του Αθανάσιου Μασλαρινού, Περιφερειακού Συμβούλου Σερρών
Εκ των πραγμάτων φαίνεται πως οι Έλληνες αγροτοκτηνοτρόφοι δεν έχουν καμία πιθανότητα σε έναν πόλεμο τιμών και κόστους!
Είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν υποστηρίζει τη γεωργοκτηνοτροφία. Ακόμη χειρότερα, θα έλεγε κανείς ότι έχει βάλλει όλες τις δυνάμεις της για να την αποδυναμώσουν.
Η ιδιαίτερα δυσχερής κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα τελευταία χρόνια οι συγκεκριμένοι τομείς , βοηθάει να αναβιώσει αυτό το θέμα ως Εθνικό.
Πολλές προτάσεις και άλλες παρεμβάσεις υπέρ της γεωργίας έγιναν και γίνονται δεκτές από τη Βουλή, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, όμως, άνευ ουσίας.
- Για παράδειγμα, η κοινοβουλευτική πρωτοβουλία για την επισιτιστική πολιτική την οποία κάποιοι προβάλλουν και παρουσιάζουν ως μεγάλη επιτυχία καμαρώνοντας κιόλας!!!
- Η ανύπαρκτη πολιτική αποζημιώσεων του ΕΛΓΑ.
- Η τιμολογιακή πολική για το αλεύρι έναντι του σιταριού είναι άλλο ένα παράδειγμα της υπέρογκης διαφοράς των τιμών παραγωγής και κατανάλωσης.
- Θέλετε να δούμε κι άλλους συσχετισμούς; Καπνός/τσιγάρα, τεύτλα/ζάχαρη, γάλα πώλησης/γάλα αγοράς κ.ά.
Η στάση, όμως, του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, και ολόκληρης της κυβέρνησης, είναι απαράδεκτη και αποκαλύπτει την υποκρισία τους, αφού εξακολουθούν να ισχυρίζονται την προσήλωσή τους στη γεωργία και την εθνική παραγωγή τροφίμων. Αυτές οι συνεχείς αυξήσεις των φόρων καθώς και η ελεύθερη ουσιαστικά διακίνηση γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων λόγω ΕΕ σημαίνει το τέλος για πολλούς αγρότες, κτηνοτρόφους και αγροκτήματα.
Σε μια πλήρως ανοικτή και απελευθερωμένη γεωργική αγορά, τα τρόφιμα παράγονται όπου είναι φθηνότερα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο λογικό και πιο φυσιολογικό. Αλλά εκ των πραγμάτων φαίνεται πως οι Έλληνες αγρότες δεν έχουν καμία πιθανότητα σε έναν τέτοιο πόλεμο τιμών και κόστους. Ως επί τι πλείστον, οι ελληνικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις έχουν μόνο μικρές εκτάσεις. Οι επενδύσεις είναι δαπανηρές, οι μισθοί και τα έξοδα καλλιέργειας είναι υψηλά. Οι ρυθμίσεις που διέπουν τη γεωργική παραγωγή – και ειδικότερα η προστασία των ζώων και του περιβάλλοντος – είναι πολύ αυστηρότερες απ ’ ότι στο εξωτερικό. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μειώνουν μαζικά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων.
Το άνοιγμα της αγοράς και το ελεύθερο αγροτικό εμπόριο που επιβάλλει η Ε.Ε. καταστρέφει ακόμη περισσότερο την ελληνική γεωργία υπέρ των φθηνών εισαγωγών και αυξάνει σημαντικά την εξάρτηση της Ελλάδας από το εξωτερικό. Τα επιχειρήματα υπέρ του ελευθέρου εμπορίου σε άλλους τομείς και κλάδους δεν ισχύουν για τη γεωργία και την παραγωγή τροφίμων.
Ένας επιπλέον λόγος για την ενθάρρυνση και την υποστήριξη της εθνικής γεωργίας είναι ο βαθμός αυτάρκειας στην Ελλάδα, που συνεχίζει να μειώνεται. Έχει ήδη μειωθεί κατά 59%…
Η ατυχής συζήτηση για τις υποτιθέμενες υψηλές τιμές των ελληνικών ποιοτικών τροφίμων βασίζεται σε μια εντελώς ψευδή βάση, που το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και ένα μέρος του εμπορικού λόμπι συντηρούν σε βάρος της γεωργίας.
Αν συνεχίσουμε να ακλουθούμε αυτούς τους κύκλους, το γεωργικό εισόδημα θα πέσει σε ένα επίπεδο που θα απαγορεύει οποιαδήποτε οικονομική επιβίωση.
Στο τέλος-τέλος, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η ελληνική αγορά θα επωφεληθεί από τις χαμηλότερες τιμές επειδή θα εισάγει απλώς φτηνές πρώτες ύλες από το εξωτερικό. Αν αναλογιστούμε πόσα έσοδα και πόσες θέσεις εργασίας χάνονται με αυτόν τον ψευδεπίγραφο τρόπο, τότε ίσως μπορέσουμε να κατανοήσουμε πόσο πραγματικά υψηλό είναι το αληθινό κόστος.
Με δυο λόγια, βαδίζουμε προς πλήρη εξάρτηση από την αλλοδαπή καθώς και σε καταστολή ολόκληρων κλάδων και πολλών θέσεων εργασίας.
Οι ειδικοί σύμβουλοι του Υπουργείου ισχυρίζονται ότι οι γεωργοί και κτηνοτρόφοι έχουν την ευκαιρία να επιβιώσουν μόνο με την παραγωγή ποιοτικών τροφίμων που μπορούν να πωληθούν σε υψηλή τιμή, ενώ από την άλλη πλευρά, προσπαθούν να πείσουν τον ελληνικό λαό ότι το αγροτικό ελεύθερο εμπόριο είναι χρήσιμο και απαραίτητο για να μειώσει τις υποτιθέμενες υψηλές τιμές των ελληνικών ειδών διατροφής. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιφατικό από αυτές τις δηλώσεις.
Για πολλοστή φορά, η Ελλάδα εγκαταλείπει κάθε έλεγχο και κυριαρχία στους πιο ζωτικούς τομείς για κάθε χώρα! Αυτό πρέπει να το αποτρέψουμε και να το αντιστρέψουμε με συστράτευση όλων των παραγωγικών και πλουτοπαραγωγικών τομέων της χώρας, έμψυχων και άψυχων. Όχι όμως, για άλλη μια φορά με προσωρινή αναστολή, αλλά με μόνιμη ανατροπή και συνεχή πορεία προς την πραγματική ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα, που θα συμπαρασύρει κι όλη τη χώρα.
Με σωστό μακρόπνοο προγραμματισμό και σχεδιασμό, έχοντας μάτια και αυτιά ανοιχτά προς τους ειδικούς του τομέα: εκπρόσωπους εταιρειών, γεωργικές ενώσεις, επιμελητήρια, οργανώσεις καταναλωτών, ερευνητικούς οργανισμούς, τεχνολογικά ιδρύματα, ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κ.ά., μπορούμε να φτάσουμε στον ποθητό στόχο.
Ενδεικτικώς αναφέρω κάποιες σκέψεις.
- Να αναπτύξουμε μια προσέγγιση που κάνει τη γεωργία να συμβάλει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής ενθαρρύνοντας ακόμη περισσότερο την αγρο-οικολογική καλλιέργεια με παράλληλη ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας για τη βιο-οικονομία. Είναι πολύ σημαντική η έρευνα του εδάφους και η διαχείριση του, όπως και αυτή των υδάτων για να φτάσουμε στα επιθυμητά αποτελέσματα.
- Να επιτραπεί η πλήρης ανάπτυξη νέων τεχνολογιών στη γεωργοκτηνοτροφία μέσω της ψηφιακής επανάστασης, όπως η ανάπτυξη της ρομποτικής, της γενετικής και των βιοτεχνολογιών, εννοείται , παράλληλα, με καθολική στήριξη των υπηρεσιών ελέγχου.
- Να ομαδοποιηθούν και να βοηθηθούν όλοι οι παράγοντες που υποστηρίζουν την ανταγωνιστικότητα στην γεωργοκτηνοτροφία.
- Να προωθηθεί και να αξιολογηθεί η πολλαπλή απόδοση και η καινοτομία στην αγροτική οικονομία.
- Να γίνεται συχνή εκπαίδευση και κατάρτιση, ειδικά τώρα που υπάρχουν συνεχείς και ραγδαίες κλιματικές αλλαγές, οι οποίες επηρεάζουν το περιβάλλον και τις καλλιέργειες.
- Να γίνει σωστή διαχείριση της βιομάζας που παράγεται από την γεωργοκτηνοτροφία.
- Να πριμοδοτηθεί, με χαμηλή φορολόγηση σε πρώτη φάση, όλο το δίκτυο για την επισιτιστική αυτάρκεια της χώρας με ελληνικά προϊόντα (παράγονται, επεξεργάζονται, συσκευάζονται, καταναλώνονται στη χώρα μας).
- Να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι στα εισαγόμενα προϊόντα, ώστε να σταματήσει, αν είναι δυνατόν το παράνομο εμπόριο.