Από τον Σωτήρη Κατσέλο.
Είναι αρκετά ενδιαφέρον φαινόμενο, το ότι τον τελευταίο καιρό ως κριτήριο πολιτικής αξιολόγησης έχει μπει στην ζωή μας και το «ελληνόμετρο», κοινώς ο πολιτικός λόγος που εκτός από τις θέσεις και τις πολιτικές του αντιπάλου, κρίνει και το πόσο Έλληνας είναι.
Κορύφωση αυτής της τακτικής, ήταν η πρόσφατη «βαθμολογία» από την Χρυσή Αυγή, για την ελληνικότητα του πρώην πρωθυπουργού. Φυσικά είχαν προηγηθεί παρόμοιες πρακτικές και από άλλα κόμματα, όπως για παράδειγμα, από τον κο Τσίπρα που είχε χαρακτηρίσει ως «Λιγότερο Έλληνες» αυτούς που υπέγραψαν το μνημόνιο.
Άλλωστε όλες αυτές οι ελληνομετρήσεις, ήταν εναρμονισμένες με την πεποίθηση περί «προδοσίας των πολιτικών», που κυριάρχησε σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας μετά την οικονομική μας κατάρρευση.
Ας δούμε λίγο πόσο βάσιμη είναι αυτή η ρητορική και πόσο χρήσιμη είναι πραγματικά.
Καταρχάς ευθύνεται για αυτήν αναμφίβολα, η φαιδρότητα του πολιτικού συστήματος όπως είχε διαμορφωθεί εδώ και αρκετά χρόνια, το οποίο μας οδήγησε σε μια τερατώδη εθνική ταπείνωση. Πολλοί πολίτες αδυνατούν να αντιληφθούν, ή και να δεχτούν, ότι το ρουσφετολογικό και πελατειακό καθεστώς είχε φτάσει σε τέτοια σημεία ανικανότητας. Επίσης, ήταν πολύ δύσκολο να κατανοήσουν ότι σε ένα παγκόσμιο ανταγωνιστικό οικονομικό σύστημα, η πολιτική απραξία, απλά σημαίνει θάνατος.
Ίσως επίσης θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια, αν εξαιρέσουμε μια τετριμμένη φρασεολογία, είναι γεγονός ότι οι πολιτικοί μας, απέφευγαν να δώσουν μια γενική «εθνική αφήγηση» στον λόγο και στις πράξεις τους, αφού κατά τεκμήριο, στόχευαν στην ικανοποίηση πελατειακών αναγκών και όχι στην εξυπηρέτηση κάποιου εθνικού οράματος.
Δύσκολα πάντως σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις θα μπορέσει κάποιος να εντοπίσει πραγματικό δόλο. Απλά το σύστημα εξουσίας είχε μπει σε έναν φαύλο κύκλο εξυπηρετήσεων, στο οποίο είχε πρακτικά εγκλωβιστεί.
Όμως η λογική και η ρητορική του ελληνόμετρου κρύβει πολλά περισσότερα. Είναι μια ρητορική που θαυμάσια μεν, υποδεικνύει την ανικανότητα των παλαιών πολιτικών δυνάμεων και του συστήματος σε ένα ευρύ κοινό, αλλά ταυτόχρονα, κρύβει τεχνηέντως την πολιτική γυμνότητα των νέων ανερχόμενων δυνάμεων.
Ουσιαστικά μέσω αυτής της ρητορικής αφορίζεις το παρελθόν, υπονοώντας ότι η όλη καταστροφή επήλθε απλά λόγω έλλειψης πατριωτισμού. Με αυτόν τον τρόπο όμως δεν αναλύεται ποια ήταν ακριβώς τα επιμέρους λάθη και οι πρακτικές που οδήγησαν στην καταστροφή και στην απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας και φυσικά δεν προτείνονται πιθανές λύσεις.
Με άλλα λόγια, το «ελληνόμετρο», είναι η καταγγελία άνευ πρότασης. Αγγίζει τα ένστικτα, το θυμικό μας και μας κάνει να ξεχνάμε το δια ταύτα, δηλαδή, την ανάγκη αλλαγής της κοινωνίας μας! Είναι μια ρηχή πατριωτική ρητορική που μας οδηγεί στον εγκλεισμό στον εαυτό μας και στην άρνηση να δούμε τον κόσμο έξω. Είναι η ρητορική βάση πάνω στην οποία χτίζονται πολιτικές ρητορείες που βασίζονται στο μοίρασμα δωρεάν τροφίμων και που αναγγέλλουν ότι με μια ΑΟΖ θα λύσουν τα προβλήματα μας.
Όμως το να μοιράζεις δωρεάν πατάτες μπορεί να είναι επικοινωνιακά χαριτωμένο σε κάποιους κύκλους, αλλά δεν λύνει τα προβλήματα της ελληνικής αγροτιάς και της ελληνικής παραγωγικότητας. Όπως επίσης και το να πιστεύεις ότι με μια ΑΟΖ λύνεις το πρόβλημα και αυτό στην πράξη είναι μια αδιέξοδη επιλογή. Γιατί ΑΟΖ, χωρίς κράτος με ισχυρούς θεσμούς και ουσιαστική εξωτερική πολιτική, είναι σαν να χαρίσουν σε κάποιον μια Porsche έχοντας οδηγήσει μέχρι εκείνη την στιγμή μόνο παπί.
Οπότε είναι πρακτικά αναγκαίο, να επέλθει ένα «τρίτο κύμα» πολιτικών σχηματισμών τα οποία θα έχουν διαφορετικό πολιτικό λόγο αλλά και πραγματική άποψη για το αύριο. Το ερώτημα όμως είναι, τι θα αντικαταστήσει το «ελληνόμετρο» σε αυτήν νέα αναγκαία ρητορική;
Μα είναι εύκολο από μια άποψη, τον ρηχό ή κατ επίφαση πατριωτισμό τον νικάς με τον ουσιαστικό πατριωτισμό, τον πατριωτισμό αυτόν δηλαδή, που ενδιαφέρεται πραγματικά για να φέρει λύσεις στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της χώρας. Έναν, ας μου επιτραπεί η έκφραση, «Τεχνοκρατικό Πατριωτισμό». Ο οποίος θα θυμίσει στην ελληνική κοινωνία, ότι πρέπει να αρχίσει να κινείται, να φιλοδοξεί και να οραματίζεται. Να περάσει το στάδιο της άρνησης και του θυμού και να προχωρήσει προς την ανοικοδόμηση.
Το ερώτημα είναι φυσικά πως διατυπώνεται μια νέα πρόταση, με τέτοιον τρόπο που να αποκτήσει μαζικότητα. Αυτό προφανώς είναι η ερώτηση «κλειδί» και ο πρώτος που θα βρει τον κατάλληλο τρόπο θα είναι και αυτός που θα αποκτήσει το μεγάλο πλεονέκτημα στην πολιτική αρένα. Είναι σίγουρο πάντως, ότι είναι απλώς ζήτημα χρόνου ως που να βρεθεί ο φορέας ή ο πολιτικός, που θα αλλάξει την ατζέντα πέρα από τα «ελληνόμετρα».