Γράφει η Κυριακή Μυτιληνιού
Πως να ξεχάσεις τα τραγούδια που γράφτηκαν με συναίσθημα, με πάθος και με πολιτική άποψη. Σήμερα τα χρειάζεσαι πιο πολύ από κάθε αύριο. Σου θυμίζουν την ιστορία σου, σε ταξιδεύουν στον χρόνο και σου δίνουν το απαραίτητο θάρρος για να συνεχίσεις την ημέρα σου, παρά τις όποιες πολιτικές και κοινωνικές αντιξοότητες.
Η κάθε δεκαετία χρωματίζεται από διάφορα πολιτικά ζητήματα, τα οποία εκφράζονται μέσα από την τέχνη, γενικά. Η θεωρητικός της ριζοσπαστικής δημοκρατίας Chantal Mouffe είχε πει «υπάρχει εξαρχής μια αισθητική διάσταση στο πολιτικό και μια πολιτική διάσταση στην τέχνη». Κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα συμβαίνει ως απάντηση σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Έτσι και με το τραγούδι, το οποίο αποτελεί τον αμεσότερο τρόπο να πλησιάσεις τον κόσμο, να τον ενημερώσεις, να τον αφυπνίσεις.
Ξεκινώντας, λοιπόν, το ταξίδι στο παρελθόν, με όχημα το τραγούδι, η πρώτη στάση γίνεται στα ρεμπέτικα, στα λαϊκά τραγούδια. Το συγκεκριμένο είδος αποτελεί «παιδί» των απλών και λαϊκών ανθρώπων, όπου μέσω αυτού εξέφραζαν ότι τους προβλημάτιζε και τους έκανε να νιώθουν πόνο και δυσφορία. Η αδικία του κοινωνικού συστήματος και η πολιτική κατάσταση ήταν δύο από τους βασικούς παράγοντες, που υπέγραφαν τους στίχους. Το συγκινησιακό κομμάτι ήταν πάντοτε παρών και επέτρεπε στους ανθρώπους να απελευθερώσουν, μέχρι και σήμερα, τα συναισθήματά τους.
Το ίδιο μοτίβο ακολουθεί και το πιο σύγχρονο πολιτικό τραγούδι, δηλαδή από την δεκαετία του 70’ και έπειτα. Μέσα στο οποίο ενυπάρχει το συγκινησιακό κομμάτι, αλλά πλέον ο δημιουργός του δεν είναι ούτε ανώνυμος, ούτε, απαραίτητα, λαϊκός και καθημερινός άνθρωπος, είναι μουσικός ή κάποιος ποιητής. Το γεγονός αυτό, βέβαια, οφείλεται και στην εξέλιξη των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών. Η περίοδος της δικτατορίας, λόγου χάρη, ώθησε σημαντικούς δημιουργούς όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Λοϊζος, ο Ξαρχάκος να αποτυπώσουν μέσα από τα έργα τους την κοινωνική κατάσταση.
Τον Ιούλιο του 1974, μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, ο Μίκης Θεοδωράκης ερμηνεύει το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «όταν σφίγγουν το χέρι», ένα εμβληματικό τραγούδι για την ημέρα του Πολυτεχνείου. Το 1975 το τραγούδι του Γιώργου Μαρίνου «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» τονίζει την παρανοϊκή δικτατορική περίοδο και τον εξίσου παρανοϊκό δικτάτορα, Γεώργιο Παπαδόπουλο. Διανύοντας την δεκαετία του 80’, κατά την οποία ήρθε η ‘’Αλλαγή’’ με τον Ανδρέα Παπανδρέου και την ‘’σοσιαλιστική ευφορία’’, πολλά επαναστατικά τραγούδια χρησιμοποιήθηκαν από τα πολιτικά κόμματα και έχασαν το νόημα τους. Ένα τέτοιο τραγούδι είναι το «Καλημέρα Ήλιε» του Μάνου Λοϊζου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως ύμνος από το ΠΑΣΟΚ. Και αναλογίζομαι. Πόσο διαφορετική απήχηση θα είχε αυτό το τραγούδι σήμερα, αν δεν είχε ταυτιστεί με το συγκεκριμένο κόμμα.
Στο δημιούργημα του Μάνου Λοϊζου «Καλημέρα Ήλιε» και στα υπόλοιπα πολιτικά τραγούδια υπάρχουν δυναμικοί και έξυπνοι στίχοι, που είναι φτιαγμένοι με ευρηματικό τρόπο. Σήμερα, και όσο η κατάσταση δεν είναι επαναστατική, το πολιτικό τραγούδι αργοσβήνει, καθώς δεν υπάρχει η ανάλογη ρωμιοσύνη και τόλμη για να εκφραστεί η αλήθεια.
Ο Γιάννης Αγγελάκας και το συγκρότημα Κίτρινα Ποδήλατα με τα τραγούδια τους «Σιγά μην κλάψω» και «Άμα τα πάρω», αντίστοιχα, αποτυπώνουν τον τρόπο μεταχείρισης των πολιτών από την κοινωνία, καθώς και την οδύνη της κρίσης, των μνημονίων και της επιβλητικής πολιτικής. Το τραγούδι, όμως, θα πρέπει να έχει στόχο να γίνει σημαία όλων εκείνων των γεγονότων, των οποίων η γνώση, θα επιφέρει και την ανάλογη αισιοδοξία.