Νέες δραματικές διαστάσεις λαμβάνει το πρόβλημα της έλλειψης αναισθησιολόγων από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, καθώς οι νέοι αναισθησιολόγοι προτιμούν είτε θέσεις στο εξωτερικό είτε στον ιδιωτικό τομέα.
Τεράστιες σειρές αναμονής για χειρουργεία στα δημόσια νοσοκομεία που θα γίνουν ακόμη χειρότερες, κλειστά ιατρεία πόνου που θα αφήσουν χωρίς βοήθεια χιλιάδες καρκινοπαθείς και ασθενείς με άλλες παθήσεις.
Αυτά είναι τα άμεσα ορατά αποτελέσματα που θα δημιουργήσει η περαιτέρω έλλειψη αναισθησιολόγων από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οποίο κινδυνεύει να μείνει χωρίς γιατρούς, αυτής της τόσο κρίσιμης ειδικότητας.
Το πρόβλημα της έλλειψης αναισθησιολόγων, τέθηκε για άλλη μια φορά με αφορμή το 39ο διεθνές συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Περιοχικής Αναισθησίας και Θεραπείας Πόνου (ESRA) που ξεκινά στις 22 Ιουνίου στη Θεσσαλονίκη.
Όπως δήλωσε η Ελένη Μόκα, αναισθησιολόγος και ταμίας της (ESRA), η έλλειψη είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα και ενώ δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, στη χώρα μας είναι εμφανής σε ανησυχητικό βαθμό.
Αυτό σύμφωνα με την κ. Μόκα, συμβαίνει κυρίως για τρείς λόγους. Πρόκειται για μια απαιτητική ειδικότητα, οι αναισθησιολόγοι κουράστηκαν μέσα στην πανδημία παίρνοντας το βάρος της διαχείρισης της και τρίτον χρειάζονται κίνητρα, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και άλλα τα οποία δεν είναι διαθέσιμα.
“Οι αναισθησιολόγοι έχουν ένα μεγάλο φορτίο στην καθημερινή τους ιατρική πρακτική και επιζητούν και λίγο ελεύθερο χρόνο. Μην ξεχνάτε ότι στην πατρίδα μας είναι αυτοί που είναι στις αίθουσες χειρουργείου, στις μονάδες εντατικής θεραπείας, στις διακομιδές βαρέως πασχόντων, στα ιατρεία πόνου κ.ο.κ” τονίζει η αναισθησιολόγος, προσθέτοντας πως χρειάζονται περισσότερα κίνητρα, ώστε νέοι γιατροί να ακολουθήσουν την ειδικότητα.
“Είναι είδος προς εξαφάνιση οι αναισθησιολόγοι και ίσως στο μέλλον η έλλειψη τους να αποτελέσει απειλή, συνολικά για το σύστημα υγείας” λέει χαρακτηριστικά.
Αναφέρει εξάλλου πως στην Ελλάδα οι αναισθησιολόγοι είναι λιγότεροι από 1000 και προκειμένου να υπάρχουν ασφαλείς συνθήκες χορήγησης αναισθησίας, χρειάζονται περίπου 20 αναισθησιολόγοι ανά 100.000 κατοίκους. Ωστόσο, στη χώρα μας ο αριθμός αυτός είναι 11 ή 12, πράγμα που σημαίνει πολύ λιγότεροι, οι μισοί σχεδόν από όσους απαιτούνται.
“Σίγουρα δεν είμαστε ανάλγητοι και είμαστε διαθέσιμοι. Υπερβαίνουμε εαυτόν, δουλεύουμε παραπάνω ώρες και εξυπηρετούμε. Από εκεί και πέρα είναι στο χέρι των ιθυνόντων, της πολιτείας, των φορέων, να αφυπνίσουνε λιγάκι την κοινωνία, ώστε τα κίνητρα που ζητάνε οι συνάδελφοι να υπάρχουν, προκειμένου να λυθεί κάπως το πρόβλημα” καταλήγει η κ. Μόκα.
“Έχουμε δει μικρό μέρος του προβλήματος μέχρι τώρα”
Η Κατερίνα Αμανίτη, αναπληρώτρια καθηγήτρια αναισθησιολογίας στο τμήμα Ιατρικής του ΑΠΘ, επισήμανε μεταξύ άλλων πως μέχρι στιγμής έχουμε δει ένα μικρό μέρος μόνο του προβλήματος, καθώς η πρώτη γενιά αναισθησιολόγων που μπήκε στο ΕΣΥ από την ίδρυση του, είναι στην ηλικία πλέον που συνταξιοδοτείται. “Αυτές οι θέσεις πλέον, πολύ δύσκολα θα καλυφθούν και υπάρχουν αυτή τη στιγμή πολύ μεγάλα νοσοκομεία στη Θεσσαλονίκη, όπως το ΑΧΕΠΑ και το Ιπποκράτειο, που έχουν ένα πολύ μεγάλο αριθμό κενών θέσεων που δεν μπορούν να καλυφθούν. Κενές θέσεις ειδικών μονίμων” υπογραμμίζει.
Όπως λέει η κ. Αμανίτη, οι απολαβές στον ιδιωτικό τομέα είναι πολλαπλάσιες, ενώ το υπουργείο Υγείας έκανε κάποιες προσπάθειες να δοθούν κάποια βραχυπρόθεσμα κίνητρα, όπως έγιναν και κάποιες προσπάθειες να καλυφθούν μερικές ανάγκες, ουσιαστικά μέσω επίταξης κάποιων αναισθησιολόγων. “Ωστόσο αυτά δεν κάνουν τίποτα, αν δεν υπάρχουν μόνιμες θέσεις, αν δεν υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι να έχουν μια καριέρα μπροστά τους ώστε να μπορέσουν να αναπτύξουν τις δεξιότητες τους και πραγματικά είναι ένα πρόβλημα δυσεπίλυτο γιατί και τα οικονομικά κίνητρα δεν μπορούν να είναι τόσο καλά όσο του ιδιωτικού τομέα και γιατί πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν να έρθουν σε αυτόν τον τομέα, καθώς είναι μια απαιτητική ειδικότητα και δυστυχώς, όσο υπάρχουν θέσεις στο εξωτερικό πολύ καλύτερα αμειβόμενες, πολλοί συνάδελφοι θα κατευθύνονται προς τα εκεί” σημειώνει.
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια αναισθησιολογίας εστίασε και στην αδυναμία να καλυφθούν οι θέσεις στα ιατρεία πόνου των μεγάλων νοσοκομείων που στελεχώνονται κατά κύριο λόγο από αναισθησιολόγους, προκειμένου να βοηθήσουν κατά 80% καρκινικούς ασθενείς και κατά 20% ασθενείς με σύνδρομα μη καρκινικού πόνου τα οποία είναι αρκετά συχνά.
Όπως είπε, όλοι αυτοί οι ασθενείς, την περίοδο της πανδημίας και για χρονικό διάστημα περίπου ενός έτους έμειναν χωρίς ουσιαστικά περίθαλψη και βοήθεια και στο πρόβλημα αυτό προστέθηκε η μεγάλη έλλειψη αναισθησιολόγων, εξαιτίας της οποίας οι υφιστάμενοι αναισθησιολόγοι στα νοσοκομεία καλούνται να καλύψουν άλλες θέσεις με πρώτη προτεραιότητα τα χειρουργεία, επομένως άλλοι τομείς μένουν πίσω και ένας από αυτούς είναι τα ιατρεία πόνου.