Το 2020, η Σιγκαπούρη έγινε η πρώτη χώρα που έδωσε το πράσινο φως για την πώληση κρέας κοτόπουλου που έχει παρασκευασθεί σε εργαστήριο, με μια τεχνική που δεν απαιτεί εκτάρια καλλιεργήσιμης γης, αντιβιοτικά ή τη θανάτωση εκατομμυρίων ζώων.
Ως μία από τις πιο αστικοποιημένες και λιγότερο καλλιεργήσιμες χώρες στον κόσμο, η Σιγκαπούρη στοχεύει να παράγει το 30% των τροφίμων της τοπικά μέχρι το 2030, αντί του σημερινού 10% – ακόμη και αν αυτά τα τρόφιμα προέρχονται από εργαστήριο. Τα συνθετικά φιλέτα μπριζόλας που ανέπτυξε μια ελβετική νεοφυής επιχείρηση θα μπορούσαν να είναι τα επόμενα προϊόντα που θα εμφανιστούν στα εστιατόρια της Σιγκαπούρης.
Η τεχνολογία αυτή θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της παραγωγής κρέατος από εκτρεφόμενα ζώα – ειδικά στην Ελβετία, όπου η κατανάλωση κρέατος είναι υψηλή (51 κιλά κατά κεφαλήν ετησίως). Θα μπορούσε επίσης να ανακουφίσει τις ανησυχίες της ελβετικής κυβέρνησης σχετικά με την επισιτιστική ασφάλεια, καθώς οι καλλιέργειες απειλούνται από την κλιματική αλλαγή και οι ζωοτροφές από σιτηρά έχουν ακριβύνει λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Αλλά πριν φτάσει στο πιάτο μας, το συνθετικό κρέας θα πρέπει να ξεπεράσει πολλές προκλήσεις, από το πολύ υψηλό κόστος μέχρι τους αυστηρούς ευρωπαϊκούς κανονισμούς.
«Παράγουμε πραγματικό κρέας χωρίς να χρειάζεται να εκτρέφουμε ολόκληρα ζώα για 18 ή 24 μήνες ή να τα σφάζουμε», δήλωσε στον ιστότοπο Swissinfo ο Κριστόφ Μέιρ της Mirai Foods, της πρώτης ελβετικής εταιρείας που καλλιεργεί συνθετικό κρέας.
Ο 37χρονος Μέιρ είναι βιομηχανικός μηχανικός και όπως δήλωσε στη συνέντευξή του, δεν του αρέσει η γεύση των φυτικών εναλλακτικών κρεάτων. Για αυτό και αποφάσισε να επικεντρωθεί στις καλλιέργειες κυττάρων. Η νεοσύστατη επιχείρηση ετοιμάζεται να λανσάρει στη Σιγκαπούρη, το καλλιεργημένο βόειο κρέας.
«Εκεί, η διαδικασία για την απόκτηση εγκρίσεων είναι ταχύτερη», εξήγησε ο Μέιρ.
Στην ΕΕ, η διαδικασία για την αξιολόγηση της ασφάλειας και της διατροφικής εγκυρότητας του καλλιεργημένου κρέατος διέπεται από τον αυστηρό κανονισμό για τα νέα τρόφιμα και διαρκεί τουλάχιστον 18 μήνες. Ο Μέιρ, ο οποίος ελπίζει να είναι σε θέση να πουλά το προϊόν του σε όλη την Ευρώπη μέχρι το 2025, πιστεύει ότι η Ελβετία θα ήταν ένα καλό πεδίο δοκιμών για προϊόν του, επειδή είναι μικρή χώρα και οι κάτοικοι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για την ποιότητα του φαγητού και την προστασία του περιβάλλοντος.
Ο ενθουσιασμός του Μέιρ έχει ήδη πείσει αρκετούς Ελβετούς και Ευρωπαίους επενδυτές που δραστηριοποιούνται στη βιοτεχνολογία, την τεχνολογία τροφίμων και την κτηματομεσιτική δραστηριότητα. Το 2021, η εταιρεία ανέφερε ότι το κεφάλαιό της αυξήθηκε από 2,4 εκατομμύρια δολάρια σε 4,5 εκ. δολάρια. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Mirai Foods εξακολουθεί να είναι μικρή: οι επενδύσεις στον τομέα έχουν υπερδιπλασιαστεί από 410 εκατομμύρια δολάρια το 2020 σε 1,36 δισ. δολάρια το 2021.
Πολύπλοκες και ακριβές διαδικασίες παραγωγής
Υπάρχουν όμως ακόμη πολλές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν εταιρείες όπως η Mirai, μία από τις οποίες έγκειται στη διαδικασία παραγωγής. Μόλις τα βλαστικά κύτταρα συλλεχθούν μέσω βιοψίας από ζωντανές αγελάδες ή από ένα φρέσκο κομμάτι κρέατος, οι εργαζόμενοι απομονώνουν διαφορετικούς τύπους κυττάρων (για παράδειγμα μυϊκά και λιπώδη κύτταρα). Στη συνέχεια, τα κύτταρα τοποθετούνται σε ένα μηχάνημα που ονομάζεται βιοαντιδραστήρας, όπου αναπτύσσονται και αναπαράγονται. Η τεχνολογία βασίζεται στις πολύπλοκες αρχές της καλλιέργειας κυττάρων και της μηχανικής των ιστών, οι οποίες αναπτύχθηκαν στη φαρμακευτική βιομηχανία για τη δημιουργία αντισωμάτων, εμβολίων και τεχνητών οργάνων. Αυτό καθιστά την παραγωγή πολύ δαπανηρή.
Η καλλιέργεια κρέατος στο εργαστήριο είναι επίσης ενεργοβόρα, επειδή η θερμοκρασία στον βιοαντιδραστήρα πρέπει να παραμένει σταθερή στους 37 βαθμούς Κελσίου, ώστε να επιτρέπεται ο πολλαπλασιασμός των βλαστικών κυττάρων.
Όταν τα κύτταρα αναπαραχθούν, διανέμονται σε ικριώματα για να διεγερθούν ώστε να διαφοροποιηθούν σε συνδετικούς ιστούς, μυς και λίπη. Σε αυτό το σημείο, τα κύτταρα μπορούν να συνδυαστούν για να σχηματίσουν το επιθυμητό κομμάτι κρέατος – όπως μια μπριζόλα ή ένα φιλέτο.
Ο Μέιρ παραδέχεται ότι το κόστος της διαδικασίας αποτελεί ακόμη πρόκληση. Μέχρι πρόσφατα, το μέσο που χρησιμοποιούνταν περισσότερο για τις κυτταρικές καλλιέργειες ήταν ο εμβρυϊκός ορός βοοειδών (FBS), ένα ακριβό υποπροϊόν της βιομηχανίας κρέατος.
Η ομάδα του πέρασε χρόνια προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα υποκατάστατο στο εργαστήριο. Κατασκεύασε έναν θρεπτικό ορό που ήταν πλούσιος σε ουσίες που χρειάζονται τα κύτταρα για να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν – όπως αμινοξέα, βιταμίνες, μέταλλα, σάκχαρα, ορμόνες και λιπίδια – αλλά ακίνδυνος για τα ζώα και κάπως φθηνότερος. Η εταιρεία δεν έχει διευκρινίσει αν ο ορός της είναι απαλλαγμένος από ζωικά συστατικά.
Ο γίγαντας λιανικής Migros, ο μοναδικός ανταγωνιστής της Mirai στην ελβετική αγορά, έχει επενδύσει στην ισραηλινή εταιρεία Aleph Farms, η οποία χρησιμοποιεί τεχνικές ζύμωσης για να αντικαταστήσει τις πρωτεΐνες που βρίσκονται στον FBS. Η εταιρεία Eat Just με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία παράγει τις κοτομπουκιές που πωλούνται στη Σιγκαπούρη, έχει αναπτύξει συνθετικές εναλλακτικές λύσεις για τον ζωικό ορό. Χάρη σε αυτό, η μερίδα κοτομπουκιές κοστίζει 23 δολάρια, αντί για 50 δολάρια που κόστιζε η μια μόνο κοτομπουκιά. Ωστόσο, η εταιρεία λέει ότι έχει ακόμη πολύ δρόμο μέχρι να φτάσει το προϊόν στην αγορά.
Ασφάλεια και βιωσιμότητα ακόμα υπό αμφισβήτηση
Ο Μέιρ είναι πεπεισμένος ότι αυτά τα εμπόδια μπορούν να ξεπεραστούν βραχυπρόθεσμα, επειδή η τεχνολογία που επιτρέπει τη μετατροπή των κυττάρων σε κρέας εξελίσσεται ραγδαία. Σήμερα, μπορούν να παραχθούν 1.000 τόνοι κρέατος από μόνο ένα γραμμάριο κυττάρων.
Ωστόσο, ορισμένες μελέτες έχουν αμφισβητήσει τη βιωσιμότητα και την ασφάλεια των τεχνολογιών καλλιέργειας. Η εκτροφή βοοειδών, χοίρων και κοτόπουλων παράγει αέρια του θερμοκηπίου, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για την καλλιέργεια κρέατος. Το 2019, ερευνητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης προέβλεψαν ότι η χρήση μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την παραγωγή κρέατος σε βιοαντιδραστήρες θα μπορούσε στην πραγματικότητα να έχει μακροπρόθεσμα σημαντικότερο αντίκτυπο στο κλίμα από ό,τι το κρέας που εκτρέφεται.
Ενώ οι αγελάδες εκπέμπουν μεθάνιο, το οποίο παραμένει στην ατμόσφαιρα για 12 χρόνια, η καλλιέργεια κυττάρων εκπέμπει διοξείδιο του άνθρακα που συσσωρεύεται επί χιλιετίες, αναφέρει η μελέτη της Οξφόρδης. Ωστόσο, ο πραγματικός αντίκτυπος της καλλιέργειας κρέατος στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου παραμένει αμφισβητούμενος, με άλλες μελέτες να δείχνουν πιο θετικά αποτελέσματα.
Μια γαλλική μελέτη προειδοποίησε επίσης για τον κίνδυνο βακτηριακής μόλυνσης σε βιοαντιδραστήρες που δεν είναι εντελώς αποστειρωμένοι, ειδικά εάν η παραγωγή κλιμακωθεί, καθώς και για τον ανώμαλο πολλαπλασιασμό των κυττάρων, παρόμοιο με αυτόν των καρκινικών κυττάρων. Υπάρχει επίσης έλλειψη κυβερνητικής ρύθμισης σχετικά με τη διατροφική σύνθεση αυτών των κρεάτων και την προσθήκη μικροθρεπτικών συστατικών όπως ο σίδηρος. Επιπλέον, μια έρευνα με περισσότερους από 6.000 συμμετέχοντες σε δέκα χώρες, έδειξε ότι οι άνθρωποι αηδιάζουν με την ιδέα ότι ένα κρέας παράγεται σε βιοαντιδραστήρα.
Μια μακρινή επανάσταση
Η έρευνα δείχνει ότι ακόμη και αν οι κοτομπουκιές και οι μοσχαρίσιες μπριζόλες εργαστηρίου καταφέρουν να φτάσουν στα καταστήματα, θα παραμείνουν εξειδικευμένα, πολυτελή προϊόντα. Η προμήθεια ακόμη και μόνο του 10% της αγοράς κρέατος θα απαιτούσε την κατασκευή χιλιάδων εργοστασίων με εκατοντάδες βιοαντιδραστήρες να λειτουργούν ταυτόχρονα, σύμφωνα με μια ανάλυση.
Η Ίρις Χάμπερκορν, επιστήμονας τροφίμων του Πανεπιστημίου ETH Zurich με έδρα τη Σιγκαπούρη, λέει ότι θα είναι δύσκολο να μειωθεί το κόστος αρκετά ώστε να καταστεί το καλλιεργημένο κρέας μια εμπορικά βιώσιμη εναλλακτική λύση.
«Βλέπω περισσότερες δυνατότητες σε άλλες τεχνολογίες», λέει, αναφερόμενη στα μικροφύκη, μια πιθανή πηγή εναλλακτικών πρωτεϊνών που μελετά σε ένα νέο εργαστήριο του ETH στη Σιγκαπούρη.
Ο Μέιρ όμως παραμένει πεπεισμένος ότι αργά ή γρήγορα οι τιμές θα πέσουν και το καλλιεργημένο κρέας θα φτάσει στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
«Η πολιτική βούληση για την αλλαγή του παραδοσιακού μοντέλου παραγωγής κρέατος γίνεται όλο και πιο ισχυρή», λέει.