Την Πέμπτη, 3η Αυγούστου ε.ε., άρχισε η λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων του ν. 4469/2017. Στόχος του συγκεκριμένου νόμου είναι να δοθεί μια ευκαιρία σε υπερχρεωμένες επιχειρήσεις να ρυθμίσουν -ταυτοχρόνως & συνολικώς- τα χρέη τους προς το δημόσιο, ΟΤΑ, ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες, προμηθευτές κλπ.
Γράφει ο Ιπποκράτης Χατζηαγγελίδης
Υποτίθεται ότι εφαρμόζεται μια οργανωμένη εξωδικαστική διαδικασία, ώστε να υπάρχει μια συνολική και μακροχρόνια ρύθμιση όλων των χρεών των ελληνικών επιχειρήσεων, για να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τις οφειλές που έχουν δημιουργηθεί όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Βεβαίως, ο εξωδικαστικός χαρακτηρισμός δεν απηχεί την πραγματικότητα αφού μπορεί και να απαιτηθεί δικαστική επικύρωση της συμφωνίας. Όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, δεν είναι αυτό το μοναδικό «γκρίζο» σημείο της όλης διαδικασίας.
Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων είναι υπαρκτό και έντονο. Όμως, συμφώνως των στοιχείων που έδωσε στη δημοσιότητα το Α.Π.Ε., μέχρι το μεσημέρι της 11ης Αυγούστου έχουν κάνει login 4.698 επιχειρήσεις ενώ έχουν περάσει επιτυχώς τα κριτήρια 517 και έχουν υποβληθεί οριστικώς 15 αιτήσεις εκ των οποίων:
– 6 είναι για διμερή διαπραγμάτευση (επειδή έχουν χρέος >85% σε έναν πιστωτή)
– 2 ανατέθηκαν σε συντονιστή και εκκρεμεί η αποδοχή από το συντονιστή
– 5 έγιναν αποδεκτές από τους συντονιστές
– 2 εστάλησαν πίσω στον οφειλέτη για τροποποίηση / συμπλήρωση, μετά από υπόδειξη του συντονιστή, ενώ έχουν απορριφθεί συνολικώς 804.
Η απόσταση των αριθμών, από τις επιχειρήσεις που εκδήλωσαν ενδιαφέρον μέχρι αυτές που η αίτησή τους έγινε δεκτή, είναι πολύ μεγάλη: ποσοστό επιτυχών αιτήσεων 0,32%!!! Δεν το χαρακτηρίζω παταγώδη αποτυχία γιατί το σύστημα είναι ακόμη νέο, αλλά ο γραφειοκρατικός του χαρακτήρας είναι πρόδηλος και εύκολα μπορεί να το οδηγήσει σε αποτυχία…
Αυτά επί της αρχής, γιατί τα ουσιαστικά είναι άλλα.
Πριν, όμως, θίξω το σημαντικότερο κενό της όλης διαδικασίας, έχω να προτάξω μερικές παρατηρήσεις που θεωρώ επίσης σημαντικές και είναι εντός της φιλοσοφίας των συντακτών του νόμου.
Παρατήρηση 1η:
Η ουσία της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών βασίζεται στην αρχή της «μη χειροτέρευσης της θέσεως των πιστωτών». Αυτό σημαίνει ότι ο πιστωτής δεν μπορεί να λάβει ποσό μικρότερο από αυτό που θα ελάμβανε σε περίπτωση αναγκαστικής ρευστοποιήσεως της εταιρείας. Στην αρχή αυτή βασίζεται και η «θετική» γνώμη των τραπεζών που θα συμμετέχουν στις αναδιαρθρώσεις (στην πραγματικότητα διαγραφή μεγάλου μέρους) των οφειλών. Πρακτικώς, τα στελέχη τους θα πρέπει να αποδεικνύουν ότι η όποια ρύθμιση δεν ζημιώνει το πιστωτικό ίδρυμα.
Όμως, η αρχή αυτή, αν και εύλογη και δίκαιη, είναι εντελώς σχετική. Το τι θα μπορούσε να πάρει ο πιστωτής σε περίπτωση αναγκαστικής ρευστοποιήσεως (πλειστηριασμού) δεν το ξέρουμε, μόνο να το υποθέσουμε μπορούμε καθ’ ότι σχετίζεται με τα δεδομένα της στιγμής του πλειστηριασμού, τα οποία μας είναι άγνωστα εκ των προτέρων. Ως εκ τούτου, πρέπει να βγει από την «εξίσωση» η παράμετρος της ευθύνης των τραπεζικών στελεχών που πηγάζει από αυτή την αρχή. Αντιθέτως, πρέπει οι διαδικασίες να είναι όσο το δυνατόν ταχύτερες γιατί αν κάτι γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι κάθε μέρα που περνάει απαξιώνει όποιο αξιόλογο στοιχείο ενεργητικού -υλικό ή άυλο- διαθέτει η υπερχρεωμένη επιχείρηση.
Παρατήρηση 2η:
Τι νόημα έχει η ρήτρα του αποκλεισμού για όσες επιχειρήσεις δεν καταφέρουν να φθάσουν σε συμφωνία με την πρώτη προσπάθεια; Το μόνο που θα πετύχουν έτσι οι τράπεζες θα είναι να οδηγήσουν σε ρευστοποίηση με πολύ χαμηλό τίμημα επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να σωθούν αν υπήρχαν τα κατάλληλα χρηματοπιστωτικά εργαλεία γιατί ακριβώς η έλλειψη αυτών των εργαλείων είναι που θα οδηγήσει σε αποτυχία την προσπάθεια επιχειρήσεων να ενταχθούν στο νόμο. Αν οι επιχειρήσεις αυτές δεν αξίζει να διασωθούν τότε δεν θα έπρεπε καν να έχουν τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεων υπαγωγής.
Παρατήρηση 3η:
Προφανώς -ως συνέχεια της ανωτέρω παρατηρήσεως- εδώ προκύπτει το ερώτημα «ποιος και πως θα αποφασίσει ποιες είναι οι επιχειρήσεις που αξίζει να διασωθούν». Οι συντάκτες του νόμου δεν έχουν απάντηση επ’ αυτού. Για την ακρίβεια, με τη λογική του Προκρούστη, δίνουν μια εντελώς τυπική ή/και προσχηματική λύση, η οποία, βεβαίως, ουδόλως εξασφαλίζει την αξιοπιστία και εγκυρότητα της διαδικασίας: Θέτουν, ως προϋπόθεση την ύπαρξη μιας κερδοφόρου χρήσεως εκ των 3 τελευταίων.
Προσπαθώ να μαντέψω -γιατί μόνο μεταφυσική χροιά μπορεί να έχει το θέμα- ποια είναι η λογική αυτής της ρήτρας. Γνωρίζω πολλές εταιρείες που έχουν ζημιές όχι μόνο τις τρεις τελευταίες χρήσεις, αλλά είναι όντως βιώσιμες πρωτογενώς. Προφανώς, η ρήτρα αυτή ήταν ένας εύκολος τρόπος για να προσεγγίσουν, οι γραφειοκράτες που συνέταξαν το νόμο, την έννοια της βιωσιμότητος. Όμως, καμία επιχείρηση που δεν διαθέτει κεφάλαιο κινήσεως δεν είναι βιώσιμη. Προφανώς, αυτό είναι δυσνόητο για τους συντάκτες του νόμου και, δυστυχώς, σε αυτή τη διαδικασία δεν συμμετείχαν μόνον υπάλληλοι των υπουργείων, αλλά και νομικοί και οικονομολόγοι. Μάλλον, όμως, δεν συμμετείχε κάποιος με εμπειρία αγοράς, με αντίληψη του τι σημαίνει προβληματική επιχείρηση…
Και, στο σημείο αυτό, ερχόμαστε στο ουσιαστικότερο ερώτημα, στο «σημαντικότερο κενό της όλης διαδικασίας» που προανέφερα. Πρόκειται για το κρισιμότερο ζήτημα όλων, δηλαδή την εξασφάλιση της χρηματοδοτήσεως των επιχειρήσεων που θα ρυθμίσουν τις οφειλές τους. Προφανώς, πρόκειται για ένα θέμα που είναι εκτός της λογικής των συντακτών του νόμου αφού ουδόλως τίθεται ως υποχρεωτική συνέπεια της ρυθμίσεως των οφειλών η εξασφάλιση της χρηματοδοτήσεως των επιχειρήσεων ώστε αυτές να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν την όποια ρύθμιση επιτύχουν.
Αξίζει να αναφέρω ότι έχουμε πολλές περιπτώσεις επιχειρήσεων στις οποίες οι τράπεζες είχαν ήδη προσφέρει πολύ καλές ρυθμίσεις, αλλά αυτές ενώ ήθελαν αδυνατούσαν να τις αποδεχθούν αφού δεν μπορούσαν να τις εξυπηρετήσουν ελλείψει κεφαλαίου κινήσεως. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Σχετικώς βαριά βιομηχανία, μεταλλικών προϊόντων, οφείλει στις τράπεζες περί τα 10.000.000 ευρώ.
– Η βασική πιστώτρια τράπεζα (οφειλή ύψους 8.000.000) προτείνει ρύθμιση 15ετούς αποπληρωμής των 5.000.000 με επιτόκιο 2,5%, 2ετή περίοδο χάριτος και 15ετές πάγωμα των 3.000.000 με προοπτική διαγραφής των.
– Μόνη υποχρέωση της εταιρείας για να τρέξει η ρύθμιση να καταβάλει 500.000 εντός 6 μηνών από της υπογραφής της.
– Η εταιρεία θέλει να αποδεχθεί την ρύθμιση, αλλά δεν διαθέτει τις 500.000 για να ικανοποιήσει τον όρο της τραπέζης.
– Ταυτοχρόνως, η εταιρεία διαθέτει εξαγωγικό συμβόλαιο ελαχίστου ύψους 2.000.000 ευρώ μηνιαίως, αλλά δεν διαθέτει 1.5000.000 κεφάλαιο κινήσεως για να το εξυπηρετήσει!
– Με πλήρη χρηματοδότηση κεφαλαίου κινήσεως (από 3.000.000 έως 5.000.000) η εταιρεία μπορεί να καλύψει όλη την παραγωγική της δυναμικότητα και -σε εύλογο χρονικό διάστημα- να φθάσει κύκλο εργασιών έως και 60.000.000!!!
Σε παρόμοια θέση είναι πολλές εταιρείες. Όμως, όπως η τράπεζα της εν λόγω εταιρείας, που αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για βιώσιμη επιχείρηση, έτσι και κάθε άλλη τράπεζα αδυνατεί -δεσμευόμενη από τα κριτήρια της Τραπέζης της Ελλάδος- να χρηματοδοτήσει μια υπερχρεωμένη επιχείρηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες τέτοιες επιχειρήσεις, όπως και αυτή του παραδείγματος, δεν θα μπορέσουν να ικανοποιήσουν τα κριτήρια του νόμου δεδομένου ότι αρκετές δεν έχουν καν δημοσιεύσει ισολογισμούς!
Στην πραγματικότητα ολόκληρη η λογική του νόμου είναι λανθασμένη γιατί βασίσθηκε σε γραφειοκρατικά κριτήρια και όχι στην πραγματικότητα της αγοράς. Αυτό που έπρεπε να γίνει δεν ήταν ένας ακόμη νόμος προπτωχευτικής διαδικασίας, αρκούσε να βελτιωθεί -απλοποιούμενη- η υφιστάμενη νομοθεσία που περιέχεται στον πτωχευτικό νόμο (άρθρα 99 και εκείθεν) και να δημιουργηθεί ένα «παράλληλο» χρηματοπιστωτικό σύστημα, από επενδυτικές τράπεζες και distress funds, το οποίο με ταχείες κινήσεις χωρίς νομικούς και γραφειοκρατικούς φραγμούς θα αναδιάρθρωνε με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια τις βιώσιμες επιχειρήσεις και θα ρευστοποιούσε στην καλύτερη δυνατή αξία τις μη βιώσιμες.
Δυστυχώς, στη χώρα μας οι κρατικίστικες λογικές καλά κρατούν! Σε κάθε πρόβλημα αναζητάμε την κρατική παρέμβαση έστω και αν αυτή δεν είναι η πλέον ενδεδειγμένη. Ακόμη χειρότερα, την επιδιώκουμε σε λάθος κατεύθυνση, δηλαδή αντί να ζητάμε εργαλεία που να συμπληρώνουν και να διορθώνουν την αγορά, ζητάμε περισσότερη ρύθμιση και γραφειοκρατία! Η περίπτωση του εξωδικαστικού είναι ακριβώς αυτή…