Τις 746 ημέρες, δηλαδή περισσότερο από δύο χρόνια, φθάνει κατά μέσο όρο ο χρόνος που χρειάζεται για την επίλυση αμφισβητούμενων αστικών και εμπορικών υποθέσεων στην Ελλάδα, έναντι μέσου όρου 282 ημερών στις 27 χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως υπογραμμίζεται σε μελέτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ), η οποία βασίζεται στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη μελέτη, αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει την 3η μεγαλύτερη αναλογία δικαστών σε σχέση με τον πληθυσμό στην ΕΕ.
Τη μελέτη εκπόνησε ο καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ Αντώνης Καραμπατζός και ο επικεφαλής Ερευνών του ΚΕΦίΜ Κωνσταντίνος Σαραβάκος, και δημοσιεύθηκε στο Syntagma Watch του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου.
Στην πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δικαιοσύνη, στην οποία βασίζεται μεταξύ άλλων η μελέτη, δημοσιεύονται δείκτες για την αποδοτικότητα, την ποιότητα και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τα βασικά στοιχεία της ανάλυσης της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δικαιοσύνη:
-Στην Ελλάδα, ο εκτιμώμενος χρόνος που απαιτείται για την επίλυση αμφισβητούμενων αστικών και εμπορικών υποθέσεων σε πρώτο βαθμό είναι 746 ημέρες (κάτι περισσότερο από 2 χρόνια), ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 282 ημέρες (στοιχεία 2022). Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι σε σχέση με το 2012 ο εκτιμώμενος χρόνος έχει αυξηθεί κατά 60%.
-Ο αριθμός των δικαστών έχει αυξηθεί σημαντικά στην Ελλάδα σε σύγκριση με το 2012 (+60%), ενώ το 2022 η Ελλάδα είχε την 3η μεγαλύτερη αναλογία δικαστών σε σχέση με πληθυσμό στην ΕΕ. Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα στην ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης δεν είναι ο (υψηλός) αριθμός των δικαστών που έχουμε, αλλά, μεταξύ άλλων, η ανορθολογική κατανομή τους μεταξύ των διαφόρων βαθμών δικαιοδοσίας αλλά και εντός των ίδιων των μεγάλων δικαστηρίων της χώρας.
-7 στις 10 ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αρνητική άποψη για την αποτελεσματικότητα της προστασίας των επενδύσεων από τον νόμο και τα δικαστήρια, σε αντίθεση με τον μέσο όρο των πολιτών στην ΕΕ που έχει θετική άποψη.
-8 στις 10 ελληνικές επιχειρήσεις αναφέρουν ως βασική αιτία της μη αποτελεσματικής προστασίας των επενδύσεων από τον νόμο και τα δικαστήρια στη χώρα μας τις συχνές αλλαγές στη νομοθεσία και την ποιότητα της διαδικασίας της νομοθέτησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης, τον οποίο δημοσιεύει ετησίως το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών, ένας νέος νόμος τροποποιεί κατά μέσο όρο 3,5 νόμους που ψηφίστηκαν τους προηγούμενους 12 μήνες.
Ο Γενικός Διευθυντής του ΚΕΦίΜ Νίκος Ρώμπαπας δήλωσε σχετικά:
“Η πρόσφατη ρύθμιση για τη διατύπωση γνώμης από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων, στην επιλογή των Προέδρων και των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου συνιστά ένα σημαντικό βήμα ενίσχυσης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, και ευθυγραμμίζεται με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ωστόσο, συγκεκριμένες παθογένειες που αποτελούν εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη και το ισχυρό κράτος δικαίου, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης ή οι διάφορες παρεμβάσεις στο έργο της, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με περισσότερες μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές διατυπώνονται στην Έκθεση Πισσαρίδη και στη βασική δέσμη προτάσεων που κατέθεσαν ειδικοί εμπειρογνώμονες στο πλαίσιο της Αξιολόγησης της Οικονομικής Ελευθερίας της χώρας μας, όπως η διαφάνεια μέσω της προσωποποιημένης αξιολόγησης του δικαστικού έργου, η ενίσχυση της υποστήριξης του δικαστικού έργου και η ψηφιοποίηση και η αναβάθμιση των υποδομών”.
capital.gr