Πρόσφατα ανακοινώθηκαν από τη Eurostat τα στοιχεία για το κατά κεφαλή ΑΕΠ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα «φιγουράρει» στην προτελευταία θέση της σχετικής κατάταξης. Πρόκειται για μια θλιβερή διαπίστωση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κυρίαρχη ρητορική που, ούτε λίγο ούτε ή πολύ, προσπαθεί να παρουσιάσει την Ελλάδα ως το οικονομικό θαύμα της Ευρώπης.
Ας διευκρινίσουμε αρχικά τις μονάδες μέτρησης. Οι μονάδες αγοραστικής δύναμης (Purchasing power parities – PPPs) μετρούν την αξία μιας δεδομένης ποσότητας αγαθών και υπηρεσιών σε κάθε χώρα ή, αντίστροφα, πόσα αγαθά και υπηρεσίες μπορεί να αγοράσει ένα ευρώ σε κάθε χώρα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα «νοητό» νόμισμα που μπορεί να αγοράσει την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε οποιαδήποτε χώρα, με βάση το οποίο μπορεί να μετρηθεί το ΑΕΠ ή το κατά κεφαλή ΑΕΠ και να συγκριθούν οι χώρες μεταξύ τους λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά επίπεδα τιμών.
Περισσότερο ενδιαφέρον από τη στατική εικόνα του κατά κεφαλή ΑΕΠ σαν ποσοστό του μέσου όρου της ΕΕ για το 2023, έχει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του από τότε που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Αυτή φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα όπου μαζί με την Ελλάδα φαίνεται και η Βουλγαρία, η τελευταία χώρα στην ανωτέρω κατάταξη, και αποτυπώνεται η σύγκλιση.
Το 1995 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν στο 85% του μέσου όρου των 27 χωρών της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης και μέχρι το 2009 ακολουθούσε αυξητική πορεία. Οι πιο εμφανείς αυξήσεις σημειώθηκαν στα πρώτα χρόνια της ένταξης στην Ευρωζώνη, μεταξύ 2001 και 2004, φτάνοντας το 98% του μέσου όρου της ΕΕ-27, παραμένοντας σχετικά σταθερό μέχρι το 2009. Σε όλη αυτή την περίοδο το ελληνικό κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν υψηλότερο από 13 χώρες της ΕΕ: Όλες τις χώρες ΚΑΕ (Κεντρικής & Ανατολικής Ευρώπης, βλ. χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ), καθώς και τη Μάλτα και την Πορτογαλία. Τότε η Ελλάδα ήταν στην κατηγορία της Νότιας Ευρώπης.
Από το 2010, με την έναρξη της κρίσης και των μνημονίων, τα πράγματα άλλαξαν δραματικά. Το 2011 το ΑΕΠ κατά κεφαλή της Ελλάδας είχε κατρακυλήσει στο 75% του μέσου όρου της ΕΕ, πέφτοντας όχι μόνο κάτω από την Πορτογαλία και τη Μάλτα αλλά και από την Τσεχία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Η Ελλάδα άλλαξε κατηγορία και πέρασε σε εκείνη της «Ανατολικής Ευρώπης».
Μέχρι το τέλος των μνημονίων το 2018, η χώρα μας έχασε μερικές ακόμα μονάδες και έφτασε στο 66% του μέσου όρου, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία και την Κροατία, περνώντας πλέον στην κατηγορία της «φτωχής Ανατολικής Ευρώπης». Από το 2019 μας πέρασε και η Κροατία και από τότε μέχρι σήμερα βρισκόμαστε στη δεύτερη θέση από το τέλος, οριακά πάνω από τη Βουλγαρία.
Το πιο προβληματικό σημείο που αναδεικνύουν τα στοιχεία δεν είναι η χαμηλή θέση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δημοσιονομική κρίση και τα μνημόνια, αλλά η στασιμότητα. Παρά το τέλος των μνημονίων και τους θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που ακολούθησαν, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να καλύψει παρά μόλις μία μονάδα απόστασης από τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο: από 66% το 2018 κατάφερε να φτάσει το 67% πέρυσι.
Με δεδομένο ότι η Ελλάδα από το 2019 και μετά καταγράφει υψηλότερο πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης από τον μέσο όρο της ΕΕ (με εξαίρεση το 2020 που η ύφεση ήταν εντονότερη) η αδυναμία κάλυψης της απόστασης σε κατά κεφαλή όρους και μονάδες αγοραστικής δύναμης έχει δύο πιθανές εξηγήσεις. Είτε ο ελληνικός πληθυσμός αυξάνεται πιο γρήγορα από τον ευρωπαϊκό, είτε οι ελληνικές τιμές αυξάνονται πιο γρήγορα από τις ευρωπαϊκές.
Το πρώτο σίγουρα δεν ισχύει: Σύμφωνα με τη Eurostat, από το 2018 μέχρι το 2023 ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά 3% ενώ ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αυξηθεί κατά 0,6%. Όσον αφορά το δεύτερο, πάντα σύμφωνα με τη Eurostat, ο δείκτης τιμών της τελικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών της Ελλάδας (από τον οποίο υπολογίζονται και οι μονάδες αγοραστικής δύναμης) ήταν στο 86,8% του μέσου ευρωπαϊκού όρου το 2018 και αυξήθηκε στο 88,2% το 2023. Επομένως, φαίνεται ότι η αύξηση των τιμών δεν επιτρέπει στην αύξηση του ΑΕΠ να μεταφραστεί σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου, όπως τουλάχιστον μετριέται από τις μονάδες αγοραστικής δύναμης.
Πηγή naftemporiki.gr