«Θα δούμε τι θα γίνει. Ξέρετε, έχω διαμαρτυρηθεί έντονα για τις κάλπες. Είναι καταστροφή», απάντησε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στο ερώτημα αν θα προχωρήσει σε ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας: «Θα είναι ειρηνική… δεν θα υπάρχει πραγματικά μεταβίβαση. Θα υπάρχει συνέχιση». Κάπως έτσι πυροδοτήθηκαν συζητήσεις για το κατά πόσο ο Τραμπ είναι διατεθειμένος να παραδώσει την σκυτάλη.
Την εβδομάδα που έρχεται και συγκεκριμένα την Τρίτη στις 4 το πρωΐ ώρα Ελλάδος -έτοιμος ή όχι- θα κληθεί να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο του στο πρώτο απο τα τρίτα ντιμπέιτ. Σύμφωνα, όμως, με τους εκλογολόγους το πρώτο είναι που επηρεάζει καθοριστικά τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους. Κάτι στο οποίο ευελπιστεί το επιτελείο Τραμπ. Ο προεδρος έκανε και ένα ακόμα άνοιγμα.
Αυτή τη φορά στους Αφροαμερικανούς ψηφοφόρους. Σε μια προεκλογική του συγκέντρωση στην Ατλάντα υποσχέθηκε αύξηση στα κεφάλαια για τις κοινότητες των μαύρων, δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας, στήριξη επιχειρήσεων που ανήκουν σε μαύρους και πολλά ακόμα. Μεταξύ άλλων, δεσμεύθηκε για την καθιέρωση της “Juneteenth” της 19ης Ιουνίου σε αργία. Εκείνη την ημέρα τιμάται η κατάργηση της δουλείας στις ΗΠΑ. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι οι Δημοκρατικοί τους έχουν εκμεταλλευθεί.
Σύμφωνα πάντως με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η μάχη αναμένεται να είναι σκληρή. Το προβάδισμα του Τζο Μπάιντεν είναι σχετικά οριακό σε τέσσερις από τις έξι κρίσιμες πολιτείες: μία μονάδα στην Αριζόνα, 3 μονάδες στην Πενσιλβάνια και 5 στο Ουισκόνσιν και το Μίσιγκαν. Οι δύο υποψήφιοι είναι ισόπαλοι σε δύο άλλες: στη Φλόριντα και στη Βόρεια Καρολίνα. Αυτές είναι συνολικά οι έξι πολιτείες που λειτουργούν καθοριστικά για τις εκλογές του Νοεμβρίου.
Σε εθνικό επίπεδο, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τον υποψήφιο των Δημοκρατικών να έχει προβάδισμα οκτώ ποσοστιαίων μονάδων έναντι του Ρεπουμπλικάνου προέδρου. Αξίζει να θυμηθεί κανείς την εκλογική αναμέτρηση του 2016. Τότε, οι Δημοκρατικοί κέρδισαν την πλειοψηφία των ψήφων αλλά οι Ρεπουμπλικάνοι τους περισσότερους εκλέκτορες και κατά συνέπεια τον Λευκό Οίκο.
Καταποντισμένη πάντως εμφανίζεται η εικόνα του Ντολαντ Τραμπ στη διεθνή κοινή γνώμη. Δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε από το Ερευνητικό Κέντρο Pew σε περισσότερους από 13.000 ενήλικες απο διάφορες χώρες δείχνει ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι μη Αμερικανοί δεν εμπιστεύονται τον πρόεδρο.
Στην ανελέητη πολιτική κόντρα έχει προστεθεί και ο ορισμός της διαδόχου της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ στο Ανώτατο Δικαστήριο και τη διαδικασία επικύρωσής του από τη Γερουσία. Η διαδικασία αυτή ξεκινά την Τρίτη και ο Τραμπ στοχεύει να ολοκληρωθεί πριν από τις προεδρικές εκλογές. Κάτι, που αν επιτευχθεί θα αποτελέσει ρεκόρ. Γιατί, όμως, βιάζεται τόσο ο Αμερικανός προεδρος να ορίσει τη δικαστή ομοσπονδιακού εφετείου Εϊμι Κόνεϊ Μπάρετ, την επίσημη πλέον επιλογή του; Ο ίδιος ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι πιστεύει πως οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου θα καταλήξουν στο Ανώτατο Δικαστήριο, γι’ αυτό πρέπει αυτό το ομοσπονδιακό Σώμα, το ανώτερο στις ΗΠΑ, να έχει εννέα δικαστές.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι δεν επιθυμεί απλά εννιά δικαστές, αλλά δικαστές που στέκονται ευνοϊκά απέναντι του. Στην αρχή της θητείας του φρόντισε να διορίσει ήδη δυο δικαστές. Έκτοτε η πλάστιγγα έγειρε προς τα δεξιά. Μένει να δούμε αν θα καταφέρει τώρα τον εσπευσμένο διορισμό… και το κυριότερο αν τα πράγματα θα αποδειχθούν τόσο οριακά. Σε άρθρο του έγκυρου περιοδικού Atlantic με τίτλο «Οι εκλογές που θα μπορούσαν να λυγίσουν την Αμερική», περιγράφεται ένα ακόμα πιο ζοφερό σενάριο.
«Ο Τραμπ θα μπορούσε να «ζητήσει από τους νομοθέτες μιας πολιτείας να αγνοήσουν τη λαϊκή ψήφο και να ασκήσουν το δικαίωμά τους να επιλέξουν τους πιθανούς εκλέκτορες απευθείας», οι οποίοι και ουσιαστικά που αναδεικνύουν το νικητή στην εκάστοτε πολιτεία.