Γράφει η Έφη Αλικάκου
400.000 χιλιάδες Έλληνες πολίτες συμμετείχαν τη Κυριακή στην ψηφοφορία για την ανάδειξη νέας ηγεσίας στη Ν.Δ. Η συμμετοχή ήταν απροσδόκητα αθρόα και μαζική ιδιαίτερα μετά το φιάσκο της περασμένης απόπειρας διεξαγωγής των εκλογών. Ο αριθμός μάλιστα θα ήταν ακόμα υψηλότερος αν ένας μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων δεν εγκατέλειπαν την ουρά λόγω του χρόνου αναμονής. Ωστόσο η συσπείρωση και κυρίως η σύνθεση της βάσης δίνει χώρο για πολλές καίριες παρατηρήσεις ανεξαρτήτως του αποτελέσματος του πρώτου αυτού γύρου.
Οι πολίτες έστειλαν ένα ηχηρό μήνυμα στη κυβέρνηση. Παρά την απογοήτευση που αποπνέει η ασφυκτική ατμόσφαιρα που βιώνουν ουκ ολίγα νοικοκυριά, παρά τη κόπωση και την δικαιολογημένη χολή για τη πολιτική ηγεσία του τόπου, ο λαός επιθυμεί μία αντιπολίτευση που ο λόγος της θα μετράει και θα λαμβάνεται υπ’ όψιν. Η ανάγκη ύπαρξης ενός ισχυρού αντισταθμίσματος κρίνεται επιτακτική ώστε να ελέγχεται όσον το δυνατόν καλύτερα η παιδική χαρά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και φυσικά τα συνεχή ολισθήματα του πρωθυπουργού που όχι μόνο δεν προσεγγίζει το τέρμα αλλά δεν κάνει ούτε για αναπληρωματικός. Η ΝΔ παραμένει ένα ζωντανό κύτταρο στο πολιτικό σώμα της χώρας αν και ομολογουμένως η προσέλευση των νέων ήταν αποδυναμωμένη. Το κόμμα παραμένει ,κυρίως λόγω της παρουσίας κάποιων παλαιών στελεχών που ενστερνίζονται συντηρητικές αντιλήψεις, «γερασμένο». Δεν έχει, προς το παρόν, μία σταθερή βάση νεολαίας που θα απογειώσει (στα μέτρα του εφικτού) μακροπρόθεσμα τα ποσοστά της, ζήτημα που πρέπει να αναχθεί ως ύψιστη προτεραιότητα του νέου προέδρου. Ομολογουμένως λύση στο προαναφερθέν διακύβευμα μπορεί να δώσει ουσιαστικά και όχι επιδερμικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης γιατί ο πολιτικός του λόγος βασίζεται σε ξεκάθαρες προτάσεις φιλελεύθερης υφής που ανταποκρίνονται καλύτερα στα ζητούμενα της νεολαίας. Για αυτό ίσως να μην αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι παρά τα προγνωστικά που έπεσα πάλι έξω (με εξαίρεση τη πρωτιά Μεϊμαράκη), ο κύριος Μητσοτάκης κατέλαβε τη δεύτερη θέση σχετικά άνετα αν και μεγάλη διαφορά από το «ρεύμα» που φαίνεται να έχει ο πρώτος.
Χωρίς αμφιβολία πάντως και οι δύο νικητές του πρώτου γύρου εκφράζουν την Κεντροδεξιά και φιλοευρωπαϊκή πλευρά του κόμματος, με τον έναν να είναι υπέρ μιας περισσότερο φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής που θα συμπορεύεται με εκσυγχρονισμό κομματικών και κρατικών δομών και τον άλλο να τάσσεται στο πλευρό μιας περισσότερο παραδοσιακής γραμμής που χάραξε η Ν.Δ., της λεγόμενης «λαϊκής Δεξιάς», χωρίς όμως να γίνεται συντηρητικός. Είναι αλήθεια ότι ο κύριος Μεϊμαράκης εκφράζει καλύτερα το «πιστό» μπλοκ των καραμανλικών οι οποίοι δεν δίστασαν να πουν ότι η εκλογή του πρώτου θα ανοίξει το δρόμο για την επαναδραστηριοποίηση του κυρίου Καραμανλή, στοχεύοντας προφανέστατα στη συσπείρωση των αμετανόητων «fans» του τελευταίου. Παράτολμη στρατηγική κίνηση η οποία ελέγχεται ως περιέχουσα πολλά λογικά άλματα και επιπόλαιο συλλογισμό. Το κόμμα χρειάζεται ανανέωση, σε πολλούς δε τομείς είναι ανάγκη να γκρεμιστεί και να ξαναχτιστεί από την αρχή. Δεν υπάρχει λόγος για πισογυρίσματα και επιστροφή σε δήθεν πετυχημένες συνταγές.
Η μάχη λοιπόν στον δεύτερο γύρο θα είναι αμφίρροπη και θα κριθεί από το μέγεθος της συμμετοχής και η στήριξη που θα δώσουν στον ένα ή τον άλλο όσοι ψήφισαν τον Αδ. Γεωργιάδη και τον Απ. Τζιτζικώστα στο πρώτο γύρο. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα ο νικητής καλείται να φέρει δροσερό αέρα αλλαγής τόσο στο εσωτερικό του κόμματος όσο και στη χώρα η οποία τσουρουφλίζεται παρεπομένως και μοιραία από τις καυτές πατάτες που κρατάνε στα χέρια τους τα κυβερνητικά στελέχη, μη ξέροντας τι να τις κάνουν. Οψόμεθα..