Σκληρή κριτική εκφράζει η Κομισιόν σε βάρος της Τουρκίας κατά την έκθεσή της για την ενταξιακή πορεία των υποψήφιων, διαπιστώνοντας γενική στασιμότητα στις πολιτικές μεταρρυθμίσεις, οπισθοδρόμηση στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και στις πολιτικές ελευθερίες, εμπρηστική δυναμική στο Κουρδικό -ενώ τα μοναδικά σημεία για το οποίο η Επιτροπή έχει (κάποια) καλά λόγια είναι το προσφυγικό και η οικονομία. «Ελπίζουμε να δούμε αποκλιμάκωση της βίας στο Κουρδικό» λέει ο επίτροπος Διεύρυνσης.
Η έκθεση κανονικά θα παρουσιαζόταν τον Οκτώβριο, όμως οι Βρυξέλλες ανέβαλαν την δημοσιοποίησή της για την περίοδο μετά τις τουρκικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου. Την Τρίτη,ο αρμόδιος επίτροπος Γιοχάνες Χαν παρουσίασε την έκθεση μιλώντας στην Ευρωβουλή, και -όπως είχε αναφέρει προηγουμένος ο ευρωπαϊκός Τύπος αλλά και, ήδη πριν τις εκλογές, το Reuters- η έκθεση είναι ιδιαίτερα μελανή για την Άγκυρα.
Στην έκθεση, η Κομισιόν διαπιστώνει απόλυτη ακινησία στις προσπάθειες γαι την οικοδόμηση ανεξάρτητου δικαστικού συστήματος. Αντιθέτως, πέραν της ανυπαρξίας βημάτων προς αυτήν την κατεύθυνση, «η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και η τήρηση της διάκρισης των εξουσιών υπονομεύτηκαν, και τόσο δικαστές όσο και εισαγγελείς τέθηκαν υπό ισχυρή πολιτική πίεση» αναφέρει η έκθεση.
Η Τουρκία καλείται να οικοδομήσει ένα πολιτικό και νομικό περιβάλλον «που θα επιτρέπει στη Δικαιοσύνη να επιτελεί ανεξάρτητα και αμερόληπτα τα καθήκοντά της» αναφέρεται.
Ακόμη εντονότερες είναι οι επικρίσεις για τα πολιτικά δικαιώματα, και με ασυνήθιστα εκτενή αναφορά και στο ζήτημα, δευτερευόντως, του Τύπου. «Υπάρχει αξιοσημείωτη υποχώρηση στην ελευθερία γνώμης και στην ελευθερία συγκεντρώσεων» αναφέρει η έκθεση.
Σχετικά με την ελευθερία συγκεντρώσεων, η Κομισιόν διαπιστώνει «αυξανόμενη έλλειψη ανοχής απέναντι σε διαδηλώσεις και περιοριστική ερμηνεία του δικαιώματος συγκεντρώσεων».
Όσον αφορά την ελευθερία γνώμης, αναφέρεται ότι αν και στο παρελθόν είχε σημειωθεί κάποια πρόοδος και ορσιμένα ζητήματα που ήταν πολιτικά ευαίσθητα είχαν αρχίσει να συζητούνται ανοικτά, πλέον «δημιουργούν ανησυχία οι αστυνομικές έρευνες σε βάρος δημοσιογράφων, συγγραφέων και χρηστών κοινωνικών δικτύων».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται μάλιστα στην προεκλογική περίοδο, με την Κομισιόν να σημειώνει ότι «τα ΜΜΕ βρέθηκαν αντιμέτωπα με αυξανόμενη πίεση και εκφοβισμό, που συνέβαλε στην αυτολογοκρισία». Επιπλέον, καταγράφεται «υψηλός αριθμός επιθέσεων σε υποψηφίους και κομματικούς συνεργάτες» ενώ σημειώνεται πως «υπήρξε η εντύπωση» ότι ο πρόεδρος Ερντογάν ευνοήσε το ΑΚΡ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής μάχης (κάτι που, ως πρόεδρος, δεν θα έπρεπε να κάνει βάσει Συντάγματος).
Επικριτική είναι η έκθεση και στην αντιμετώπιση της διαφθοράς. Η καταπολέμησή της παραμένει «ανεπαρκής» κατά τις Βρυξέλλες, η διαφθορά είναι ακόμη «εκτεταμένη» αλλά «ο αριθμός των ερευνών και των καταδικαστικών αποφάσεων έχει μειωθεί», ενώ ιδιαίτερα σε «υψηλούς κύκλους» οι έρευνες παραμένουν «περιορισμένες».
Η Κομισιόν στέκεται τέλος ιδιαίτερα στο Κουρδικό – η προσπάθεια προσέγγισης είχε νεκρώσει πριν από σχεδόν δύο χρόνια. «Είναι επιτακτικό να ξεκινήσει εκ νέου η ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους, παραμένει ο καλύτερος τρόπος να επιλυθεί μία σύγκρουση που έχει στοιχίσει τόσες ζωές» αναφέρει η έκθεση, για να υπογραμμίσει: «Η νέα κυβέρνηση πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην προώθηση της Δημοκρατίας και τη συμφιλίωση».
Οι λίγοι έπαινοι της Κομισιόν αφορούν τις κινήσεις της στο προσφυγικό: Η Άγκυρα επαινείται για τις «αξιοσημείωτες προσπάθειές της» στην υποδοχή προσφύγων από τη Συρία -οι οποίοι ξεπερνούν τα δύο εκατομμύρια στη χώρα, υπενθυμίζεται- αν και σημειώνει πως υπάρχουν ακόμη «ορισμένα κενά», κυρίως όσον αφορά την πρόσβαση Σύρων στην αγορά εργασίας.
Ωστόσο, στο φλέγον ζήτημα της φύλαξης των συνόρων, η Κομισιόν σημειώνει πως «απαιτούνται μεγαλύτερες προσπάθειες», και δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα διαχείρισης των συνόρων και ενιαία πολιτική υπηρεσία για την προστασία τους. Στην έκθεση αναφέρεται ότι πρέπει να ενισχυθεί ο συντονισμός των διάφορων συναρμόδιων υπηρεσιών.
Ο δεύτερος έπαινος αφορά την οικονομία: Η τουρκική οικονομία χαρακτηρίζεται καλά ανεπτυγμένη και «μπορεί να θεωρηθεί λειτουργική οικονομία της αγοράς», αναφέρεται, έχοντας καλές προϋποθέσεις να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος.
πηγή: ΔΟΛ