Γράφει ο Γιώργος Φραγκούλης
Για να εγγράψει η εκκλησία στον αγιολόγιό της κάποιο μέλος της, ο υποψήφιος όσιος πρέπει να διαθέσει στην υπηρεσία της πέρα απο το πνεύμα και τη ψυχή του και όλη την κοσμική του αντίληψη πράγμα που ωστόσο στον κόσμο της αγιοσύνης σπάνια συμβαίνει.
Ο κόσμος του θεάτρου περισσότερο απαιτητικός, καταφέρνει πολλές φορές στην αγωνιώδη του προσπάθεια να αυτοαγιοποιηθεί να πυροβολεί τα πόδια του.
Την φετινή περίοδο στην ενδοχώρα ανέβηκαν περισσότερες από εξακόσιες παραστάσεις, όταν στο Λονδίνο των 32 διαμερισμάτων και των 14 εκατομμυρίων κατοίκων, όσους δηλαδή αριθμεί η Ολλανδία, δεν παίχτηκαν πάνω από πενήντα θεατρικά έργα. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν πρόκειται για ναρκισσισμό, φιλαυτία, αβελτηρία, μια ανυπόμονη αγωνία προβολής, φόβο και απογοήτευση κάποιων ηθοποιών ότι δεν είναι εκλεκτοί του θεατρικού κατεστημένου, διάφοροι τέλος πάντων εγγενείς παράμετροι που θέτουν φραγμούς και απαγορευτικές ταμπέλες ή όλα τούτα μαζί; Νομίζω ότι είναι από τις περιπτώσεις που η αλήθεια δεν είναι στη μέση αλλά ακουμπά παντού.
Είναι φανερό ότι το κυνήγι της ανάδειξης με συνοδοιπόρο την ανυπομονησία βάζει τους κανόνες που δεν αφορούν καθεαυτή την θεατρική τέχνη αλλά την πάγκοινη προσωπική καλλιτεχνική αναγνώριση.
Μετά από μια τηλεοπτική σειρά ευρείας θεαματικότητας ο πρωταγωνιστής της αυταναγορεύεται σε θεατρικό θιασάρχη και επιδίδεται στο κυνήγι της εμπορικότητας (όχι πάντα για να μην είμαστε απόλυτοι) αδιαφορώντας για τη θεατρική αναβάθμισή του η οποία σηματοδοτεί την μακροημέρευση του στο σανίδι στους χαλεπούς καιρούς του καλλιτεχνικού φινάλε, όταν η ηλικία και τα παρεπόμενα συμπτώματα απωθούν τον καλλιτέχνη στο περιθώριο. Τότε, βρίσκει άφθονο χρόνο να δώσει δακρύβρεχτες συνεντεύξεις για την προσωπική του κατάντια, εκλιπαρώντας τον οίκτο του κόσμου εκτοπίζοντας από το θυμικό του την αξιοπρέπεια με την οποία είναι αναπόσπαστα προσδεμένος ο αληθινός καλλιτέχνης, δίνοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του λεία στην αδηφαγία δημοσιογράφων περιοδικών ποικίλης ύλης να επιμεληθούν μια επιφαντική αγιογράφηση. (Αναφέρομαι σε δημοφιλή ηθοποιό που τη περίοδο του 80 γύρισε πάνω από 100 πανάθλιες βιντεοκασέτες εισπράττοντας αμύθητα ποσά και σήμερα ωρύεται ότι πεινάει και βέβαια δεν είναι ο μόνος στην συντελεσθείσα απίσχνανση των τέως παχέων αγελάδων. Διότι, είναι αλήθεια ότι από τα ελάχιστα ευεργετήματα της οικονομικής κρίσης είναι η επιστροφή του ανθρώπου στην σεμνότητα. Η αγωνία του επιούσιου για ένα θεατρόφιλο, παράλληλα με το στερητικό σύνδρομο της θεατρικής θέασης που δημιουργεί η οικονομική ανέχεια ξέροντας ότι παλιότερα ο οβολός του για την αγορά ενός εισιτηρίου προέρχονταν από το περίσσευμά του και σήμερα από το στέρημά του, τον κάνουν πολύ αυστηρότερο στις επιλογές του πράγμα που μοιραία επιδοτεί την ποιότητα, ξεχωρίζοντας την ήρα από το σιτάρι γι`αυτό και τα κλάματα κάποιων από κείνους που επένδυσαν στην ευτέλεια με κίνητρο την άμεση κονόμα ελάχιστους συγκινούν.).
Από την άλλη μεριά, είμαστε πάλι μάρτυρες του πανάρχαιου ελληνικού συμπτώματος της αδέξιας μιμητικής. Όπως συνέβη με τον ελληνικό κινηματογράφο την δεκαετία 1975 -85, όταν κάποιοι σκηνοθέτες μετέφεραν στα κατ`ευφημισμό σενάριά τους κινηματογραφημένες οικογενειακές στιγμές, μοντάροντας στο φιλμ μια άνευ προηγουμένου κακογουστιά, την οποία το Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου ήταν πρόθυμο να χρηματοδοτεί, όπως η αλήστου μνήμης ταινία κάποιου Αλευρά με τον ανατριχιαστικά γελοίο και ακατανόητο τίτλο “πέφτουν οι σφαίρες σα το χαλάζι και ο τραυματισμένος καλλιτέχνης αναστενάζει” –που κείνη την εποχή ανταμείφθηκε με πολλούς επαίνους (!) από εφημερίδες σαν την “Ελευθεροτυπία”– ταινία διάρκειας μιας εφιαλτικά ανιαρής ώρας, που ωστόσο καρπώθηκε γενναίες ταμειακές εισπράξεις σε ποιοτικούς κινηματογράφους, όπως η Αλκυονίδα και το Στούντιο.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί από μας, στην αγωνιώδη μας προσπάθεια να συλλάβουμε το σφυγμό της τότε ελληνικής κινηματογραφίας, παρασυρθήκαμε να πάρουμε σοβαρά αυτά τα νοσηρά σιχάματα προσπαθώντας να αναχνεύσουμε τη λεγόμενη “νέα πνοή” παρόλο ότι ήταν ολοφάνερο ότι τίποτα τέτοιο δεν προέκυπτε παρά μόνο κακότεχνες και αδέξιες απομιμήσεις του Γκοντάρ, του Αντονιόνι και του Φελίνι. Φυσικά, εξαιρώ τους μεγάλους έλληνες δημιουργούς όπως τον Αγγελόπουλο, τον Κούνδουρο, τον Βούλγαρη τον Κακογιάννη και από τον εμπορικό κινηματογράφο τον Γιώργο Τζαβέλα. Ωστόσο, οι εξαιρέσεις αυτές με κανένα τρόπο αναιρούν τη θλιβερή πραγματικότητα που βίωσε και βιώνει και το ελληνικό θέατρο με τους διαφόρους μιμητές των σκανδιναβών συγγραφέων και όλο ανακαλύπτουμε την εξοργιστική ελαφρότητα και ασχετοσύνη μερικών κυρίως νέων ηθοποιών που αφού κάνουν δυο τρεις επιτυχίες παίρνουν την γραφομηχανή τους και μεταμορφώνονται σε Ιψεν, Στρίμπεγκ και Μπέργκμαν, σκιαγραφώνας με απίστευτη επιπολαιότητα ιψενικά τρίγωνα, σχέσεις ζευγαριών και όλα κείνα τα βόρεια ψυχοδράματα επιβεβαιώνοντας την οδυνηρή πραγματικότητα ότι όπως δεν καταφέραμε να δώσουμε ελληνική ταυτότητα στον κινηματογράφο μας, αποτύχαμε παταγωδώς να δημιουργήσουμε και εγχώριο θέατρο, όπως είχαμε την υποχρέωση ως φυσικοί και δικαιωματικοί συνεχιστές των αρχαίων τραγικών.
Και τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα, σε μια εποχή που λείπουν συγγραφείς σα την Μητροπούλου και τον Κεχαίδη, θεατράνθρωποι όπως ο Κάρολος Κουν ενώ μεγάλοι ηθοποιοί σαν τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο ετοιμάζονται να αποσυρθούν.