Γράφει ο Κωνστάντινος Γεώργιος Μουρτοπάλλας*
Προ ολίγων ημερών η Καθημερινή δημοσίευσε την ετήσια έκθεση της QS σχετικά με την αξιολόγηση και την κατάταξη των πανεπιστημίων σε διεθνή κλίμακα, συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών ΑΕΙ.
Η κατακρήμνιση και η καταρράκωση των ελληνικών ΑΕΙ που συγκαταλέγονταν βάσει της προηγούμενης έκθεσης στα 600 καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, φάνταζε ως ένα προδιαγεγραμμένο γεγονός. Έχει, άλλωστε, διαμορφωθεί ένα πνιγηρό και ασφυκτικό περιβάλλον γύρω από τη διοικητική λειτουργία και την οικονομική κατάσταση των ελληνικών ΑΕΙ.
Ένα πλήθος παραγόντων (μείωση του προβλεπόμενου κονδυλίου για τα ΑΕΙ, έλλειψη εναλλακτικών πόρων χρηματοδότησης, διοικητικές δυσλειτουργίες, φωτογραφικές και εκπρόθεσμες τροπολογίες αφορούσες την τριτοβάθμια εκπαίδευση, η αποψίλωση των αρμοδιοτήτων του συμβουλίου των ΑΕΙ) συνθέτουν έναν ορυμαγδό ακινησίας και στασιμότητας, που μας ωθεί στην παλινόρθωση του εκπαιδευτικού συστήματος, και μας επισείει ολοκληρωτικά στην πνευματική απομόνωση.
Λίγο πολύ, τα προεκτεθέντα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας των ΑΕΙ, και γενικότερα αντανακλούν την αντίληψη μας για τη ποιότητα της προσφερόμενης παιδείας.
Το πιο ενδιαφέρον από τα ευρήματα της έρευνας ήταν τα κριτήρια αξιολόγησης των πανεπιστημίων, με προεξάρχον αυτό των ερευνητικών προγραμμάτων που προωθεί το κάθε πανεπιστήμιο, καθώς και τις δυνατότητες εξέλιξης του αντικείμενου σπουδών.
Όσον αφορά την εξέλιξη του αντικειμένου, αυτό προϋποθέτει εξελιγμένες μεθόδους διδασκαλίας, ενθάρρυνση της καινοτομίας, στήριξη ερευνητικών προγραμμάτων και άμεση διασύνδεση με την αγορά.
Πέρα από τις διάφορες παθογένειες που κλυδωνίζουν το χώρο της εκπαίδευσης, ένα χρόνιο πρόβλημα των ελληνικών ΑΕΙ είναι η πληθώρα των διδακτικών αντικειμένων που υπάρχουν. Τα περισσότερα είναι δυσκόλως εφαρμόσιμα στην αγορά, αποτελούν κλάδο μιας ευρύτερης επιστήμης και δεν εμφανίζουν δυνατότητες εξέλιξης. Είναι ένα ζήτημα που σε συνδυασμό με την συρρίκνωση της οικονομίας, διογκώνει έναν συνεχώς ανατροφοδοτούμενο κύκλο ανεργίας.
Συγκεκριμένα, πρόσφατη έρευνα της εταιρείας συμβούλων Mackinsey, ανέδειξε ότι “στην Ελλάδα, ειδικότερα, έξι στους δέκα νέους έως 24 ετών είναι άνεργοι, και το 1/3 των εργοδοτών της χώρας δηλώνει ότι δεν μπορεί να βρει προσωπικό με τις αναγκαίες δεξιότητες για να καλύψει κενές θέσεις εργασίας.”
Πρόσφατα, με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα των Νέων, η Eurostat έδωσε στη δημοσιότητα στοιχεία του 2015: σχεδόν ένας στους τέσσερις νέους 20-24 ετών στην Ελλάδα δεν έχει απασχόληση ούτε βρίσκεται σε πρόγραμμα εκπαίδευσης ή κατάρτισης.
Αυτό που μπορεί να συνάγει κανείς, λοιπόν, είναι ότι οι δεξιότητες των νέων είναι αποκλίνουσες από τις ανάγκες της αγοράς, και ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι ακατάρτιστοι, ανεπάγγελτοι και γνωστικά ημιτελής.
Όταν, λοιπόν, τεθεί το ζήτημα της αναδιάρθρωσης και της αναπροσαρμογής της λειτουργίας των ΑΕΙ και του νομικού καθεστώτος που τα διέπει, νομίζω πρέπει να ληφθούν υπόψη οι εξής παράγοντες:
– Επαναφορά της βάσης του 10, για να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα,
– Δημιουργία Ταμείων Επενδύσεων, στα πλαίσια της διοικητικής αυτοτέλειας και οικονομικής ανεξαρτησίας των ΑΕΙ, για τη προσέλκυση κεφαλαίων και τη διοχέτευση τους στην έρευνα,
– Αποσύνδεση αρμοδιοτήτων των ΑΕΙ, από τον κεντρικό σχεδιασμό του κράτους, όπως ο αριθμός των εισακτέων και τα κριτήρια εισαγωγής, για εναρμονίσουμε την παραγωγή επιστημόνων με τη ζήτηση της αγοράς,
– Επανασύσταση και επαναλειτουργία του συμβουλίου των ΑΕΙ, για τη δημιουργία ισόρροπων αντίβαρων στην διοικητική λειτουργία.
Μέχρι τότε, ας παραμείνουμε προσκολλημένοι στις ιδεοληψίες μας, ας συντηρούμε την ασκούμενη μικροπολιτική των παρατάξεων και των συνδικαλιστών, και ας περιοριστούμε στο ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη.
Κάνουμε λάθος λοιπόν, δεν παρουσιάσουμε εμείς πτωτική τάση, οι άλλοι μας πέρασαν, και μέχρι να το αντιληφθούμε, τα πανεπιστήμια μας θα βαίνουν πλησίστια στην καθίζηση και στον απομονωτισμό, σαν μουσειακά ήδη δηλαδή.
*Ο Κωνσταντίνος Γεώργιος Μουρτοπάλλας είναι Φοιτητής Νομικής ΔΠΘ.