Εκλογές: Πολλαπλούς αποδέκτες και αρκετούς ενδιάμεσους στόχους έχει η κίνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να βάλει στο τραπέζι την πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, χωρίς να εγκαταλείπει τη βασική επιδίωξη, που παραμένει η αυτοδυναμία. Η κίνηση του πρωθυπουργού έχει ως απώτατη επιδίωξη το πλήρες ξεκαθάρισμα του πολιτικού τοπίου, αλλά και την πλήρη αποσαφήνιση του τι σημαίνει σταθερότητα. Δίνοντας ταυτοχρόνως χρόνο και τη δυνατότητα στα κόμματα και τους πολίτες να τεθούν μπροστά στα ουσιώδη και πραγματικά δεδομένα μιας, απ’ ό,τι φαίνεται, μακράς περιόδου αβεβαιότητας και αστάθειας σε όλη την Ευρώπη.
Στο πλαίσιο αυτό έβαλε τέλος στην εκλογολογία, καθιστώντας σαφές ότι έως τις εκλογές της απλής αναλογικής μεσολαβούν 14-15 μήνες. Ενα τέλος που σημαίνει όμως και μια νέα αρχή. Και για την κυβέρνηση και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και για την κοινωνία. Σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση ο Κ. Μητσοτάκης έστειλε ένα σαφές μήνυμα άμεσου απεγκλωβισμού από την εκλογολογία. Είναι σαν να είπε στους υπουργούς του, «σηκώστε μανίκια, κάντε τη δουλειά σας, λύστε προβλήματα».
Ο Ν. Ανδρουλάκης
Ομως, ίσως, η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του ελιγμού του Κ. Μητσοτάκη είναι το δίλημμα -και όχι κατ’ ανάγκη το «άνοιγμα»- που έθεσε στο ΚΙΝΑΛ. Το βιαστικό όχι του Νίκου Ανδρουλάκη προδίδει, όπως εκτιμάται, το άγχος του να «κλοτσήσει το τενεκεδάκι παρακάτω». Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις στο ΚΙΝΑΛ, ανεξαρτήτως της αρχικής αντίδρασης, ξέρουν καλά ότι αν επιμείνει στο όχι, εφόσον το εκλογικό αποτέλεσμα και των δεύτερων εκλογών εξωθεί σε κυβέρνηση συνεργασίας, ουσιαστικά θα προτείνει αλλεπάλληλες εκλογές μέχρι να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση Ν.Δ. Και μάλιστα σε συνθήκες αβεβαιότητας. Μια τέτοια στάση είναι προφανές ότι έχει εκλογικό κόστος σε μια κοινωνία η οποία, παρά τη δυσαρέσκεια για την ακρίβεια, λέει μεγαλοφώνως ότι πρώτα απ’ όλα θέλει σταθερότητα.
Από τη στιγμή που το ΚΙΝΑΛ απορρίπτει την ούτως ή άλλως επικίνδυνη και φαιδρή «κυβέρνηση μειοψηφίας», την οποία έχει αρχίσει και ψελλίζει ο ΣΥΡΙΖΑ και γνωρίζει ότι τα νούμερα δεν βγάζουν κυβέρνηση συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ -κάτι που επίσης δεν επιθυμεί- θα βρεθεί ενώπιον τεράστιου διλήμματος. Η θέση του Ν. Ανδρουλάκη γίνεται ακόμα πιο δύσκολη, επειδή δεν ακολουθεί την τυφλή και λαϊκιστική προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ περί «νεοφιλελεύθερου Μητσοτάκη». Αντιλαμβάνεται, όπως και σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων του, ότι μια κυβέρνηση που έχει δώσει 43 δισ. για την αντιμετώπιση της πανδημίας, έχει ενισχύσει πρωτοφανώς το κοινωνικό κράτος, μιλάει για ρύθμιση της αγοράς, για φορολόγηση με 90% των κερδών των εταιριών ενέργειας και για πλαφόν στην τιμή των καυσίμων, δεν είναι νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, αλλά μια κυβέρνηση με κεντρώο πρόσημο.
Δημοσκοπήσεις
Επίσης, διαβάζοντας τις πίσω γραμμές των δημοσκοπήσεων βλέπουν ότι ακόμα και σε αυτές τις εντελώς αντίξοες συνθήκες και της γενικευμένης δυσφορίας της πλειοψηφίας των πολιτών για την ακρίβεια, η βασική εικόνα των δημοσκοπήσεων δεν αλλάζει: Η Ν.Δ. φθείρεται, αλλά διατηρεί από τον ΣΥΡΙΖΑ μεγαλύτερη διαφορά από τη διαφορά με την οποία κέρδισε τις εκλογές του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι παντελώς αδύναμος να εισπράξει έστω και κάτι λίγο από την κυβερνητική φθορά και το ΚΙΝΑΛ, μετά τη σημαντική άνοδο που κατέγραψε μετά την εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη, σταθεροποιείται σε ψηλά ποσοστά (13%-15%), αλλά δείχνει να αγγίζει «ταβάνι». Στους κόλπους του ΚΙΝΑΛ ήδη υπάρχει έντονη ζύμωση και δεν θεωρούνται καθόλου τυχαίες οι δηλώσεις του Β. Βενιζέλου -απηχούν και τις απόψεις κι άλλων βουλευτών του ΚΙΝΑΛ- που κινούνται σε εντελώς άλλη κατεύθυνση από το αρχικό «ξερό όχι» του Ν. Ανδρουλάκη.
Με την κίνησή του ο κ. Μητσοτάκης βγάζει και τον ΣΥΡΙΖΑ εκτός του κάδρου της εξουσίας. Δεν υπάρχει κανένα ρεαλιστικό και σοβαρό σενάριο συμμετοχής του ΣΥΡΙΖΑ σε βιώσιμη κυβέρνηση συνεργασίας. Το μόνο σενάριο στο οποίο θεωρητικά θα μπορούσε να συμμετέχει είναι το «ανύπαρκτο σενάριο» κυβέρνησης Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ ή «οικουμενικής κυβέρνησης». Επομένως ο καχεκτικός ΣΥΡΙΖΑ διολισθαίνει όλο και περισσότερο στην «κυβέρνηση μειοψηφίας των 120», που είναι αδύνατον να σχηματίσει μόνος του. Επί του παρόντος δεν αναμένεται επιστροφή του Κ. Μητσοτάκη στη θέση ότι η αυτοδυναμία «δεν είναι αυτοσκοπός». Ο σπόρος έπεσε, λένε από το Μ. Μαξίμου, καλλιεργείται και υπάρχει πολύς χρόνος για να καρπίσει.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΚΡΙΣΗ
5 κινήσεις κατά της ακρίβειας
Η κυβέρνηση επιστρέφει στους πραγματικούς αντιπάλους της, που τους αναγνωρίζει, και είναι η ακρίβεια και τα καύσιμα. Ακόμα και οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Κ. Μητσοτάκης το τελευταίο διάστημα -«νιώθουμε», «ξέρουμε», «κατανοούμε», «συναισθανόμαστε»- στέλνουν το μήνυμα της επαφής με την πραγματικότητα.
Παράλληλα, όμως, σχεδιάζονται και οι επόμενες κινήσεις, ενόσω η ελληνική οικονομία διατηρεί θετικές προοπτικές:
1 Εντός της εβδομάδος θα παρουσιαστεί το σχέδιο για την ενεργειακή ενίσχυση και θωράκιση της χώρας (περισσότερο LNG, επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΕΠ, κοιτάσματα φυσικού αερίου στο Ιόνιο και στη Δυτική Κρήτη κ.λπ.)
2 Εντός του Απριλίου εκτός από τα επιδόματα των 200 ευρώ που θα δοθούν θα ανακοινωθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού. Σύμφωνα με πληροφορίες, λόγω και της ανόδου του πληθωρισμού, θα είναι αρκετά μεγαλύτερη του αναμενομένου. Ο κατώτατος μισθός θα υπερβαίνει τα 700 ευρώ, κάτι που σημαίνει και αύξηση του επιδόματος ανεργίας κατά 30 ευρώ.
3 Θα επεκταθούν και θα ενταθούν οι έλεγχοι για αισχροκέρδεια, επιφέροντας καταιγίδα προστίμων στους παραβάτες.
4 Στο τραπέζι παραμένει ο ΦΠΑ στα τρόφιμα, αλλά ακόμα υπάρχουν διάφορες εναλλακτικές σκέψεις, με στόχο ποια μέθοδος θα εξασφαλίσει ότι το όφελος για τον καταναλωτή θα πάει στην τσέπη του και δεν θα χαθεί στους πολύπλοκους δρόμους των καρτέλ και των τριγωνικών σχέσεων.
5 Υπάρχει βάσιμη προσδοκία πλέον ότι το αργότερο τον Μάιο η Ε.Ε. θα οριστικοποιήσει τις αποφάσεις της για πλαφόν στη χονδρική τιμή της ενέργειας, αλλά και για το ισοδύναμο της πανδημίας, με το οποίο θα αντιμετωπιστεί η πρωτοφανής ενεργειακή κρίση.
Αναβαθμίσεις
Το Μέγαρο Μαξίμου ξέροντας ότι μέσα στις επικρατούσες συνθήκες τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκετό, επιδιώκει να δείξει το φως που υπάρχει για την ελληνική οικονομία πίσω από τη μαυρίλα της εποχής. Και υπάρχουν σημαντικά στοιχεία που το επιβεβαιώνουν. Μετά την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας -μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα- από τον οίκο αξιολόγησης DBRS, ήρθε η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών τραπεζών από τη Moody’s. Η 14η αξιολόγηση σύμφωνα με πληροφορίες πάει πολύ καλά και το ΔΝΤ στην έκθεσή του βλέπει για την Ελλάδα ανάπτυξη 3,5%. Η ανεργία τον Φεβρουάριο σημείωσε και νέα πτώση -παρά την κρίση- στο 11,9% (από 12,8%) σημειώνοντας ρεκόρ 12ετίας. Η εξαγορά της ΙΟΝ από τον Σπ. Θεοδωρόπουλο θεωρείται κρίσιμη εξαγορά, η οποία επιβεβαιώνει το θετικό αναπτυξιακό κλίμα που υπάρχει για τη χώρα. Ενώ τα τελευταία στοιχεία για τη φετινή πορεία του τουρισμού δείχνουν ότι μπορεί να μη γίνει ρεκόρ σε σχέση με το 2019 που ήταν η καλύτερη χρονιά, αλλά θα πάει καλύτερα από το 2021.