις επιλογές και τις πρακτικές αυτές.
Η κυβερνητική προπαγάνδα και όσοι άλλοι ζηλωτές ψάχνουν να βρουν δικαίωση στις επιλογές τους, αναφέρουν, διαρκώς, τον «χειμαζόμενο» ευρωπαϊκό νότο ως άλλοθι για τα λάθη και τις παραλείψεις τους. Περαν του ότι η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία έχουν διαφορετικά προβλήματα από την Ελλάδα, δεν έχουν ένα κράτος το οποίο να ταλανίζεται από τον πελατειασμό, όπως συμβαίνει με το ελληνικό.
Βεβαίως, η συζήτηση είναι μονίμως «αλλού», αφού, αντί να συζητάμε για τα ελληνικά προβλήματα, τι τα δημιούργησε, πως λύνονται κι αν οι συνταγές των δανειστών μπορούν, αφ’ εαυτές, να αποτελούν λύση, συζητάμε εάν ο βορράς της Ευρώπης καταπιέζει και εκμεταλλεύεται το νότο. Κι έτσι, συντηρούμε μια άσχετη με τα καθ’ ημάς συζήτηση, εάν ισχύει ή όχι η αλληλεγγύη και η κοινή ευρωπαϊκή πορεία.
Είναι, πάντως, γνωστόν τοις πάσι ότι η Ελλάς είχε ιδιαίτερα υψηλά ελλείμματα και χρέη τα οποία επέβαλαν την μακρά διάρκεια της δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και την δρομολόγηση ριζικών μεταρρυθμίσεων στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους. Το πρώτο έγινε (και συνεχίζεται…), ενώ το δεύτερο δεν επιχειρήθηκε καν. Υπήρξαν σημειακές αλλαγές, βεβαίως. Και σημειακές βελτιώσεις. Πλην όμως, εξακολουθούμε να δίνουμε ασπιρίνες σε καρκινοπαθή…Τι, δηλαδή, δημιούργησε αυτά τα ελλείμματα και, συγκεκριμένα τι πρέπει να αλλάξει στην οριζόντια οργάνωση και λειτουργία του κράτους ώστε να τα αντιμετωπίσει; Όλα αυτά, ακόμη κι όταν από κάποιους θεματοποιούνται, δεν αποτελούν ούτε σημείο αναφοράς των αναλύσεων, πολλώ δε μάλλον των πράξεων. Ούτε από την πλευρά των δανειστών ούτε κι από την πλευρά των εθνικών κυβερνήσεων.
Εδώ απαντάται το δεύτερο λάθος: Γιατί τα μέτρα και οι δράσεις των προγραμμάτων διάσωσης που αφορούν την Ελλάδα δεν οργανώνονται στη βάση της αποκατάστασης των οργανωτικών και λειτουργικών ελλειμμάτων του κράτους; Γιατί στη θέση τους υπεισέρχονται εισπρακτικά μέτρα που όλοι παραδέχονται ότι δεν λύνουν ούτε τα οργανωτικά ούτε τα λειτουργικά προβλήματα του κράτους; Και για να είμαστε ακριβείς, επιτρέψατέ μου μια ακόμη πιο συγκεκριμένη διατύπωση: Γιατί, ενώ από το πρώτο μνημόνιο μέχρι και σήμερα οι μεταρρυθμίσεις χωλαίνουν, τα προγράμματα και οι ενδιάμεσες αξιολογήσεις τους θεωρούνται ότι ολοκληρώνονται με επιτυχία εάν ικανοποιούν, εν τέλει, τους εισπρακτικούς στόχους;
Οι δανειστές ψελλίζουν είτε ότι οι μεταρρυθμίσεις σημειώνουν πρόοδο είτε, όταν πιέζονται από το γεγονός της ανυπαρξίας προόδου, ότι υπάρχει θέμα «ιδιοκτησίας» τους, αφού από την στιγμή που δεν υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για την αναδιοργάνωση του κράτους και οι ελληνικές εθνικές κυβερνήσεις δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη της σχετικής πολιτικής, τότε, κανείς δεν μπορεί να τις υποκαταστήσει.
Προφάσεις εν αμαρτίαις; Η, παχυλή άγνοια και κυνισμός; Αφού, εν τέλει, όλοι είναι ικανοποιημένοι: Οι δανειστές, γιατί η Ελλάς μπορεί και είναι συνεπής στις δανειακές της υποχρεώσεις και οι εθνικοί κυβερνήτες επίσης, αφού γλυτώνουν ακόμη μια φορά από την αμφισβήτηση της νομιμοποιητικής τους βάσης: Οι πελατειακές σχέσεις και τα πελατειακά δίκτυα τα οποία εγγυώνται την κομματική τους επιβίωση παραμένουν ανέγγιχτα. Οι μεταρρυθμίσεις μόνο παραμένουν ζητούμενο. Αλλά, αυτές μπορούν να περιμένουν μέχρι το επόμενο πρόγραμμα.
Η σκιαγράφηση μιας άλλης πολιτικής ατζέντας που θέτει στο επίκεντρό της την κατάργηση των πελατειακών δικτύων και την αντικατάστασή τους με θεσμούς υγιώς λειτουργούντες είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο εγχείρημα, τόσο τεχνικά όσο και πολιτικά. Απαιτεί γνώσεις (που να στηρίζονται σε επαρκή τεκμηρίωση) ώστε να μπορέσει να αποκαλυφθεί η πραγματική φύση του πελατειασμού. Απαιτεί, επίσης, αρκετή εμπειρία από την λειτουργία των θεσμών ώστε να μην μπερδέψει κανείς το άτυπο με το πελατειακό. Το πρώτο λειτουργεί θετικά, ενώ το δεύτερο αρνητικά ως προς το κράτος δικαίου και τους θεσμούς. Εκείνο το οποίο, όμως, καθιστά το εγχείρημα ιδιαιτέρως διαμφισβητούμενο ως προς την αποτελεσματικότητά του είναι ότι σε εποχές λαϊκισμού και οικονομικής δυσπραγίας, τα πολιτικά υποκείμενα που θα επωφεληθούν απ’ αυτό και που θα έπρεπε να το στηρίζουν αναφανδόν, δεν το κάνουν. Οι μαρξιστικές αναλύσεις για την αλλοτρίωση και την ψευδο-συνείδηση του λούμπεν προλεταριάτου παραμένουν, και σήμερα, ορθές στον πυρήνα τους.
Εναπόκειται στους ελάχιστους τολμηρούς να αναλάβουν το βαρύ πολιτικό κόστος της υπεράσπισης αυτής της ατζέντας.
Αλλά ας επανέλθουμε στα χαρακτηριστικά και στον τρόπο που οργανώνει τα εγχειρήματά του το πελατειακό κράτος.
Πως εκδηλώνεται το πελατειακό κράτος;
Το πελατειακό κράτος είναι πολυσχιδές και επηρεάζει το σύνολο των τμημάτων ενός κοινωνικού συστήματος.
Στο σημείο, όμως, αυτό είναι αναγκαία μια μεθοδολογική παρέκβαση: Εάν καθένας από τους θεσμούς δεν εννοηθεί ως ένα σύστημα αλληλεξαρτώμενων μερών τα οποία συναρθρώνονται μ’ έναν μοναδικό τρόπο, ώστε να ικανοποιούν το βασικό σκοπό/νόημα για το οποίο έχουν δημιουργηθεί, τότε δεν μπορούμε να δούμε την έκταση του πελατειακού κράτους.
Στην παρούσα μελέτη περιοριζόμαστε στην «εκτελεστική» εξουσία την οποία εννοούμε, εδώ, ως ένα «σύστημα δημόσιας διοίκησης». Το σύστημα αυτό, δεχόμαστε αξιωματικά, ότι αποσκοπεί στην έκδοση δεσμευτικών αποφάσεων για όλα τα κοινωνικά υποσυστήματα (υγεία, παιδεία, κλπ) στον βαθμό που αυτές άπτονται των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων/υποχρεώσεων των πολιτών. Το διοικητικό σύστημα αποτελείται, προεχόντως λοιπόν, από τις αποφάσεις του (ατομικές διοικητικές πράξεις), τις δομές με βάση τις οποίες οργανώνει την έκδοσή τους και τους πόρους που απαιτούνται γι’ αυτές (άνθρωποι, υποδομές).
Ειδικά, για το ελληνικό διοικητικό σύστημα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη μια ακόμη λεπτομέρεια: Ενώ σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου η αποστολή του διοικητικού συστήματος γίνεται μέσω της οριοθέτησης του πεδίου πολιτικής στο οποίο αυτό παρεμβαίνει (πχ. θρησκευτικός τουρισμός, ψυχική υγεία, μεταλλαγμένα τρόφιμα), στην Ελλάδα, η οριοθέτηση γίνεται μ’ έναν λεπτομερειακό τρόπο που είναι γνωστός ως προσδιορισμός «αρμοδιοτήτων». Οι αρμοδιότητες αποτελούν την κανονιστική έκφραση της (εκάστοτε λαμβανόμενης) πολιτικής ηγεσίας να επιληφθεί ενός πεδίου πολιτικής ή ενός ad hoc θέματος σε ένα πεδίο. Χαρακτηριστικό των ελληνικών «αρμοδιοτήτων» είναι η μεγάλη διασπορά τους και οι εξ ίσου μεγάλες εσωτερικές και εξωτερικές επικαλύψεις τους. Το ίδιο ακριβώς παρατηρείται και στις δομές που ορίζονται να διοικήσουν τις αρμοδιότητες: Πολλαπλές δομές στο κέντρο, την περιφέρεια και στα ποικίλα νομικά πρόσωπα, δημιουργούν συνεχείς αγκυλώσεις και αδιέξοδα.
Η ίδια ακριβώς εικόνα του επιμελώς καλλιεργημένου χάους επικρατεί και στις διοικητικές διαδικασίες, οι οποίες ρυθμίζουν τον τρόπο επικοινωνίας τόσο μεταξύ των αρμοδιοτήτων όσο και μεταξύ αυτών και των αποδεκτών τους. Η άρνηση διαδοχικών κυβερνήσεων να προχωρήσουν στην τυποποίησή τους οφείλεται στον ίδιο ακριβώς λόγο: Να διατηρήσει το πολιτικό προσωπικό την δυνατότητα να «διορθώνει»/ «λύνει» τα θέματα μέσω της παρέμβασής του (την οποία εννοείται «πουλάει»/ «εξαργυρώνει») στην εκάστοτε ενδιαφερόμενη ομάδα ή φυσικό πρόσωπο/πελάτη.
Όλα τα προηγούμενα είναι έκδηλα στο κυκεωνικό ρυθμιστικό πλαίσιο: Πελατειακό κράτος και ρουσφέτια δεν σημαίνει κυρίως προσλήψεις και διορισμοί ημετέρων αλλά, προεχόντως, εξυπηρετήσεις συναδέλφων βουλευτών είτε από το ίδιο ή άλλο κόμμα. Στη Βουλή που αποτελεί το καθαρτήριο των προσωπικών εκδουλεύσεων και εξυπηρετήσεων υπάρχει μια ευρύτατη διακομματική συναίνεση σε σχέση με τέτοιου τύπου ενέργειες. Ο τεχνικός τρόπος που έχει εφευρεθεί και κατοχυρωθεί είναι η προσθήκη άσχετων διατάξεων σε οποιοδήποτε νομοσχέδιο. Το ποσοστό των ασχέτων διατάξεων δεν μπορεί, πλέον, να υπολογιστεί μετά την κατάρρευση κάθε κοινοβουλευτικής διαδικασίας, την πλήρη καταπάτηση του κανονισμού της βουλής και του Συντάγματος από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Το κράτος δικαίου – όχι μόνον η ασφάλεια δικαίου- είναι, κυριολεκτικά, στον αέρα. Κι’ αν πρέπει ένα πολιτικό συμπέρασμα να εξαχθεί από την δραματική αυτή επιδείνωση της ποιότητας της νομοθέτησης, αυτό δεν είναι άλλο από το ότι η καταρράκωση του κοινοβουλίου ανοίγει διάπλατα δρόμους και για την de facto κατάργηση της δημοκρατίας στη χώρα μας.
Αλλά και το διοικητικό συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα ακόμη και έναν πρωτοετή της διοικητικής επιστήμης: Το διπλό, παράλληλο πρόβλημα κατακερματισμού και επικαλύψεων καταλήγει, νομοτελειακά, σε αδυναμία συντονισμού. Το πρόβλημα δεν μπορεί παρά να «λύνεται» με ad hoc τρόπους, περισσότερο ή λιγότερο σχετικούς. Αυτούς τους τρόπους του «ράβε/ξήλωνε» τους εφευρίσκει το πολιτικό προσωπικό της χώρας που ομνύει στο πελατειακό κράτος. Όλα τα προηγούμενα δεν αξιολογούνται από το πολιτικό/διοικητικό σύστημα της χώρας ως προβλήματα αλλά, αντιθέτως, ως ρεαλιστικές λύσεις. «Ψιλο-παρεμβάσεις» ακόμη και «ψιλο-παρανομίες» επιτρέπονται χάριν της αποκατάστασης μιας στοιχειώδους ευρυθμίας του συστήματος, ακόμη κι όταν αυτή είναι, καταφανώς, έωλη και μπορεί να ανατραπεί την επομένη. Εννοείται, επίσης, ότι το τεράστιο κόστος που συνεπάγεται η διατήρηση ενός τέτοιου συστήματος εκτιμάται, πάντως, ως μικρότερο σε σχέση με το διακύβευμα των πολιτικών να απωλέσουν την ενδιάμεση λειτουργία του διευκολυντή της επικοινωνίας μεταξύ των υπηρεσιών, των ερμηνειών των διατάξεων και της έκδοσης αποφάσεων από κάποια δομή.
Μια ανάλυση των αιτιών ύπαρξης και αναπαραγωγής του πελατειακού κράτους δεν μπορεί να μην συμπεριλαμβάνει και ζητήματα κουλτούρας και διοικητικού ήθους. Στην διοίκηση των υπουργείων, των δικαστηρίων, ακόμη και του κοινοβουλίου, επικρατεί η συνείδηση ότι στην Ελλάδα μόνο με πελατειακό τρόπο μπορεί κάτι να λειτουργήσει ή να οργανωθεί. Πολλοί από τους υπαλλήλους έχουν χρησιμοποιήσει ή εμπλέκονται σε πελατειακά δίκτυα. Η εμπέδωση της συνείδησης ότι δεν «γίνεται αλλιώς» δημιουργεί ενδημικό πελατειασμό, η αποδόμηση του οποίου είναι εξαιρετικά επαχθής διαδικασία.
Μόνο μια συνεπής πολιτική προώθησης των μεταρρυθμίσεων που θα δημιουργούσε «νησίδες επιτυχίας» θα μπορούσε, σταδιακά, να αλλάξει την επικρατούσα κουλτούρα και να επιτρέψει την εδραίωση μιας άλλης που θα ευνοεί τον συναγωνισμό, την άμιλλα και την αποδοτικότητα.
Συμπέρασμα: Το πελατειακό κράτος δεν εξαντλείται στον διορισμό των «δικών μας παιδιών» σε κάποια από τις επίζηλες θέσεις του δημοσίου. Το πελατειακό κράτος αποτελεί την μοναδική μορφή οργάνωσης του ελληνικού κράτους και λειτουργεί ως «ιός», ως «παράσιτο» στην ορθολογική αντίληψη για την οργάνωση του κράτους δικαίου: Ο πελατειασμός προσκολλάται σε κάθε τμήμα/έκφραση του ελληνικού κράτους και καθορίζει την τελική έκφρασή του, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών του και το κόστος εξυπηρέτησής του. Ο πελατειασμός δεν έχει σχέση με τον πολιτικό άξονα «δεξιά-αριστερά». Υπηρετήθηκε με απόλυτη συνέπεια τόσο από τις κυβερνήσεις ΝΔ/ΠΑΣΟΚ όσο και από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Μάλιστα, οι τελευταίοι δείχνουν μια ιδιαίτερη ζέση στην εδραίωσή του.
Μόνη η συνειδητοποίηση του προβλήματος και η πολιτική, επιστημονική και διοικητική αντιπαράθεση μαζί του μπορεί να το αντιμετωπίσει. Προς το παρόν, η μάχη φαίνεται να είναι καταδικασμένη. Από την άλλη, ίσως, η παλιγγενεσία του ελληνικού κράτους θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κίνητρο για όσους νοιώθουν εγκλωβισμένοι όταν περιορίζονται στον αναθεματισμό του και αναζητούν μια ριζική λύση του προβλήματος.
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Στο παράδειγμα της πολιτικής απασχόλησης κατά τις τελευταίες δεκαετίες αρκεί να αναφέρω σε τίτλους:
· Την υπερρύθμιση της αγοράς εργασίας (με την παράλληλη δημιουργία μιας εύρωστης αγοράς μαύρης εργασίας),
· Τη δημιουργία σιλό με τον προστατευτισμό συγκεκριμένων κατηγοριών επαγγελμάτων,
· Την μετατροπή του ΟΑΕΔ σε βασικό μηχανισμό ρουσφετολογικής πολιτικής μέσω voucher, επικουρούμενος από τα ΚΕΚ και τους «κεκατζήδες» που μετατράπηκαν σε κινητές βάσεις δεδομένων τοπικών και περιφερειακών ρουσφετιών.
Σήμερα, υπό το πρόσχημα/φύλλο συκής των «ομαδικών απολύσεων» και του «κατώτατου μισθού», το φαύλο πολιτικό σύστημα των κομμάτων εξουσίας καμώνεται ότι η ανεργία θα καταπολεμηθεί όχι με συγκεκριμένες ενέργειες απελευθέρωσης των επαγγελμάτων από τα δεσμά των συντεχνιών, όχι με την δημιουργία όρων και προϋποθέσεων εισόδου, παραμονής και εξόδου στην αγορά εργασίας που να είναι διαφανείς και αξιοκρατικοί για όλους, όχι με την δημιουργία μικρών, ευέλικτων δομών διαμεσολάβησης στην πραγματική αγορά εργασίας αλλά με την παραμονή των φαραωνικών δομών τύπου Υπουργείο Εργασίας και ΟΑΕΔ.
Θα παραθέσουμε για του λόγου το αληθές μόνο ένα τεκμήριο του ισχυρισμού μας ότι είναι το πελατειακό κράτος που δημιούργησε μια αδιέξοδη πολιτική απασχόλησης κι όχι κάποιοι άλλοι, εκεί έξω, που ήρθαν και επέβαλαν όρους εργασιακού μεσαίωνα στην χώρα μας. Το διάγραμμα που ακολουθεί δείχνει την διόγκωση του Υπουργείου Εργασίας σε βάθος είκοσι ετών. Εάν κανείς συγκρίνει δια γυμνού οφθαλμού το μέγεθος της δομής πριν και μετά από 20 χρόνια, μπορεί εύκολα να διερωτηθεί σε τι τελικά συνέβαλε αυτή η διόγκωση; Πάντως, σίγουρα όχι, στην καταπολέμηση της ανεργίας και στον εκσυγχρονισμό της αγοράς εργασίας. Μετά βεβαιότητας, όμως, στην απογείωση του πελατειακού κράτους.
πρώτη δημοσίευση: apopseis.gr