Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Follow@Nakos_Ioannis
Δεν είναι μυστικό πως τους τελευταίους μήνες οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας βρίσκονται στο χειρότερο σημείο μετά και την τραγωδία στα Ίμια το 1996, με πολλούς αναλυτές ξεκάθαρα να έχουν τοποθετήσει στο κάδρο των εξελίξεων και ακραία σενάρια, τα οποία τα προηγούμενα χρόνια ίσως να αποτελούσαν και ταμπού για την δημόσια ζωή στην Ελλάδα.
Ένα θερμό επεισόδιο, όπως πολλοί αναφέρουν, δεν θα μπορούσε να απέχει πολύ από το να γίνει πραγματικότητα, εάν υπάρξουν εκείνες οι παράμετροι που θα συνηγορούσαν στο να υλοποιηθεί. Είναι προφανές πως στην Ελλάδα ένα τέτοιο σενάριο μόλις πρόσφατα έχει ανακηρυχθεί σε μείζον θέμα, παρόλο που υπήρχαν φωνές που έκρουσαν το καμπανάκι του κινδύνου.
Βέβαια, η Τουρκία κατά την μακρά διάρκεια της αναθεωρημένης εξωτερικής πολιτικής που προβάλλει τον νεο-οθωμανισμό ως τον υπέρτατο στόχο, έχει καταφέρει να συγκεράσει τις εσωτερικές της διαφορές και να τiς εξυψώσει υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Φυσικά και τα χαρακτηριστικά του Τούρκου Προέδρου δεν είναι και τα καλύτερα δυνατά, όμως το σημείο στο οποίο κάποιος πρέπει να εστιάσει είναι το γεγονός πως η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει ένα μονοδιάστατο πρόσωπο, το οποίο μάλιστα έχει επιφορτιστεί με τον ρόλο του ηγέτη-ήρωα.
Στην αντίπερα όχθη, κυριολετικά και μεταφορικά, η Ελλάδα με την οικονομική κρίση να εισέρχεται σε ολοένα και πιο σκοτεινά και δύσβατα μονοπάτια, δεν έχει καταφέρει να προωθήσει έναν πολιτικό ηγέτη ο οποίος να μπορεί να συσπειρώσει και να εξυψώσει το ηθικό και το φρόνημα των Ελλήνων προκειμένου να δώσει προοπτικές για ένα καλύτερο και πιο ασφαλές μέλλον.
Όλο αυτό, λοιπόν, έχει δώσει free pass στην Τουρκία προκειμένου να σχεδιάζει προσεκτικά και σε βάθος χρόνου τις αναθεωρητικές της πολιτικές τόσο στην περιοχή της Θράκης όσο και στο Αιγαίο.
Το θεωρώ κάτι παραπάνω από σίγουρο πως, εάν ο Ερντογάν δεν είχε να ασχοληθεί με τα υπόλοιπα μέτωπα που άνοιξε όλα αυτά τα χρόνια της διακυβέρνησης του, τότε ίσως και η τουρκική αναθεωρητική πολιτική εις βάρος της Ελλάδας να είχε πάρει ακόμη πιο τρομακτικές διαστάσεις από ότι έχει σήμερα. Ευτυχώς, όμως, για την χώρα μας η Τουρκία, εκτός από το γεγονός πως αποτελεί μια υπολογίσιμη δύναμη με στρατιωτικούς όρους, δείχνει να είναι και μια χώρα που στο εσωτερικό της αντιμετωπίζει πολύ σημαντικά προβλήματα.
Το πιο αξιοσημείωτο από αυτά είναι η μη αμελητέα αύξηση της αποδοχής των Κούρδων, οι οποίοι παρόλο που βιώνουν μια καταφανέστατα βίαια μεταχείριση, δείχνουν να συσπειρώνονται και να προωθούν τα ζητήματα τους, κυρίως μέσω συμφωνιών που συνάπτουν με διεθνείς δρώντες.
Στην προσπάθεια τους αυτή, σύμμαχοι τους είναι η Ρωσία και φυσικά οι ΗΠΑ, που με σταθερά και αποτελεσματικά βήματα, φανερώνουν και τις ευρύτερες προθέσεις- διεκδικήσεις τους για την εύθραυστη περιοχή της Μ. Ανατολής.
Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, και με την διαφαινόμενη αποτυχία της Τουρκίας στην Β. Συρία, το Κουρδικό ζήτημα ίσως αποτελεί ‘’καυτή πατάτα’’ για τον Ερντογάν, ο οποίος βλέπει σταδιακά να του γυρνάνε την πλάτη οι μέχρι στιγμής σύμμαχοι του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παντελής αδιαφορία τόσο της Ουάσινγκτον στο αίτημα της Τουρκίας για την διακοπή των στρατιωτικών εξοπλισμών του YPG, την Κουρδική πολιτοφυλακή στην Συρία, όσο και της Ρωσίας, καθώς το Στρατιωτικό Συμβούλιο του Μανμπίζ ανακοίνωσε σε δήλωσή του την Πέμπτη ότι οι κουρδικές δυνάμεις θα παραδώσουν τα χωριά που συνορεύουν με τις περιοχές που καταλαμβάνονται από τους τουρκόφιλους μαχητές της Ασπίδας του Ευφράτη στο Συριακό Στρατό, μετά από μία συμφωνία με τους Ρώσους.
Έτσι, γίνεται ολοένα και πιο κατανοητό πως με την συμβολή της Ρωσίας ο Συριακός Στρατός μπήκε στο Μανμπίζ και σε άλλες περιοχές που βρίσκονται υπό κουρδικό έλεγχο, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάληψη τους από τους Τούρκους και τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό.
Εάν συνυπολογίσει κάποιος και το επερχόμενο δημοψήφισμα στις 16 Απριλίου στην Τουρκία, τότε είναι πολύ εύκολο να αντιληφθεί πως τα ανοιχτά μέτωπα για τον Ερντογάν είναι αρκετά και μάλιστα δύσκολα θα κλείσουν στο εγγύς μέλλον, γεγονός είτε που θα οδηγήσει σε μια “ψυχρή ειρήνη”, εώς ότου η τουρκική ηγεσία κρίνει πως θα έρθει εκ νέου το πλήρωμα του χρόνου για την ρεβάνς, είτε θα συνεχιστεί αυτό το ‘’παιχνίδι εντυπώσεων στο Αιγαίο’’, κυρίως για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης και επισφράγισης υπαρχουσών και μελλοντικών συνεργασιών (Κόμμα Γκρίζων Λύκων), πάντοτε όμως με τον κίνδυνο ενός θερμού επεισοδίου να παραμένει στο τραπέζι.