Γράφει ο Γιάννης Καραμαγκάλης
Κάθε εκλογική διαδικασία στην χώρα που ζούμε είχε ένα κρυφό άλλοθι, μία πτυχή που πάντα μας ωθούσε να κάνουμε την λανθασμένη(;) επιλογή πριν την κάλπη. Αυτό το άλλοθι δεν ήταν πάντα πολιτικό. Βασικά, σχεδόν ποτέ δεν ήταν αμιγώς πολιτικό. Τις περισσότερες φορές καθοριζόταν με βάση έναν ακραίο ωφελιμισμό: Ποιος θα τάξει τα περισσότερα, ποιός θα διορίσει τους συγγενείς, ποιος θα ανεβάσει το αφορολόγητο και θα δώσει επιδόματα και ούτω καθεξίς. Η επιλογή αυτή μας κόστισε πολλά χρήματα και κυρίως αστάθεια, ειδικά όταν τα χρήματα άρχισαν να τελειώνουν.
Αν και θα μπορούσαμε να ψάξουμε αρκετά πίσω στον χρόνο για να δομήσουμε επιχειρηματολογία γύρω από το ζήτημα, θα αρκεστούμε στις πρόσφατες εκλογικές διαδικασίες για λόγους οικονομίας…κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ας ξεκινήσουμε την περιήγησή μας στο μακρινό 1996, όπου το ΠΑΣΟΚ προαλειφόταν για τα σκήπτρα της διακυβέρνησης μετά από μία 6ετία αποχής. Εκεί το άλλοθι γεννήθηκε μέσα από ένα δίλημμα: Πρόσβαση της χώρας στο τρένο της ΟΝΕ ή παραμονή στην βραδεία βαλκανικού τύπου ανάπτυξη. Παρά την κιβδυλλότητα του διλήμματος, αυτό πήρε σάρκα και οστά σε επίπεδο πολιτικής επιλογής ως άλλοθι, που δεν ήταν άλλο από το «ψηφίζουμε το ΠΑΣΟΚ για την Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και τον εκσυγχρονισμό». Βέβαια τα δεδομένα εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά, αφού ο εκσυγχρονισμός όχι μόνο δεν επήλθε ποτέ, αλλά μία σειρά σκανδάλων – με σημαντικότερο αυτό του χρηματιστηρίου- απέδειξε πως ο «εκσυγχρονισμός» ήταν η τελειότερη παγίδα που θα λειτουργούσε ως άλλοθι. Το 2000, το άλλοθι ήταν στην λογική του «γαϊδάρου και της ουράς». Ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης είχε ακολουθήσει μία πορεία σκλύρηνσης του εθνικού νομίσματος για να πιάσει τους στόχους πρόσδεσης στο ενιαίο νόμισμα, κάτι που φυσικά είχε επιπτώσεις στην εσωτερική οικονομία. Ναι, σωστά καταλάβατε. Το άλλοθι ξαναβασιλεύει. «Ψηφίζουμε ΠΑΣΟΚ, γιατί φάγαμε τον γάϊδαρο. Στην ουρά θα κολλήσουμε;»
Το Σωτήριο έτος 2004, ήταν το έτος όπου ήταν στα ντουζένια του ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός. Βέβαια ελάχιστοι ενδιαφερόντουσαν για αυτό και οι λίγοι που πραγματικά έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου στο κυβερνητικό στρατόπεδο εκστασιάσθηκαν από την μεγάλη στρατηγική ρήση «Επανίδρυση του Κράτους». Φοβερό άλλοθι για ένα εκλογικό σώμα που ήταν ξανά εγκλωβισμένο σε δύο πολύ κακές επιλογές. Το άλλοθι της ΝΔ ήταν καλύτερο από του ΠΑΣΟΚ. Χτύπαγε κατευθείαν στο θυμικό του Έλληνα «νοικοκύρη». Η Νέα Δημοκρατία θα αναδειχθεί νικήτρια με το ποσοστό του 45,36%, σημειώνοντας αυτοδυναμία.
Ακριβώς επειδή επρόκειτο για –guess what- άλλοθι, ποτέ δεν συνέβη «επανίδρυση» του κράτους. Και επειδή η Νέα Δημοκρατία θεώρησε επιτυχημένη την προηγούμενη συνταγή, επανήλθε με το σύνθημα «Νοικοκυρεύουμε τα του οίκου μας» και «Σεμνά και ταπεινά». Άλλη μια επίκληση στο θυμικό του «μέσου Έλληνα ψηφοφόρου» και άλλο ένα άλλοθι του τύπου «Ας δώσουμε μία δεύτερη ευκαιρία, ολόκληρους ολυμπιακούς έκανε το παιδί». Το 2007, ο Κώστας Καραμανλής επανεκλέγεται πρωθυπουργός, για μία βραχεία ωστόσο περίοδο.
Το βολικότερο και χαρακτηριστικότερο άλλοθι της μεταπολίτευσης ήταν ήταν το «Λεφτά υπάρχουν». H πλειονότητα των Ελλήνων εκλογέων πίστεψε στ’αλήθεια πως θα καταφέρει να πλουτίσει και να βγάλει πολλά περισσότερα από αυτά που έβγαλε την δεκαετία του 2000, όπου –σημειωτέον- η Ελλάδα παρουσίασε τις μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών στην Ευρωζώνη. Το άλλοθι εδώ είναι ταυτόσημο με την απληστία και τον τυχοδιωκτισμό, όπως αποδεικνύουν οι αριθμοί. Ο Γιώργος Παπανδρέου επικράτησε με ευρεία διαφορά έναντι του αντιπάλου του, δίνοντας το ιδανικό άλλοθι για το έγκλημα: Μοιράζω λεφτά.
Το 2012 το άλλοθι ήταν αστείο. Ψηφίζουμε ΝΔ για να μην έρθουν στην εξουσία «οι Κομμουνιστές». Αστείο όχι προς το ουσιαστικό του σκέλος (γιατί η πλειονότητα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε εν τέλει πως όντως έχει κομμουνιστικές ροπές) αλλά ως προς το αναχρονιστικό: Ποτέ δεν μπόρεσε η ελληνική κοινωνία να υπερκεράσει τα μεταπολεμικά της σύνδρομα. Λίγο η κινδυνολογία, λίγο ο φόβος του Grexit, η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜ.ΑΡ αναγκάστηκαν να συγκυβερνήσουν.
Οι «κομμουνιστές» ήρθαν το 2015. Μετά τα λεφτά, ήρθε η ελπίδα. Ή καλύτερα θα ερχόταν, εφόσον ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α λάμβανε το χρίσμα να κυβερνήσει τη χώρα, κάπως διαφορετικά, όπως έλεγαν όλοι. Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό το διαφορετικά, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι. Εκτός αν πάμε την αφήγηση στην αντίπερα όχθη: Ναι είναι διαφορετικό το να μπορείς να τραβήξεις μόνο 60 ευρώ από την τράπεζα. Γενικά, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α έδωσε το τέλειο άλλοθι σε πολλούς να ξεσπαθώσουν. Δεν τα κατάφερε, αλλά το άλλοθι, άλλοθι.
Σε αυτές τις εκλογές δεν υπάρχει κανένα άλλοθι. Πρώτον γιατί τα συνθήματα των κομμάτων είναι εύκολα αποδομήσιμα: Η Ελλάδα δεν μπορεί να πάει μπροστά με ένα κόμμα που την υπερχρέωσε και που διόρισε στο δημόσιο 800.000 ανθρώπους, ούτε με ένα κόμμα που επικαλείται την ρήξη με το «παλιό», όταν καθημερινά το ένα μετά το άλλο τα σκάνδαλα για μεγαλοστελέχη του βγαίνουν στην επιφάνεια.
Το μόνο που υπάρχει ως εναλλακτική είναι η πρώτη φορά σοβαρότητας, γιατί όπως είπε και ο κ. Γιούνκερ, «τα πράγματα δεν θα είναι τα ίδια αν η Ελλάδα δεν σοβαρευτεί αυτή τη φορά». Και η σοβαρότητα δεν είναι άλλοθι. Είναι ανάγκη.
Η άλλη εναλλακτική είναι η αλλαγή ιδιοσυγκρασίας του «άλλοθι». Να αποκτήσει μία καινούρια ταυτότητα δηλαδή, να γίνει σαφές πως τα αστεία τελείωσαν. Το ζήτημα είναι αυτή την αλλαγή να την επικοινωνήσουν τα κόμματα στον κόσμο. Μέχρι στιγμής δείχνουν πως δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτό το κάλεσμα. Καί αυτό, ίσως είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αδυναμίας μας να δούμε και να πάμε μπροστά.