Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, 100.000 παιδιά φτωχών οικογενειών στην Ελβετία είχαν μεταφερθεί αναγκαστικά σε ιδρύματα ή αγροικίες, όπου αναγκάζονταν να δουλεύουν για πολλές ώρες χωρίς να πληρώνονται ενώ έπεσαν θύματα σωματικής και συναισθηματικής κακοποίησης. Τώρα τα θύματα της καταναγκαστικής ιδρυματοποίησης ζητούν αναγνώριση και αποζημιώσεις. Επρόκειτο για παιδιά φτωχών οικογενειών αλλά και για ορφανά παιδιά ή γεννημένα εκτός γάμου.
Οι αρχές μπορούσαν να διατάξουν, χωρίς δικαστική απόφαση και ούτε φυσικά δικαίωμα αιτήματος αναίρεσης, τον εγκλεισμό ανήλικων ή ενηλίκων σε ιδρύματα για αόριστο χρονικό διάστημα με στόχο την «εργασιακή επανεκπαίδευση». Ουσιαστικά, επρόκειτο για καταναγκαστική εργασία.
Παράλληλα, μέχρι τη δεκαετία του 1970 στην Ελβετία πραγματοποιούνταν αναγκαστικές εκτρώσεις και αποβολές για «κοινωνικούς « λόγους και λόγους ευγονικής, γράφει το swissinfo.ch.
Clement Wieilly: Με κακοποιούσαν σεξουαλικά
«Γεννήθηκα στο Φράιμπουργκ το 1952 μέσα σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Μαζί με τα δύο αδέλφια μου, με παρέδωσαν στις αρχές όταν ήμουν τριών ετών», δηλώνει ο Clement, ο ιδρυτής του συλλόγου «Δράση για την Αξιοπρέπεια» και μέλος της στρογγυλής τράπεζας που δημιουργήθηκε το 2013 από την ελβετική κυβέρνηση για να βοηθήσει και να αποζημιώσει τα θύματα των πολιτικών καταναγκαστικής ιδρυματοποίησης.
Στο ίδρυμα, «υπέφερα από υποσιτισμό και δεχόμουν σωματική και σεξουαλική κακοποίηση», διηγείται ο Wieilly. «Όταν ήμουν 14 ετών με έστειλαν σε μια αγροτική οικογένεια στην επαρχία. Αναγκαζόμουν να δουλεύω σκληρά και με έπαιρνε ο ύπνος στο σχολείο», σημειώνει ο ίδιος. Τελικά, όταν κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση στα σχετικά αρχεία, ανακάλυψε ότι η μητέρα του δεν τον είχε εγκαταλείψει, όπως του είχαν πει αλλά ότι αφού την άφησε ο πατέρας του δεν μπορούσε να μεγαλώσει τα παιδιά της. Η μητέρα του Wieilly είχε ζητήσει βοήθεια, όμως δεν εισακούστηκε και οι αρχές χώρισαν την οικογένεια. Μέσω των αρχείων «ανακάλυψα ότι έχω μία 66χρονη αδελφή την οποία και γνώρισα!», τονίζει.
Την άνοιξη του 2013 η υπουργός Δικαιοσύνης της Ελβετίας Simonetta Sommaruga, κάλεσε τα θύματα της καταναγκαστικής ιδρυματοποίησης σε μία τελετή, κατά την οποία ζήτησε συγνώμη εκ μέρους της κυβέρνησης.
Τότε άλλαξαν όλα για τον Wielly. «Είναι περίεργο αυτό που μου συνέβη. Ήταν ένα από αυτά τα πράγματα στη ζωή.. Πήγα στη Βέρνη (σ.σ. την πρωτεύουσα της Ελβετίας) και αποφάσισα να δράσω», αναφέρει.
Στη συνέχεια, τα μέσα ενημέρωσης άρχισαν αν δείχνουν ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ιστορία του. Στο μεταξύ, σε διάστημα δέκα μηνών ο Wielly είχε διανύσει 6.000 χιλιόμετρα για να συλλέξει τις ιστορίες άλλων θυμάτων προκειμένου να τους βοηθήσει να βρουν τις υποθέσεις τους στα αρχεία.
Ωστόσο, εκτιμάται ότι μένουν ακόμη 10.000 με 20.000 θύματα εν ζωή που χρειάζονται βοήθεια για τις δικές τους υποθέσεις καταναγκαστικής ιδρυματοποίησης. Τον Αύγουστο, εν αναμονή της δημιουργίας ενός μόνιμου ταμείου αποζημιώσεων, η στρογγυλή τράπεζα της κυβέρνησης δημιούργησε ένα έκτακτο ταμείο με στόχο να παράσχει άμεσα υπηρεσίες στα θύματα.
Rose–France: Τι με βοήθησε; Ο θυμός
«Γεννήθηκα στη Λωζάνη το 1943, ήμουν το πέμπτο και τελευταίο παιδί της οικογένειάς μου, ενώ και τα πέντε παιδιά καταλήξαμε σε ίδρυμα. Οι ανύπαντρες μητέρες απαγορευόταν να κρατήσουν τα παιδιά τους… Αμαρτωλές γυναίκες, όπως τις αποκαλούσαν τότε».
«Με έβαλαν σε έναν βρεφονηπιακό σταθμό όταν ήμουν μόλις δύο μηνών. Σε ηλικία δύο ετών με μετέφεραν σε ένα μοναστήρι […] Κανείς δεν πλήρωνε για τη διαμονή και το φαγητό μου και έτσι έπρεπε να δουλεύω και να προσεύχομαι. Όταν βρέχαμε το κρεβάτι, έπρεπε να στρώσουμε ξανά το κρεβάτι και να καθαρίσουμε. Το έσκασα όταν ήμουν 13 χρονών μετά από ένα περιστατικό: είχα περίοδο και μία καλόγρια ήθελε να αναλάβει αυτή την προσωπική μου υγιεινή. Πήγα στη μητέρα μου αλλά είχε ξαναπαντρευτεί με έναν στρατιωτικό που έπινε πολύ και με χτύπαγε. Αυτός με πέταξε στο δρόμο όταν ήμουν 15 ετών. Η μεγαλύτερη αδελφή μου με βοήθησε αλλά δεν κατάφερα να τελειώσω το σχολείο. Έκανα πολλές δουλειές του ποδαριού μέχρι που ένας γνωστός μου, μου πρόσφερε δουλειά σε μία τράπεζα. Άρπαξα την ευκαιρία και δούλεψα εκεί μέχρι το 2000».
«Έχω δει τον πατέρα μου τέσσερις φορές. Η τελευταία φορά ήταν το 1969 (πέθανε το 1970), όταν τον είδα σε ένα καφέ. Έκατσα επί τούτου δίπλα του αλλά δεν με αναγνώρισε. Παντρεύτηκα έναν άνδρα που με χτύπαγε και με άφησε να μεγαλώσω μόνη μου δύο παιδιά. Έχω πει την ιστορία μου στον γιο μου, αλλά όχι στην κόρη μου, είναι πολύ θυμωμένη. Έχει μείνει ανάπηρη μετά από ένα ατύχημα και φοβάμαι ότι θα της πάρουν τον 14χρονο γιο της. Είναι σαν έναν φαύλος κύκλος. Η ιστορία πάντα επανέρχεται. Τι με βοήθησε να επιβιώσω; Ο θυμός».
Rose–Marie: Δεν πήρα ίχνος ανθρωπιάς
«Γεννήθηκα το 1936 στο καντόνι του Σανκτ Γκάλεν. Ήμασταν τρία αδέλφια και η μητέρα μας πέθανε σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο όταν ήταν 25 ετών. Ο πατέρας μου πάντα έλεγε ότι τη σκότωσαν οι γιατροί. Ήταν μουσικός και δεν μπορούσε να μας φροντίσει και έτσι μας έστειλαν σε ένα ορφανοτροφείο. Εκεί μας κακομεταχειρίστηκαν, ήμασταν πάντα πεινασμένοι και οι νοσοκόμες μετακινούνταν σε άλλα ιδρύματα περίπου κάθε τέσσερα χρόνια ώστε να μην δένονται μαζί μας».
«Όταν ήμουν 14 ετών, με έστειλαν στο σπίτι κάποιων αγροτών για να φροντίσω τα 20 παιδιά τους. Οι συνθήκες ήταν τραγικές και δεν πληρωνόμουν […] Το έσκασα, με έστειλαν πίσω, μετά με έδιωξαν…. όλα αυτά».
«Στα είκοσί μου χρόνια, βρήκα μια δουλειά ως καθαρίστρια στη Λωζάνη. Τότε ξεκίνησαν πραγματικά τα μεγάλα προβλήματα. Πήγα σε έναν χορό μαζί με μια άλλη κοπέλα. Εκεί μας βίασαν και έμεινα έγκυος. Το αφεντικό μου δεν είχε παιδιά αλλά με έδιωξε χωρίς να με πληρώσει ούτε σεντ. Το βράδυ εκείνων των Χριστουγέννων ήθελα να πέσω στις γραμμές του τρένου. Είχα βάλλει το ένα πόδι στις γραμμές όταν για πρώτη φορά το μωρό κλώτσησε στην κοιλιά μου. Τότε του ορκίστηκα ότι θα τον φροντίσω. Όμως και πάλι, έχει τραυματιστεί από αυτά τα πέντε χρόνια που ζούσαμε στους δρόμους», διηγείται.