Μετά την «ειλικρινή», αλλά ψυχρή, συνάντησή του με τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, ο Αμερικανός ομόλογός του Άντονι Μπλίνκεν εξέφρασε την απαισιοδοξία του για την εκτόνωση της έντασης στα ρωσοουκρανικά σύνορα. «Μερικές φορές ερμηνεύουμε διαφορετικά την ιστορία από τη Ρωσία», είπε, και είχε δίκιο, γιατί η ιστορία είναι ένας από τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε αυτή τη σύγκρουση.
Οι δύο υπουργοί πέρασαν πολλή ώρα συζητώντας για την περίοδο 1989-1991, και ιδιαίτερα για μια φράση που είχε πει τον Φεβρουάριο του 1990, τρεις μήνες μετά την πτώση του Τείχους, ο τότε Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ για να τον πείσει να δεχθεί την ενοποίηση της Γερμανίας. Ο Μπέικερ ρώτησε τον σοβιετικό ηγέτη αν προτιμούσε η Γερμανία να παραμείνει ανεξάρτητη, και έξω από το ΝΑΤΟ, ή να είναι στους κόλπους της Συμμαχίας, «με τη σιγουριά ότι η δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ δεν θα προχωρήσει ούτε ένα εκατοστό πέρα από τα σημερινά της σύνορα».
Σύμφωνα με τους Αμερικανούς, αυτό ήταν απλώς μια υπόθεση, και όχι μια υπόσχεση ή μια εγγύηση. Το Κρεμλίνο όμως θεωρεί ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ προς πρώην μέλη τού Συμφώνου της Βαρσοβίας προδίδει εκείνη τη «διεθνή συμφωνία». Ανεξαρτήτως από το τι ήθελε πραγματικά να πει ο Μπέικερ, η άποψη του Πούτιν ότι προδόθηκε μια υπόσχεση έχει μετατραπεί έκτοτε σε μια εμμονή που τροφοδοτεί τον αντιδυτικό του εθνικισμό.
Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, ο Πούτιν ήταν ένας πράκτορας της KGB αποσπασμένος στην Ανατολική Γερμανία. Το δημοκρατικό πνεύμα εκείνων των ετών δεν τον επηρέασε καθόλου. Θεωρεί τη διάλυση της ΕΣΣΔ «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα», εξαιτίας της οποίας δεκάδες εκατομμύρια Ρώσοι βρέθηκαν εκτός ρωσικής επικράτειας, στην Ουκρανία, στις Βαλτικές χώρες και στο Καζαχστάν. Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή της ιστορίας, η Δύση επωφελήθηκε από την αδυναμία της Ρωσίας τη δεκαετία του ’90. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους συμπεριφέρθηκαν σαν να είχαν «κερδίσει» τον Ψυχρό Πόλεμο και να μην υπήρχε πλέον λόγος να συζητούν με τη Ρωσία, την «ηττημένη» δύναμη, για τις συνέπειες της σοβιετικής κατάρρευσης στις περιοχές όπου οι Ρώσοι έχουν συμφέροντα και μνήμες.
Για το Κρεμλίνο, το πρώτο δείγμα αυτής της αμερικανοκρατούμενης παγκόσμιας τάξης ήταν η μονομερής επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο, το 1999. Η Μόσχα απορρίπτει το επιχείρημα του ΝΑΤΟ ότι έδρασε για να εμποδίσει την εθνοκάθαρση των Αλβανών από το σερβικό καθεστώς του Μιλόσεβιτς και κατηγορεί τη Συμμαχία ότι έχει επεκτατικές βλέψεις στα Βαλκάνια, τα οποία η Ρωσία θεωρεί δική της «σφαίρα επιρροής».
Η Μόσχα χρησιμοποίησε επίσης τη δυτική επέμβαση για να δικαιολογήσει τους δικούς της πολέμους στη Γεωργία, το 2008, και στην Ουκρανία, το 2014.
Η πραγματική ρήξη με τη Δύση έγινε εξαιτίας της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και της στήριξης που παρέσχε η Δύση στις «χρωματιστές» επαναστάσεις τής Γεωργίας και της Ουκρανίας, την περίοδο 2003-2004. Η αυξανόμενη επιρροή της Δύσης στις γειτονικές της περιοχές ξανάνοιξε ένα βαθύ τραύμα στην ιστορική συνείδηση της χώρας: τον τρόμο της να νιώσει περικυκλωμένη από δυνάμεις που θέλουν τον κατακερματισμό της.