Σε μια από τις μεγαλύτερες μελέτες στον κόσμο καλούνται να συμμετάσχουν οι Βρετανοί, προκειμένου να δημιουργηθεί μια λεπτομερής εικόνα της υγείας του πληθυσμού της χώρας.
Οι ερευνητές του προγράμματος Our Future Health, όπως ονομάζεται, σχεδιάζουν να αναπτύξουν νέους τρόπους για την έγκαιρη ανίχνευση ασθενειών και να προβλέψουν με μεγαλύτερη ακρίβεια ποια άτομα διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για ασθένειες όπως ο καρκίνος, ο διαβήτης, οι καρδιακές παθήσεις, η άνοια και το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Στο πρόγραμμα θα συμμετάσχουν 5 εκατομμύρια ή και περισσότεροι άνθρωποι που ζουν στη Βρετανία, ανεξαρτήτως ηλικίας και από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Οι συμμετέχοντες θα λάβουν πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που διατρέχουν για διάφορες ασθένειες και στη συνέχεια, θα έχουν πιθανώς τη δυνατότητα να συμμετάσχουν σε προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου ή σε περαιτέρω έρευνα. Οι ερευνητές ελπίζουν να έχουν τα πρώτα αποτελέσματα μέσα στα επόμενα χρόνια.
«Οι άνθρωποι υποβάλλονται σε θεραπείες για ασθένειες που μπορεί να έχουν εδώ και 20 ή 30 χρόνια, με αποτέλεσμα το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης να εστιάζει μόνο στη μείωση των επιπτώσεων των συμπτωμάτων», δήλωσε ο πρόεδρος του προγράμματος, καθηγητής Σερ Τζον Μπελ.
Με τα νέα εργαλεία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βασίζονται στη γενετική, θα είναι δυνατόν να ανιχνεύεται νωρίς μια χρόνια ασθένεια ή να εντοπίζονται άτομα που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης μιας πάθησης πριν από την ανάπτυξή της, πράγμα που σημαίνει ότι οι παρεμβάσεις μπορούν να γίνουν νωρίτερα.
«Θέλουμε να δοκιμάσουμε και να αξιολογήσουμε αυτές τις στρατηγικές έγκαιρης διάγνωσης ή πρόληψης σε έναν μεγάλο πληθυσμό ανθρώπων», πρόσθεσε ο Μπελ. «Έτσι, θα είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε αυτά τα νέα εργαλεία, να διαγνώσουμε νωρίς τη νόσο, να την προλάβουμε πιο αποτελεσματικά και να παρέμβουμε νωρίτερα».
Οι ερευνητές πρόσθεσαν ότι τα δεδομένα των ασθενών θα αποχαρακτηρίζονται πριν χρησιμοποιηθούν και ότι θα ζητείται η συγκατάθεσή τους σε διάφορα στάδια του προγράμματος.
Το Our Future Health χρηματοδοτείται εν μέρει από τη βρετανική κυβέρνηση, τη βιομηχανία και φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Πηγή: ertnews.gr