Γράφει ο Γιάννης Παπαδημητρόπουλος
«Η βαριά βιομηχανία μας είναι ο τουρισμός». Το ακούμε συνεχώς, το λέμε, ειδικά τα τελευταία χρόνια που η χώρα ψάχνει απεγνωσμένα εισερχόμενο συνάλλαγμα, έχει χρησιμοποιηθεί σε φυλλάδια recruitment Ιδιωτικών Κολλεγίων, σε επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις, σε συζητήσεις σε πάνελ και σε παρέες.
Οι αριθμοί είναι μάρτυρες αυτής της δήλωσης: Σύμφωνα με το Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.), η πρωτογενής και δευτερογενής τουριστική ζήτηση στη χώρα συνεισφέρει το 16,4% του ΑΕΠ, καλύπτει το 51,2% του εμπορικού ισοζυγίου και δημιουργεί συνολική ζήτηση της τάξεως των 34 δις ευρώ στην ασθμαίνουσα Ελληνική οικονομία, ενώ αντιμετωπίζει σε ισχυρό βαθμό την ανεργία, αφού 1 στους 5 εργαζόμενους της χώρας, άμεσα ή έμμεσα ασχολείται σε επιχείρηση που συνεισφέρει στο τουριστικό προϊόν.
Αξίζει να το προσέξουμε λίγο αυτό: Τουριστική επιχείρηση δεν είναι μόνο το ξενοδοχείο που θα μείνει ο τουρίστας, το πλοίο που θα τον μεταφέρει στο νησί, το τουριστικό λεωφορείο που θα τον πάει στον αρχαιολογικό χώρο και το τουριστικό γραφείο που θα τα οργανώσει όλα αυτά. Δεν είναι μόνο το (συνήθως κακόγουστο) gift shop που θα πάρει τα “Greek popular art” σουβενίρ ή (η εξίσου κακόγουστη) “Greek Traditional Taverna”. Τουριστική επιχείρηση είναι και το περίπτερο που θα πάρει ένα μπουκάλι νερό, το αστικό λεωφορείο και το Μετρό που θα μπει για να κατέβει στο Σταθμό «Ακρόπολη», το ταξί που θα πάρει από το αεροδρόμιο, το βιβλιοπωλείο του Κέντρου της πόλης που θα βρει να αγοράσει ένα λεύκωμα, η φοιτητοκαφετέρια που θα πιεί ένα γρήγορο καφέ ανάμεσα στις βόλτες του, ακόμα και το κατάστημα υποδημάτων που θα μπει για να αγοράσει ένα ζευγάρι σαγιονάρες θαλάσσης γιατί τις δικές του τις παρέσυρε το κύμα. Τουριστική επιχείρηση είναι και το μανάβικο ή ο φούρνος που κάθε πρωί προμηθεύουν τα απαραίτητα για το πρωινό σε ένα μικρό ξενοδοχείο ενός νησιού. Τουριστική και άρα εξαγωγική επιχείρηση είναι κάθε μια οικονομική μονάδα που θα πουλήσει ένα προϊόν ή μια υπηρεσία και σε αντάλλαγμα θα πάρει χρήματα που έχουν μπει στη χώρα ως συνάλλαγμα. Είναι εμφανές ότι κάθε μια επιχείρηση είναι εν δυνάμει τουριστική και εξαγωγική, αφού κάθε μια καλύπτει μια ανάγκη του ντόπιου πληθυσμού και άρα μπορεί ανά πάσα στιγμή να καλύψει την ίδια ανάγκη ενός επισκέπτη.
Κλισέ ίσως αλλά ισχύει: Κάθε επαγγελματίας στην Ελλάδα έχει σχέση με τον τουρισμό, γιατί κάθε επαγγελματίας θα προσφέρει τις υπηρεσίες του σε μια αλυσίδα που θα έχει στην άκρη της έναν καταναλωτή-τουρίστα. Είναι εμφανές ότι, αν αποδεχτούμε αυτή την πραγματικότητα, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως κάθε επαγγελματίας θα έπρεπε να έχει μια βασική γνώση της τουριστικής αγοράς και του μηχανισμού μέσω των οποίων εισέρχονται στη χώρα οι τουριστικές ροές. Αυτό όμως, πέρα από ανέφικτο, είναι και αχρείαστο. Δε μπορούμε να ζητήσουμε από τον κάθε ένα μικρομαγαζάτορα, περιπτερά, υπάλληλο καταστήματος, αυτοκινητιστή να κατέχει θεωρητικές γνώσεις πάνω στον εισερχόμενο τουρισμό, γιατί πολύ απλά δε θα του χρησιμεύσουν κάπου, δεν πρόκειται να πιάσει κουβέντα για τέτοια θέματα με τον επισκέπτη που θα χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του.
Αυτό που μπορούμε να του ζητήσουμε, αλλά και να τον βοηθήσουμε να καλλιεργήσει, είναι τη νοοτροπία του ανθρώπου που εξυπηρετεί εισερχόμενο τουρισμό. Ο εργαζόμενος και πολύ περισσότερο, ο ιδιοκτήτης μιας ελληνικής μικρής ή μικρομεσαίας επιχείρησης αποτελεί κομμάτι της τουριστικής εμπειρίας που ο επισκέπτης έρχεται να ζήσει στη χώρα. Όσο θα του μείνει η ανάμνηση μιας όμορφης παραλίας ή μιας βόλτας σε ένα αρχαιολογικό χώρο, άλλο τόσο και περισσότερο θα του μείνει η ανάμνηση ενός καλοσυνάτου κυρίου μέσης ηλικίας που τον υποδέχτηκε στην ταβέρνα του μετά ή ενός ταξιτζή που του έδωσε μια πληροφορία για ένα μέρος της πόλης που μόνο οι ντόπιοι γνωρίζουν, ακόμα και της νεαρής κοπέλας ή αγοριού στο φούρνο που του πούλησε ένα ζεστό κουλούρι και ένα καφέ στις 6.30 το πρωί, μετά από μια νύχτα με πολλά ποτά και ξέφρενη διάθεση, πιάνοντάς του και κουβέντα σχετικά με το τι προηγήθηκε! Η καλλιέργεια των διαπροσωπικών σχέσεων είναι πολύ σημαντική σε μια βιομηχανία εμπειριών όπως ο τουρισμός, έστω και αν ο εργαζόμενος δεν περιμένει ποτέ να ξαναδεί το συγκεκριμένο πελάτη. Η ιστορία όμως που αυτός θα διηγηθεί στους συγγενείς και φίλους του στη χώρα του ίσως εμπνεύσει και κάποιον από αυτούς να αναζητήσουν την ταβέρνα του καλοσυνάτου κυρίου ή το φούρνο που δουλεύει ο ευγενικός χαρούμενος νεαρός, όταν έρθουν στην Ελλάδα. Ακόμα περισσότερο, η ίδια ιστορία γραμμένη στο TripAdvisor, στο Yelp ή σε κάποιο από τα χιλιάδες blogs ταξιδιωτικών εντυπώσεων ίσως φέρει πολύ περισσότερους τουρίστες στον προορισμό που αυτή εξελίχθηκε, που θα αναζητήσουν το συγκεκριμένο κατάστημα, χωρίς να έχουν ποτέ γνωρίσει τον αρχικό τουρίστα που τη διηγήθηκε.
Η διαπίστωση δεν είναι νέα και έχει υπάρξει παλαιότερα αντίστοιχη καμπάνια από τους αρμόδιους φορείς (κλασσική ανάμνηση η αφίσα με τον «κυρ Βασίλη τον ταξιτζή» και άλλες), αλλά είναι κάτι που δεν έχει γίνει βίωμα σε μεγάλη μερίδα των εργαζομένων σε κάθε είδους επιχείρηση στη χώρα. Δεν μπορούμε να επιβάλλουμε τίποτα σε κανένα, ούτε να αναγκάσουμε κάποιον να λέει ή να κάνει κάτι, αν ο ίδιος δεν εσωτερικεύσει τα οφέλη από αυτές τις πράξεις και συμπεριφορές. Αλλά η καλλιέργεια της νοοτροπίας ότι κάθε service provider είναι εν δυνάμει αλλά και στην πραγματικότητα, πρεσβευτής όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της ίδιας του της επιχείρησης καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους πρέπει να αποτελέσει έναν από τους άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η μεσοπρόθεσμη στρατηγική τουριστικής ανάπτυξης της χώρας.