Υπογράφουν οι:
Με μια κάποια έμφαση στην υγειονομική ασφάλεια και τις ομορφιές του ελληνικού τοπίου, παρουσιάστηκε πριν 25 μέρες η καμπάνια Restart Tourism στο Ζάππειο και ο κος. Κυριάκος Μητσοτάκης απευθύνει σύντομο χαιρετισμό.
Η καμπάνια που έγινε σε συνεργασία με το Υπουργείο Τουρισμού και τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού σχεδιάστηκε από την Marketing Greece και τον κο. Steve Vranakis. Η νέα καμπάνια του ελληνικού τουρισμού έρχεται σε μια σημαντική στιγμή για τη χώρα, που κατάφερε να κερδίσει το στοίχημα στην αντιμετώπιση της πανδημίας και να δημιουργήσει θετική φήμη σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος κα. Αριστοτελία Πελώνη προλόγισε την εκδήλωση και ο υπουργός Τουρισμού Χάρης Θεοχάρης παρουσιάζει την στρατηγική της Ελλάδας γι’ αυτό το φετινό – διαφορετικό – καλοκαίρι. To κεντρικό μήνυμα του φετινού σποτ για τον ελληνικό τουρισμό είναι ότι το «ελληνικό καλοκαίρι δεν είναι μόνο ο ήλιος και η θάλασσα».
Πρόκειται για μία ιδέα, ένα συναίσθημα το οποίο μπορεί να αισθανθεί κάποια/κάποιος. Έτσι, και για τους ταξιδιώτες που θα μπορέσουν να έρθουν φέτος στη χώρα μας, το σποτ καταλήγει με τη φράση «Απολαύστε το ελληνικό καλοκαίρι όπου και αν βρίσκεστε».
Αν κάτι κρίνει την επιτυχία ενός προωθητικού σλόγκαν, είναι ο βαθμός της αυθεντικότητάς του και ο βαθμός του πόσο εύκολα μένει στο μυαλό του κοινού. Κι αυτό ακριβώς ήταν που κατέστησε αρκετά δημοφιλές το πρόσφατο προωθητικό σποτάκι, για λογαριασμό του Ε.Ο.Τ., για το ελληνικό καλοκαίρι του 2020. Έλεγε εκείνο που όλοι όσοι έχουν ζήσει την εμπειρία του ελληνικού καλοκαιριού, Έλληνες και ξένοι, μπορούν να διαβεβαιώσουν:
ότι είναι, πριν απ’ όλα, μια κατάσταση ελευθερίας. Δηλαδή, μπορεί ο καθένας να το βιώσει και να το αντιληφθεί με καθαρά δικό του τρόπο. Και, κυρίως, να το φαντασιωθεί με όσους διαφορετικούς τρόπους επιθυμεί. Η επιτυχία του σποτ ήταν, με άλλα λόγια, ότι συμπύκνωσε σε μια σύντομη φράση μια αυθεντική εμπειρία στην άπειρη πολλαπλότητά της. Όσοι είναι δυνητικά και οι αποδέκτες του μηνύματος.
Πρόκειται, ασφαλώς, για μια φαντασιακή σύλληψη, για μια ιδεολογικοποίηση του ελληνικού καλοκαιριού, πολύ επιτυχημένη, αλλά χωρίς να είναι η πρώτη, όπως θα δούμε. Το ελληνικό ή ευρύτερα το μεσογειακό καλοκαίρι δεν είναι απλώς μία από τις εποχές του χρόνου, όπως όλες οι άλλες. Είναι ένα ειδικό πεδίο προβολής, γέννησης και καλλιέργειας πάσης φύσεως φαντασιώσεων, ατομικών και κοινωνικών, από Έλληνες και ξένους, που αντανακλούν κάθε φορά ένα διαφορετικό είδος εξιδανικευμένου εαυτού. Το ελληνικό καλοκαίρι μετατρέπεται έτσι σε έναν φαντασιακό χρονοτόπο που αφορά το πώς και ποιες/ποιοι θα θέλαμε να είμαστε ή να ήμασταν.
Πρόκειται εν τέλει για μια πραγματωμένη ”ουτοπία” που διαρκεί μεν λίγο κάθε φορά, προλαβαίνει όμως, λόγω των υψηλών εσωτερικών της εντάσεων, να δημιουργήσει ρηγματώσεις στον εαυτό και να προκαλέσει μικρότερες, αλλά ίσως διαρκέστερες μεταμορφώσεις που γράφουν μια για πάντα πάνω σου. Όταν μιλάμε για την περίφημη μεταφυσική του μεσογειακού καλοκαιριού, γι’ αυτό ακριβώς μιλάμε.
Ένα βλέμμα τρανής ανοιχτωσιάς και γλυκιάς απεραντοσύνης και ένταξης σε ένα συγκλονιστικά όμορφο φυσικό καθάριο τοπίο, με όρους ανθρώπινης και απτής κλίμακας όμως. Απολύτως προσιτό και οικείο, και όχι απόκοσμο, όπως οι προορισμοί των εξωτικών παραδείσων π.χ. του Ειρηνικού.
Είναι, ωστόσο, μια εσωτερική υπόθεση που έχει ευθεία επίπτωση στο πώς ξαναβλέπουμε τον έξω κόσμο. Διαμορφώνει παράλληλα και ένα άλλο βλέμμα για όποιον είναι έτοιμος να φύγει από τα στερεότυπα περί «γραφικών τοπίων». Ένα βλέμμα ανοιχτωσιάς και ένταξης σε ένα συγκλονιστικά όμορφο φυσικό τοπίο, με όρους ανθρώπινης κλίμακας όμως. Απολύτως προσιτό και οικείο, και όχι απόκοσμο, όπως οι προορισμοί των εξωτικών παραδείσων του Ειρηνικού. Είναι αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας που έχει υμνήσει, όχι άδικα, ο ποιητής. Λιτός, σκληρός, γι’ αυτό έντονα υπαρξιακός.
Αν αυτά είναι τα διαχρονικά χαρακτηριστικά του, το ελληνικό καλοκαίρι δεν έχει ένα σταθερό και παγιωμένο νόημα μέσα στον χρόνο. Διαθέτει μια ενδιαφέρουσα ιστορικότητα που προέκυψε από τις διάφορες και διαφορετικές κοινωνικές του «χρήσεις».
Στην πραγματικότητα, έχουν υπάρξει τρεις διαφορετικές ιδεολογικές εκδοχές του ελληνικού καλοκαιριού στον ελληνικό 20ό αιώνα:
η πρώτη στον Μεσοπόλεμο, η δεύτερη στη δεκαετία του ’60 και η τρίτη χοντρικά από τη δεκαετία του ’80-’90 και μετά.
Η διαμόρφωσή του δεν υπήρξε μόνο αποτέλεσμα μιας εγχώριας κατασκευής αλλά και της επεξεργασίας του από το βλέμμα του ξένου επισκέπτη, που το οικειοποιούνταν κι εκείνος σαν να ήταν μια δική του, προσωπική υπόθεση. Πρόκειται για την άλλη γλυκιά ψευδαίσθηση του ελληνικού καλοκαιριού: ότι είναι εντελώς δικό σου, ωσάν να έχεις πάνω του ιδιοκτησιακά δικαιώματα, κάτι που ουδόλως μας ενδιαφέρει να διεκδικήσουμε για τις άλλες εποχές του χρόνου. Κάθε καλοκαίρι είναι το καλοκαίρι «μου», ένας παραδείσιος κόσμος που τον κατοικώ μόνος μου – a state of mine.
Το καλοκαίρι του Μεσοπολέμου είναι το καλοκαίρι της «διαύγειας» και της πρώτης σύγχρονης ιδεολογικοποίησης των στοιχείων του. Καθώς η γενιά του ’20 αναζητά για πρώτη φορά με τόση αυτοπεποίθηση ένα διακριτό περιεχόμενο για την ελληνικότητα, προκειμένου να την καταστήσει ισότιμο συνομιλητή του ευρωπαϊκού πολιτισμού, βρίσκει στη διαύγεια του ελληνικού φωτός την ιδανική αναλογία για να επιτύχει τη δική της διανοητική καθαρότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι επί Ελληνα Π.Θ. κου. Ελευθερίου Κ. Βενιζέλου πρωτοιδρύθηκε και ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού, ο Ε.Ο.Τ.!
Το καλοκαίρι των σίξτις είναι, από την άλλη, εκείνο της υπαρξιακής καταβύθισης, με όρους, όμως, εξωτισμού. Ο καζαντζακικός Ζορμπάς προσωποποιεί, έστω και με τρόπους που συχνά βρίσκονται κοντά στην αφελή γραφικότητα, αυτό που συναρπάζει εκείνη τη στιγμή τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο: την εκ νέου ανακάλυψη ενός υπαρκτού παραδείσου που δεν έχει διαβρωθεί ακόμη από την ταχύτητα της μοντερνικότητας, αλλά δεν είναι και πρωτόγονος. Δηλαδή, έχει πλήρη συνείδηση τόσο της τραγικότητας όσο και της ελαφρότητάς του.
Το Αιγαίο και τα βραχώδη νησιά του με τη λαϊκή αρχιτεκτονική της ανάγκης που τόσο θαύμασαν ξένοι και Έλληνες αρχιτέκτονες θα καταστούν ο σύγχρονος τόπος της απελευθέρωσης και της ανακάλυψης του εαυτού. Είναι εκείνη η ταράτσα σε κάποιο σπιτάκι του Αιγαίου όπου ένα θερμού καλοκαιριάτικο μεσημέρι ο Οδυσσέας Ελύτης θα έρθει σε επαφή με το θαύμα, όταν μέσα από τις γρίλιες του δωματίου του θα δει μια πεταλούδα να κάθεται στους χυμώδης γλουτούς μιας νεαρής γυναίκας με μαγιό, που λιάζεται αμέριμνη.
Έτσι, μπορεί από τη δεκαετία του ’70 και μετά το ελληνικό καλοκαίρι να είναι πλέον έτοιμο να «τουριστικοποιηθεί», όπως ήταν εύλογο, χάνοντας κάτι από τη σαγήνη του αρχικού μύθου του. Θα γίνει, όμως, ταυτόχρονα και η χρονοκάψουλα των μαζικών και εκδημοκρατισμένων πόθων και φαντασιώσεων, τόσο των μικροαστικών στα οικογενειακά θέρετρα των λυόμενων «εξοχικών» του ’80 όσο και των αυθεντικά κοσμοπολίτικων της Μυκόνου, πριν αυτή αλωθεί από τη χυδαιότητα του new money.
Όπως κι αν έχει, η καθεμιά και ο καθένας θα δικαιούται πλέον να ζήσει τον δικό του μύθο εκεί, κατά το -επίσης επιτυχημένο- παλιότερο γνωστό σποτάκι. Σε όλες τις εκδοχές του πάντως, και παρά την αναμενόμενη μαζικοποίησή του, το ελληνικό-μεσογειακό καλοκαίρι δεν θα πάψει να ακολουθεί ενστικτωδώς τη νόρμα της μικρής και μεσαίας κλίμακας, δίνοντας χώρο και ορίζοντα στο υποκείμενο να συνομιλήσει με το μέσα και το έξω του. Κι αν αντέχει, να αφεθεί στις μεταμορφώσεις του. Στηρίξτε λοιπόν, φίλες αγαπημένες/φίλοι αγαπημενοι, όσο και όπως μπορείτε το το καλοκαίρι μας…
*Βόσσου (Μάγδα) Μαγδαληνή, Τελειόφοιτος Φοιτήτρια Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Παν. Αθηνών / Ιδιωτική Υπάλληλος
Μπακογιάννη Μαρία, Φοιτήτρια Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών στο Παν. Αιγαίου (Ρόδος), Κατεύθυνση: Διεθνών Σχέσεων και Οργανισμών / Αρθρογράφος
και
Μαρκόπουλος Χ. Θωμάς, Επικοινωνιολόγος / Μεταπτυχιακός Φοιτητής Διεθνών Σπουδών, Ευρωπαϊκών Σπουδών και Διπλωματίας στο Παν. Μακεδονίας / Δημοσιογράφος