«Στην Ευρώπη, λένε, ανησυχούν για τη Μελόνι. Αναρωτιούνται τι πρόκειται να συμβεί», κάγχασε σε μια από τις τελευταίες προεκλογικές συγκεντρώσεις της η άμεσα ενδιαφερόμενη, Τζόρτζια Μελόνι: αρχηγός του χαρακτηριζόμενου ως «μεταφασιστικού» κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας και πιθανόν η επόμενη -πρώτη στα χρονικά γυναίκα, αλλά και ακροδεξιά- πρωθυπουργός στη Ρώμη.
«Λοιπόν, αυτό που θα συμβεί», έδωσε μόνη της την απάντηση, «είναι ότι η Ιταλία θα αρχίσει να υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντά της».
Εκατό χρόνια μετά το φασιστικό πραξικόπημα του Μπενίτο Μουσολίνι και την Πορεία στη Ρώμη των παραστρατιωτικών μελανοχιτώνων του, η 45χρονη μεταφασίστρια επελαύνει στην πολιτική σκηνή της γείτονος και τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης.
Το κόμμα της αναμένεται -εκτός μεγάλου απροόπτου- να είναι ο μεγάλος νικητής της κάλπης των πρόωρων βουλευτικών εκλογών της 25ης Σεπτεμβρίου.
Κι έτσι, με «όχημα» τη συμμαχία με την ακροδεξιά Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και την κεντροδεξιά Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, η Μελόνι θέλει να γίνει η πρώτη από το 1945 επικεφαλής ιταλικής κυβέρνησης που γαλουχήθηκε πολιτικά ως νοσταλγός του Μουσολίνι.
Πρόκειται αναμφίβολα για σοκ όχι μόνο για τη γείτονα, αλλά και για την -αμήχανη και αργόσυρτη μπροστά σε έναν κυκεώνα προκλήσεων- ΕΕ εν γένει, που βλέπει τη μια μετά την άλλη τις δημοκρατίες της να «αλώνονται» από την Ακροδεξιά.
Πιο πρόσφατη απτή απόδειξη -μετά τις εξελίξεις στη Γαλλία– αποτέλεσαν οι μόλις προ δύο εβδομάδων εκλογές στην κατά τα άλλα προοδευτική Σουηδία, με την εκτόξευση των ποσοστών της εγχώριας Ακροδεξιάς και τον «εναγκαλισμό» της με και από τα κόμματα της Δεξιάς.
Ισορροπία στο κενό
Σήμερα, η Μελόνι «φλερτάρει» ανοιχτά με την Ουγγαρία του αυταρχικού Βίκτορ Όρμπαν και αψηφά την ΕΕ. Στη χώρα της αυτοπροβάλλεται ως η κύρια υπερασπίστρια του ιταλικού έθνους και των παραδοσιακών αξιών του. Το μότο της: «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια».
Κατά το πρότυπο πάντως της Γαλλίδας Μαρίν Λεπέν, έχει επιδοθεί σε μια εκστρατεία πολιτικής «κανονικοποίησης» του κόμματός της, παρότι τα Αδέλφια της Ιταλίας δεν έχουν αποκηρύξει ευθέως τον φασισμό.
Η Μελόνι πια δεν μιλά για Italexit και αποχώρηση της χώρας της από την ευρωζώνη ή για την υπεροχή του ιταλικού έναντι του ευρωπαϊκού δικαίου.
Έχει ωστόσο υποσχεθεί ότι η πρώτη πράξη της, εάν αναλάβει την εξουσία, θα είναι η αναθεώρηση του εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, για την εφαρμογή του οποίου η απερχόμενη κυβέρνηση υπό τον τεχνοκράτη Μάριο Ντράγκι έχει δεσμευτεί απέναντι στις Βρυξέλλες.
Ήταν η προϋπόθεση για να εξασφαλίσει η Ιταλία τη «μερίδα του λέοντος» από τα κοινοτικά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Υπό κανονικές συνθήκες, η -σήμερα επικίνδυνα ασταθής οικονομικά- γειτονική χώρα έχει λαμβάνειν συνολικά 192 δισεκατομμύρια ευρώ. Ποσό ισοδύναμο με το 9,6% του ΑΕΠ της.
Παρά τον ορατό κίνδυνο το αυξανόμενο κόστος ενέργειας να βυθίσει την Ιταλία με ύφεση και το δημόσιο χρέος να καταστεί σχεδόν μη βιώσιμο (148% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του έτους, σύμφωνα με το ΔΝΤ), η Μελόνι σαγήνευσε προεκλογικά τα υπό βίαιη φτωχοποίηση πλήθη, με υποσχέσεις για χαμηλότερους φόρους και πρόωρη συνταξιοδότηση.
Κάπως έτσι λοιπόν, με «καταλύτη» την διάσπαση του κεντροαριστερού-αριστερού μετώπου και την απώλεια εμπιστοσύνης σημαντικού μέρους του εκλογικού σώματος στα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου», τα Αδέλφια της Ιταλίας χτύπησαν πρωτιά στις δημοσκοπήσεις, με 25%.
Δημοκρατία στα… δύο τρίτα
Στην πραγματικότητα, το βασικό ερώτημα των τελευταίων ημερών στην Ιταλία (δεδομένης της απαγόρευσης δημοσιοποίησης νέων δημοσκοπήσεων δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές) ήταν όχι εάν ο συνασπισμός Ακροδεξιάς-Δεξιάς θα κερδίσει, αλλά με πόση διαφορά.
Σε σχετική μελέτη, το Ινστιτούτο Cattaneo υπολόγισε σε 91,5% την πιθανότητα η συμμαχία Αδέλφια της Ιταλίας-Λέγκα-Φόρτσα Ιτάλια να εξασφαλίσει άνετη πλειοψηφία και στη Βουλή και στη Γερουσία.
Μείζον ζητούμενο πλέον αποτελεί εάν μπορεί να πετύχει και στα δύο νομοθετικά σώματα πλειοψηφία δύο τρίτων: τη λεγόμενη και «σούπερ πλειοψηφία», που θα της επιτρέψει να κάνει αλλαγές στο Σύνταγμα και στο ιταλικό πολιτικό σύστημα, χωρίς τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την έγκρισή τους.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι ο συνασπισμός Ακροδεξιάς-Δεξιάς απείχε μόλις 2-3% από αυτό τον στόχο. Τυχόν επίτευξή του θα είναι άνευ προηγουμένου στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ιταλίας και αναμένεται να προκαλέσει πολιτικό σεισμό.
Και οι τρεις ηγέτες του συνασπισμού -Μελόνι, Σαλβίνι, Μπερλουσκόνι- έχουν ταχθεί υπέρ της υιοθέτησης ενός συστήματος «γαλλικού τύπου», με απευθείας εκλογή προέδρου και με το αξίωμα ενισχυμένο με εξουσίες.
Ο «γρίφος» της κάλπης
Σε αυτά πάντως τα σενάρια υπεισέρχονται αστάθμητοι παράγοντες αυτής της κρίσιμης κάλπης. Αφορούν στο ποσοστό της αποχής, που εκτιμάται ότι θα είναι υψηλό.
Στους αναποφάσιστους ψηφοφόρους, που μέχρι και το άνοιγμα της κάλπης υπολογίζονταν περίπου στο ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος.
Επίσης στην επιβεβαίωση ή μη της δημοσκοπικής ανάκαμψης του αντισυστημικού Κινήματος 5 Αστέρων.
Υπό την νέα ηγεσία του πρώην πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε, το κόμμα που ίδρυσε το 2009 ο Μπέπε Γκρίλο κατάφερε να ξεπεράσει την -πάλαι ποτέ εκλογικά κραταιά- Λέγκα, σκαρφαλώνοντας στην τρίτη θέση στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, πίσω από τα Αδέλφια της Ιταλίας και το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέτα.
Για την ακρίβεια, αναλυτές θεωρούν ότι μια εξαιρετικά καλή εκλογική επίδοση των «Πεντάστερων» ίσως να αποδειχθεί η καλύτερη «σφήνα» στα σχέδια της Ακροδεξιάς-Δεξιάς για σαρωτική νίκη, ακόμη και για εξασφάλιση της απόλυτης πλειοψηφίας, ανακατεύοντας έτσι γερά την «τράπουλα» των μετεκλογικών σεναρίων.