Γράφει η Χρυσάνθη Μπάλλα*
Είναι ευρέως γνωστό ότι η Ελλάδα αποτελεί μια χώρα με ασυναγώνιστη ποιότητα αγροτικών προϊόντων τα οποία έχουν μεγάλη ζήτηση στο εξωτερικό. Από τους πρωταγωνιστές των προϊόντων αυτών ορίζεται το ελαιόλαδο. Στις εξαγωγές η χώρα μας θα έπρεπε να πλεονεκτεί και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, μολονότι στον συγκεκριμένο τομέα επιδέχεται αρκετά επίπεδα βελτίωσης.
Η εξαγωγή τυποποιημένου ελαιολάδου αποτελεί στόχο και δρόμο κέρδους των ελαιοπαραγωγών όμως, ταυτόχρονα, και δρόμο εμποδίων. Η ανακριβής καταγραφή των μέχρι σήμερα ποσοτήτων εξαγόμενου τυποποιημένου ελαιολάδου αποτελεί ένα κύριο εμπόδιο που χρήζει άμεσης λύσης. Μόνο μέσω συστηματικής καταγραφής τόσο των εισαγωγών όσο και των εξαγωγών, θα καταφέρουμε ως χώρα να ανταπεξέλθουμε στον συνεχώς αναπτυσσόμενο διεθνή ανταγωνισμό.
Χρειάζονται οι κατάλληλες ενέργειες ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές του τυποποιημένου λαδιού έναντι του χύμα. Οι ποσότητες που εξάγονται στο εξωτερικό ανήκουν στην κατηγορία του χύμα ελαιολάδου και μάλιστα σε καθόλου ανταγωνιστικές τιμές και με λανθασμένο τρόπο προώθησης στους καταναλωτές. Λόγω της έλλειψης εθνικών πόρων η χρηματοδότηση για τις κατάλληλες προωθητικές ενέργειες μπορούν να γίνουν με χρηματική βοήθεια κοινοτικών προγραμμάτων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των εν λόγω προγραμμάτων που βρίσκεται σε εξέλιξη αποτελεί το «Great Liquid Gold» από το Ελληνικό Κέντρο Εξαγωγών & Προώθησης Ελαιολάδου, που αφορά ένα συγχρηματοδοτούμενο Πρόγραμμα Ενημέρωσης και Προώθησης του Ευρωπαϊκού Ελαιολάδου σε χώρες εκτός ΕΕ και συγκεκριμένα στις αγορές της Κίνας, Ρωσίας, Βραζιλίας, Σερβίας και Ελβετίας. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα περιλαμβάνει υποστήριξη γενικών δράσεων διαφήμισης προωθητικών ενεργειών και δημοσίων σχέσεων.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας αναδεικνύει νέες ευεργετικές ιδιότητες του ελαιολάδου οι οποίες μπορούν να γίνουν γνωστές στους καταναλωτές μέσω της κατάλληλης προώθησης. Έρευνα που έγινε από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια συμπεραίνει πως το λάδι που παράγεται από ελιές που καλλιεργούνται στις περιοχές της Γορτυνίας και της Ηλείας περιέχει υψηλές ποσότητες σε «ελαιοκανθάλη», η οποία παρέχει προστασία στην οξείδωση της LDL χοληστερόλης.
Η τυποποίηση λαδιού με φαρμακευτικές ιδιότητες και η εξαγωγή του στο εξωτερικό μπορούν να εντείνουν το ενδιαφέρον των αγοραστών και να επιφέρουν νέες συνεργασίες. Ο συγκεκριμένος τρόπος αποτελεί το μέσο ανταγωνισμού της Ελλάδας έναντι της Ιταλίας και της Ισπανίας, οι οποίες εξάγουν ελαιόλαδο εδώ και 20 χρόνια.
Οι δυνατότητες εξέλιξης της εξαγωγής ελληνικού λαδιού είναι απεριόριστες και χρειάζονται συγκεκριμένοι στόχοι που οφείλουν επιτευχθούν από τους παραγωγούς. Χώρες με μεγάλο ΑΕΠ εισάγουν πολλούς τόνους ελαιολάδου κάθε χρόνο. Συγκεκριμένα, η Γερμανία, πέρυσι, εισήγαγε 60.000 τόνους, με τις ελληνικές εξαγωγές προς αυτήν να αγγίζουν τους 8.000. Εύλογα θα έλεγε κανείς πως με την παραγωγή που έχουμε ως χώρα, θα μπορούσαμε να αυξήσουμε τις εξαγωγές μας προς την Γερμανία.
Σαφώς, για να επιτευχθούν αυξήσεις τόσο στην παραγωγή όσο και στην εξαγωγή χρειάζεται να υπάρξουν τα κατάλληλα κίνητρα. Παράλληλα, οι παραγωγοί οφείλουν να ενημερώνονται συνεχώς για τις εξελίξεις και να μην μένουν στάσιμοι χρησιμοποιώντας πεπαλαιωμένες μεθόδους. Το συνολικό όφελος της χώρας μας μπορεί να είναι μεγάλο από αυτήν την προσπάθεια.
*Η Χρυσάνθη Μπάλλα είναι Φοιτήτρια του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Μέλος του Κέντρου Αστικής Μεταρρύθμισης.